Ένας έγγαμος ιερέας επισκέφθηκε τον μακαριστό άγιο γέροντα, παπά Εφραίμ τον Κατουνακιώτη.
Ο προσκυνητής ιερέας ήταν προϊστάμενος σε μία κεντρική και μεγάλη ενορία της Αθήνας. Υποχρεώσεις πολλές, ιερατικές και ποιμαντικές ευθύνες ανείπωτες, κούραση σωματική ανυπέρβλητη, μα και πνευματική! Άκουγε ο παπά Εφραίμ υπομονετικά τις ενοριακές εξορμήσεις και δραστηριότητες του δραστήριου, ομολογουμένως, ιερέα. Κάποια στιγμή, ο έμπειρος παπά Εφραίμ, διέκοψε απότομα τον ιδιαίτερα ενεργό συνομιλητή του και τον ρώτησε: «Καλά όλα αυτά, πάτερ μου. Αξιέπαινα και ευλογημένα. Ο κανόνας σου, όμως; Πότε και πόσο κάμνεις «ξενύχτια» με το κομποσχοίνι σου και για την ενορία σου; Πότε προλαβαίνεις με τόσους μετεωρισμούς και περισπάσεις;
Ο ιερέας, λίγο ντροπιασμένος αρχικά, βαθύτατα πεποισμένος, δε, για την ιερότητα του ποιμαντικού του έργου, απάντησε: «Γέροντα, να σου πω την αλήθεια, δεν προλαβαίνω.
Κάνω μερικούς σταυρούς, λέγω νωχελικά και βαριεστημένα μερικά «Κύριε ελέησον» και μετά, σχεδόν εξαντλημένος, αποκοιμιέμαι! Όμως, Γέροντα, προσευχή δεν είναι και όλο αυτό το έργο που επιτελείται διά της ενορίας;».
Και ο παπά Εφραίμ, που γνώριζε σε βάθος τα πνευματικά ζητήματα, απάντησε: «Πάτερ μου ευλογημένε, δεν θα κριθεί η ενορία, κατά την ημέρα εκείνη, της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού μας, αλλά εσύ! Και εσύ, όπως όλοι μας, κρίνεσαι στον καθημερινό αγώνα και προσευχητικό στίβο, κυρίως δε, κατά τη διάρκεια της νυχτός!».
Είπε και άλλα ο έμπειρος πνευματικός και ο καλοκάγαθος ιερέας αποχώρησε ενισχυμένος πνευματικά, υποσχόμενος περισσότερη νήψη και εγρήγορση…