Με διάφορες ερωτήσεις προσπαθούσε να πληροφορηθή σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεται. Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Τρεις ώρες μούκανε θεωρία. Είχε διαβάσει για νοερά προσευχή. Ό,τι υπήρχε το είχε διαβάσει. Έλεγε: “Και σ’ αυτή την κατάσταση γίνεται αυτό, σ’ αυτή την κατάσταση έρχεται αυτό· και συ σε ποια κατάσταση βρίσκεσαι;”.
– Σε ποια κατάσταση; Σε καμμία κατάσταση.
– Και τι κάνεις εκεί πέρα;
– Τι κάνω εκεί πέρα; Ζητώ από τον Θεό να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αν γνωρίσω τον εαυτό μου, θάχω μετάνοια. Αν έρθη η μετάνοια, θάρθει η ταπείνωση, μετά η χάρι. Γι’ αυτό ζητώ μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Μετά ο Θεός στέλνει την χάρι Του».
Η αγία του ζωή δακτυλοδεικτούσε αφθόγγως τον Κύριο και με τα λόγια κήρυττε σε όλους μετάνοια: «Να μη ζητά κανείς από τον Θεό ούτε φώτα, ούτε χαρίσματα, ούτε τίποτε άλλο, παρά μόνο μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια».
Δείγμα ελάχιστο της μεγάλης του μετάνοιας είναι ο «σάκκος», το τσουβάλι, που έριχνε στην πλάτη του, όταν προσευχόταν στο κελλί του «εν σάκκω και σποδώ», όπως οι Προφήτες και ο όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης.
Πλήθη ανθρώπων προσέρχονταν, του άνοιγαν την καρδιά τους και ζητούσαν βοήθεια. Ο Γέροντας τους εξηγούσε ότι δεν είναι Πνευματικός: «Πηγαίνετε σε κανέναν Πνευματικό να εξομολογηθήτε». Κάποιος του απάντησε: «Γέροντα, στον πεινασμένο μη δείχνης στράτες, τις στράτες τις ξέρει. Ο πεινασμένος κομμάτια θέλει να χορτάση».
Ο Γέροντας τους δεχόταν μεν αλλά τους εξηγούσε ότι άλλο είναι η συζήτηση και η συμβουλή και άλλο το μυστήριο της εξομολογήσεως. Τόνιζε ότι είναι απαραίτητο να πάνε στον Πνευματικό να εξομολογηθούν και να τους διαβάση συγχωρητική ευχή. Όχι μόνο για την σωτηρία της ψυχής τους, αλλά και ως προϋπόθεση της συζητήσεως μαζί του. «Πριν από την εξομολόγηση το μυαλό είναι θολωμένο», έλεγε, «και δεν θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε».
Κάποιος που είχε σοβαρό πρόβλημα ήρθε στον Γέροντα να τον παρακαλέση να προσευχηθή. Του συνέστησε εξομολόγηση. Σχεδόν απογοητευμένος αντέτεινε ότι ήρθε σε άγιο άνθρωπο για να τον βοηθήση και εκείνος μιλάει για εξομολόγηση. Ο Γέροντας του απήντησε: «Εγώ έτσι μπορώ να βοηθήσω, με την εξομολόγηση».
Λυπόταν για όσους δεν μετανοούσαν και ευχόταν. Τους αδιάφορους προσπαθούσε να τους φέρη σε συναίσθηση, να αισθανθούν την ανάγκη να εξομολογηθούν. Σε κάποιον που πήγε πρώτη φορά, δεν του άνοιξε. Του μίλησε από μέσα, τον αποκάλεσε με το όνομά του, και του είπε να εξομολογηθή και ύστερα νάρθη, επειδή διείδε ότι ήταν ανεξομολόγητος.
Όταν ξαναπήγε, άνοιξε και του είπε χαμογελώντας: «Τώρα είσαι καλά (είχε εξωμολογηθή), έλα να μιλήσουμε για το τάδε θέμα», και του ανέφερε το θέμα που τον απασχολούσε.
Όταν έβλεπε κάποιον που μετανοούσε και άλλαζε τρόπο ζωής, είχε έκδηλη χαρά. Συνέπασχε με τους μετανοούντες και τους ενίσχυε. Ήταν «αλείπτης» των μετανοούντων. Απορούσε και στενοχωριόταν για όσους λιποψυχούσαν και απογοητεύονταν από τις πτώσεις τους στην αμαρτία.
Έλεγε: «Μα αφού υπάρχει μετάνοια. Οι αμαρτίες σου είναι μεγαλύτερες από το έλεος του Θεού;». Πρόσθετε: «Δεν μ’ ενδιαφέρει πόσο αμαρτωλός είναι κάποιος. Με ανησυχεί, αν έχη γνωρίσει τον εαυτό του. Ο Θεός θα κρίνει ανάλογα με την εργασία που έχει κάνει ο καθένας στον παλαιό του άνθρωπο. Η ψυχή, όταν κόψη τα ελαττώματά της, τότε θα παρουσιασθή ωραία στον Χριστό».
Γνωστός του μοναχός απέβαλε το μοναχικό Σχήμα και επέστρεψε στον κόσμο. Του έστειλε μήνυμα να έρθη για να τον κρατήση για υποτακτικό, ενώ, ως γνωστό, κανένα δεν κρατούσε. Με χαρά θα έκανε αυτή την θυσία ο Γέροντας για να σωθή μια ψυχή. Πήγε μάλιστα ο ίδιος και τον επισκέφθηκε στο στρατόπεδο και του μίλησε για μετάνοια.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 419.