Διαβάζω στο Γεροντικό: «Είπε ο αββάς Ησαΐας στον αββά Μακάριο: «Πες μου έναν λόγο». Και ο Γέροντας τού λέει: «Να αποφεύγεις τους ανθρώπους». Τον ρωτάει ο αββάς Ησαΐας: «Τι σημαίνει να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους;». Και ο Γέροντας τού απαντά: «Σημαίνει να καθίσεις στο κελί σου και να κλάψεις τις αμαρτίες σου».
Και, όμως! Ίσως θεωρηθεί υπερβολή, αλλά, ούτε λίγο ούτε πολύ, θαρρώ δεν εμάθαμε να κλαίμε. Όχι συναισθηματικά, ψυχοπαθολογικά, ρομαντικά και γλυκανάλατα. Αυτά τα δάκρυα φέρουν πολύ εγωισμό και φίλαυτες σκέψεις. Δεν κομίζουν ξεκούραση του νοός και της καρδίας, δεν αναπαύουν, δεν ταπεινώνουν, δεν προσελκύουν τη χάρη Του Παναγίου Πνεύματος, δεν εχαριτώνουν, δεν επευλογούν, δε φοβίζουν τα δαιμόνια. Και ξέρεις γιατί; Γιατί, αν βέβαια πρόκειται για τέτοια δάκρυα, δεν κλαίγεις παρά για την αδυναμία σου, την αστοχία σου, την έλλειψη ικανών αντανακλαστικών που εκ των υστέρων αναγνωρίζεις στον εαυτό σου, ώστε, αν γινόταν, να προλάβαινες την κατάλληλη στιγμή να αποφύγεις τον κίνδυνο, να προκάμνεις, να προλάβεις τα τελούμενα. Στην ουσία, δηλαδή, κλαίγεις για τον εαυτό σου, το «ΕΓΩ» σου πονάει, αυτό εμάτωσε, αυτό επλήγη, αυτό ετραυματίσθη ανεπανορθώτως…!
Όμως, τα δάκρυα «εν Χριστώ», που πολλές φορές δεν εφαίνονται, είναι βαθύτερα, ενδόμυχα, καρδιακά, εσωτερικά, τα δάκρυα «εν Χριστώ λέγω» ξεπηδούν και αναδύονται όχι γιατί αστόχησε το ΕΓΩ μου, το ΕΓΩ μας, αλλά γιατί ελύπησα και ελυπήσαμε τον Κύριο της Δόξης, Κύριο Ιησού Χριστό. Εδαπάνησα, δηλαδή, δευτερόλεπτα της παρούσης παραμονής μου στον κόσμο αυτό που δεν είχαν ορθόδοξο οδοδείχτη και ουράνιο προσανατολισμό, που δεν ήταν λειτουργημένα και εκκλησιοκεντρικά λειτουργικά, που δεν είχαν χριστοκεντρική αγάπη, που δεν είχαν αληθινά δάκρυα και φόβο Θεού. Και, ευκόλως δύναται καθείς να αντιληφθεί το μέγεθος του καρδιακού άλγους που κάθε ενσυνείδητος χριστιανός φέρει, όταν δεν ομιλούμε απλώς για δευτερόλεπτα της ώρας, αλλά ώρες πολλές, ημέρες, μήνες, έτι δε και χρόνια ολόκληρα που, ενδεχομένως, κάποιοι από εμάς εδαπανήσαμε σε δάκρυα ανούσια στη σύντομη ετούτη, επί της γης διαμονή μας και, ως λέγει ο αλεξανδρινός ποιητής, παραμένουμε παθητικοί δέκτες και θεατές της ανιαρής και βαριεστημένης εφάμαρτης καθημερινότητός μας: «Την μιαν μοτόνονην ημέρα άλλη μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι» (Κ. Καβάφης, ποίημα «Μονοτονία»).
Ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης (1912-1998, αγιοκατάταξη 9 Μαρτίου 2020) έλεγε ότι τα δάκρυα που έχουν χάρη Θεού ταπεινώνουν τόσο πολύ τον άνθρωπο που μεταμορφώνεται σε «πιστός» άνθρωπος. Αυτά τα δάκρυα, έλεγε, σε κάνουν και λησμονείς καί φαγητό καί πατέρα καί μητέρα καί τέκνα καί γυναίκα καί την ίδια την ύπαρξή σου ακόμη. Αναζητάς τότε, για όσους βέβαια το γεύθηκαν, διότι εμείς ούτε από τη θεωρία δυνάμεθα να το κατανοήσουμε, έναν απόμερο τόπο να αποσυρθείς (αυτός δε ο τόπος δύναται να υπάρχει και εντός των μεγαλουπόλεων και δη, στο πλέον πυκνοκατοικημένο και πολύβουο σημείο) να ειρηνεύσεις, αληθινά να κλαίγεις ώρες και να μην επιθυμείς να διακόψεις την κοινωνία σου αυτή μετά του «Προσώπου του Απολύτου», για να θυμηθώ και τον αγαπημένο μου, Όσιο Ιουστίνο Πόποβιτς.
Και τότε, ως διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες, ανάλογα με το μέγεθος της ταπείνωσής σου και την ποιότητα των δακρύων σου, το ξανατονίζω, την ποιότητα των δακρύων σου, ο Κύριος Ιησούς Χριστός αυτοαποκαλύπτεται και ο πιστός εγεύεται εμπειρίες θείες, ανείπωτες και ανέκφραστες, ευλογίες του Ουρανίου Στερεώματος και του Άνω Νυμφώνος!
Να! Λίγο ακόμη και θα το λησμονούσα! Ιδές εδώ, δακρύβρεχτε συνοδοιπόρε μου, ιδές εδώ αυτό που συγκράτησα και επιθυμώ και εσύ να αναγνώσεις: «Ο Μακάριος Επιφάνιος έλεγε: Ο Θεός στους αμαρτωλούς χαρίζει και το κεφάλαιο, όταν μετανοούν, όπως στην πόρνη και τον τελώνη, ενώ από τους δικαίους ζητάει και τόκους. Και αυτό είναι ακριβώς αυτό που έλεγε ο Κύριος στους Αποστόλους: Εάν η ευσέβειά σας δεν ξεπεράσει την ευσέβεια των Γραμματέων και των Φαρισαίων, δεν θα μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών».
Ολοκληρώνω ετούτες τις απλές μου σκέψεις λίγο πριν τα χαράματα, ως αρέσκομαι να γράφω, να σκέπτομαι – σκέπτομαι άραγε; – να ανασαίνω, να υπάρχω και να ζω. Δεν ξεύρω αν έχω δάκρυα! Πιότερο, δεν ξεύρω αν ως δάκρυ καρδιακό λογίζεται η απόφασἠ σου να παύσεις, να τερματίσεις, με τόνο αυστηρό και αμετακίνητο, κάθε λογισμό, επιθυμία, πρόθεση και διάθεσή σου που δεν αρέσει στον Κύριο Ιησού Χριστό και κάμνει την Κυρία Θεοτόκο να φεύγει από σιμά σου.
Ξεύρω, όμως, ότι αν γινόταν να ερχόταν ο χρόνος ολίγο πίσω, στα χρόνια του Ιησού και στον τόπο της Παλαιστίνης, άκρως αξιοκρατικώς και ακριβοδικαίως, ένεκα της «δεξιοτεχνίας», ομού και φιλαυτίας μου και, ένεκα πολλών ψευτοδακρύων μου, θα κατείχα μιαν λαμπράν και περισπούδαστην, μάλλον δε και εξέχουσα θέση εις την χορείαν των Φαρισαίων, Γραμματέων και των ομοίων τους…!
Διότι, να ενθυμείσαι και ετούτο: ουκ ολίγα δάκρυα ενέσκηψαν και θα ενσκήψουν και άλλα, που εγέμισαν τη φιλαυτία και φιλαρέσκειά μου, που χαροποίησαν τον διάβολο και ελύπησαν τον Κύριο της Δόξης, Κύριο Ιησού Χριστό.
Και έμεινα έως τα χαράματα, δακρύβρεχτος, ναι, δεν το κρύβω, δεν το αποσιωπώ! Έμεινα έως τα χαράματα δακρύβρεχτος να μάχομαι τον αδυσώπητο και αδηφάγο εγωισμό μου!