Απομεσήμερο Κυριακής.
Είχε συνήθεια να περπατούμε στους πέριξ της πόλης λόφους, να πεζοπορούμε στα πευκοδάση και τις λαγκαδιές, να εξερευνούμε βαθύσκιωτες ρεματιές, να συμπορευόμαστε με τα νάματα των βιαστικών χειμάρρων που έσπευδαν και σπεύδουν κυλώντας από τα όρη και τους βουνούς να σμίξουν με τις ζωηφόρες άμα και ορμητικές ροές του Θεϊκού Στρυμόνα, γιού του Ωκεανού και πατέρα του βασιλιά Ρήσου, που εξεστράτευσε ως των Θρακών άναξ με τα κατάλευκα άλογά του στην Τροία συμμαχών με τον Πρίαμο κατά των Αχαιών, ο Ρήσος που βρήκε άδοξο τέλος στην σκηνή του από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη, όταν αυτοί διά νυκτός επέδραμαν στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Ρήσος γιά τον οποίο τραγωδία παρουσίασε ο μέγιστος Ευρυπίδης εις διαδασκαλίαν των Αθηναίων και ημών των επιγενομένων, ιστορώντας το πώς η Θεά Αθηνά παρενέβη γιά να ακυρωθεί η πρόρρηση που έλεγε πώς εάν τα άλογα του Ρήσου πιούν νερό από τον ποταμό Σκάμανδρο και βοσκήσουνε χορτάρι από την πεδιάδα του Ίλιου, αυτός θα γινόταν ακαταμάχητος,
μας μάθαινε την ονοματολογία των δέντρων και των θάμνων, την βοτανολογία των αγριολούλουδων και τα αγριοβοτάνων, τα καραγάτσια και τα λαγόμηλα, τα αγριοτριαντάφυλλα και τα βατόμουρα, τα σεμνά κυκλάμινα του Οκτώμβρη και τις αέρινες ανεμώνες του Απρίλη.
Τα άγρια σπαράγγια και τα μανιτάρια, τα πικροράδικα και τους ζωχιούς, τις ρεπανήθρες και τα λάπατα, το πολυτρίχι μέσα στα νερά του καταρράχτη, μας έδειξε να αναγνωρίζουμε και να ακολουθούμε τα ίχνη του λύκου και του αγριογούρουνου, της αλεπούς και της γίδας, τον σεβασμό και την αγάπη γιά το ζαρκάδι και τον λαγό, τον σκίουρο, την πέρδικα και τον δρυοκολάπτη, μας μύησε στην ακρόαση της συναυλίας της αηδόνος και του κότσυφα, της καρδερίνας και του κοκκινολαίμη σπίνου στην ρεματιά με τους πολυαιωνόβιους πλατάνους όπου θάλλει μυρσίνη και κυπάρισσος, ζαμπούκος και κισσός, αγριελιές κι αγριοκυδωνιές, μας ξενάγησε στο μυστήριο των εγκαταλελειμένων στοών και των πηγαδιών των λιγνιτορυχείων, όπου εκατοντάδες, χιλιάδες Σερραίοι μεροκαματιάρηδες κατέβαιναν στα σπλάγχα της γής γιά να εξορύξουν λιγνίτη, πριν την καθολική επικράτηση του πετρελαίου, αναρριχηθήκαμε σε απότομους βράχους, κατακτήσαμε κορφές, μικρές, ψηλότερες, μεγάλες, κι άλλο είναι να το περιγράφεις κι άλλο η αίσθηση της κοφτής αναπνοής, της απεραντοσύνης της ορατότητας, της απλόχωρης θέας απ’ την κορφή του Μενοικίου ή του Λυκόλοφου, θέας χιονισμένων οροσειρών, εύφορων πεδιάδων, λιμνών και ποταμών, όρασης της ευφροσύνης που χαρίζει η απαστράπτουσα κι ασημίζουσα γαλανή επιφάνεια της θάλασσας, του Αιγαίου, περιηγηθήκαμε σε εγκατελειμένα χωριά όπως το Μετόχι και το Λάκκος, η Μπάνιτσα και η Ντράνοβα, χωριά που ερημώθηκαν όταν εφαρμόστηκε η Συνθήκη του Νειγύ κι ανταλλάχτηκαν πληθυσμοί μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, αποχωρησάντων όλων των εξαρχικών, μας σύστησε σ’ όλες τις νερομάννες κι όλα τα κεφαλόβρυσα του βουνού και των λόγγων εις αναψυχή και δροσισμό κάθε περιπατητή, μας έμπασε σ’ όλα τα σπήλια και τα σπηλιάρια σε καιρό χειμώνος όπου ανάψαμε φωτιά με αγριοπούρναρα γιά να ζεσταθούν τα παγωμένα χέρια μας,
κι ήταν αυτές οι εξορμήσεις με οδηγό ένα έφεδρο αξιωματικό, όχι μόνον άνοιγμα του παραθύρου στο περιβάλλον, στο περιβάλλον του ανθρώπου, στο όμορφο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, στο πέριξ της πατρώας πόλεως περιβάλλον έτσι που το κατέστησε καρδιακό περιβάλλον, έτσι που μιά εκδρομή ή ένας περίπατος σ’ αυτό , ωριαίος ή τρίωρος, γίνεται μέχρι και σήμερα σε μονοπάτια και δρομίσκους , σαν στην αυλή του σπιτιού, σε χώρο οικείο, προσφιλή, αγαπημένο, μυρωμένο ολοχρονίς.
Κι ήταν αυτές οι εκδρομές, άλλοτε μέσα στην κάψα του καλοκαιριού με τα τζόκευ, άλλοτε με τα πρωτοβρόχια του Οκτώβρη με μουσαμαδιές, άλλοτε μεσ’ την καρδιά του Γενάρη με τους ομορφοπλεγμένους μάλλινους σκούφους και γάντια, πλεγμένα από τα χέρια της μάννας, περίτεχνα με τις βελόνες του πλεξίματος, πλουμισμένα με ελάφια και ζουμπούλια,
ήταν αυτοί οι περίπατοι αφορμές γιά τα της μυθολογίας και τον μυθικό Ρήσσο, γιά τον Ηρακλή και τον Ερυμάνθιο κάπρο, γιά τα της Ιστορίας στις πλαγιές του Μενοικίου, στα ριζά του οποίου η Ντοβίστα η πατρίδα του κλεινού ευπατρίδη, του ανοιχτόμυαλου εμπόρου, του στιβαρού τραπεζίτη, του ριψοκίνδυνου επαναστάτη, του Εμμανουήλ του γιού του Παππά, που μπήκε μπροστάρης πρίν από διακόσιους χρόνους στην Επανάσταση, «παρακινώντας τους Μακεδόνες, οι οποίοι ύψωσαν την Σημαία του Σταυρού και λαβόντες τα άρματα ξεσηκώθηκαν», γιά την Αντίσταση απέναντι στους Γερμανούς, τους Βουλγάρους, τους Γερμανοτσολιάδες και τους προσκυνημένους λαδοβούλγαρους.
Ήταν εν τέλει αυτές οι πεζοπορίες,
«Λαώ πεζοποντοπορούντι», ψάλλουμε στον Κανόνα της Υπαπαντής, μυήσεις, με μόνα εφόδια μιά φέτα ψωμί, στο μικρό προσκοπικό σακκίδιο, λίγο τυρί κατσικίσιο, που προμηθευόταν ο παππούς από τους βλάχους τσομπάνηδες του Μπόζ Ντάγ, κι ένα βραστό αυγό, ναί μυήσεις στη γεωγραφία του τόπου, γνωριμία πρόσωπο προς πρόσωπο με την πανίδα και την χλωρίδα της δικής αυλής , του δικού μας περιβάλλοντος, γνωριμίες συγκλονιστικές όπως η ενδιαίτηση στη βατομουριά , τον καιρό του γλυκού Σεπτέμβρη, που είναι στην καλύτερη τους ώρα τα βυσσινί γλυκά βατόμουρα, πλουσιότατη πηγή βιταμινών, όταν στην ίδια βατομουριά προσεκτικά τσιμπολογούνε τα κοτσύφια κι ο λαφιάτης που παραμονεύει λουφάζοντας δεν μπορεί να επιτεθεί, καθώς τα αγκάθια της πελώριας βατσινιάς δεν προστατεύοθν μόνον τον δικό της λεπτό κι ευέλικτο κορμό που αγαπάει τις ρεματιές, αλλά αποτελεί , ως άλλο αγκαθωτό σύρμα, προφύλαξη γιά τα μικρά πουλιά που τρυγούν ευώδεις κι εύχυμους καρπούς, ναί, ήταν τούτες οι αναβάσεις κι ορεινές περιπλανήσεις εμπειρίες ζωής, εμπειρίες ομορφιάς, για τις οποίες απορώ και εξίσταμαι
«ποίων εγκωμιών άσμασι» να ευχαριστήσω ευγνωμόνως τον κύρη, τον πατέρα, τον δάσκαλο, τον αγωνιστή, τον χειραγωγήσαντα, τον κυρ Ηλία ;
Τούτες τις μέρες, τις βδομάδες, τους μήνες, μου δόθηκε, ξανάρπαξα την ευκαιρία
να ξανακολουθήσω τις παλιές γνώριμες διαδρομές,
με συνοδοιπόρους καί πάλιν τους ίδιους,
«είτε εν σώματι είτε εν πνεύματι, ουκ οίδα», ανερχόμενος στη Μονή Προδρόμου μαζί με τον Πατριάρχη Γεννάδιο και στο Χιονοχώρι παρέα με των Εζεβών Ιωαννίκιο, στο Γκρέκο και στο Λάκκος, στον Ελαιώνα με τον Ιωάννη Καντακουζηνό και στο Μετόχι και στο Μερτάτι με τον Παπα Συναδηνό, στην Ορεινή και την Ραχοβίτσα, στο Μοναστήρι του Αγίου Πνεύματος και την Βύσσιανη, στο Λαιλιά , στο κτήμα του Ούγκλεση και στα λημέρια των ανταρτών του ΕΛΑΣ με τον αδικοχαμένο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού και της Αντίστασης Ραφτούδη,
γιά να μαζέψω τσάι του βουνού και κράνα, κυνόροδα και μέντα, να ξαναδροσιστώ στις νερομάννες των βουνών, να ευωδιάσει η όσφρησή μου από την βρεγμένη πευκοβελόνα, να καθαρίσει ο νούς και το σώμα από τοξίνες! Δόξα τω Θεώ!
Κοινωνοί ωραιότητας αξιωθήκαμε να ‘μαστε!
«Η καταφυγή μου εις τα όρη, όθεν ήξει η βοήθειά μου»!
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας