Του Δημητρίου Π. Λυκούδη
Ξεκίνησα να γράφω για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Επήρα την εικόνα του, έκαμνα προσευχή και τού ζήτησα, έστω ακροθιγώς και δειγματοπαροχικώς, να μού επιτρέψει, να δώσει άδεια και ευλογία, ώστε να πω και να καταθέσω στο χαρτί ολίγα λόγια, όχι για εκείνον, για εμένα, για εμάς, για δική μας ωφέλεια και βοήθεια πνευματική.
Ο ίδιος ο άγιος αποκαλύπτει: «Τον πρώτο χρόνο της ζωής μου στο Μοναστήρι, γνώρισε η ψυχή μου τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Πολύ μας αγαπά ο Κύριος. Αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα που μου έδωσε ο Κύριος κατά το μέγα Του έλεος. Εγήρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο, και γράφω την αλήθεια για χάρη του λαού. Το Πνεύμα του Χριστού, που μού έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι τον Θεό».
Γεννήθηκε στα 1866, στη Ρωσία, σε χωριό της επαρχίας Λεμπεντάσκ. Έλαβε χριστιανική και φιλόθεη αγωγή από τους ευσεβείς γονείς του και ανδρώθηκε εργαζόμενος ως ξυλουργός. Στα νεανικά του χρόνια, ως ο ίδιος εξομολογείται, ο Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ (το κοσμικό του όνομα), έπινε πολύ και συχνά έμπλεκε σε φασαρίες και, όπως ήταν υψηλός και χειροδύναμος, δεν έλειπαν οι φορές που αρκετοί «εγεύθηκαν» τα δυνατά του ραπίσματα: «Εγώ ήμουν χειρότερος και από ένα βρωμερό σκύλο, εξαιτίας των αμαρτιών μου. Σαν άρχισα όμως να ζητώ συγχώρεση από τον Θεό, Αυτός μού έδωσε όχι μόνο συγχώρεση, αλλά και το Άγιο Πνεύμα, και έτσι με το Άγιο Πνεύμα γνώρισα τον Θεό. Βλέπεις αγάπη που έχει ο Θεός για μας; Ποιος, στ᾿αλήθεια, θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την ευσπλαγχνία;».
Λίγο μετά τα είκοσι του χρόνια είδε σε όραμα την Κυρία Θεοτόκο. Αυτό ήταν! Επήρε την απόφαση να γίνει μοναχός, να εγκαταλείψει την κοσμική ζωή και ν᾿αποσυρθεί σε τόπο ερημικό. Στα 1892, σε ηλικία μόλις 26 ετών, πήγε στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος (εκάρη μοναχός στα 1896 και μεγαλόσχημος στα 1911).
Στον Άθωνα ο Όσιος εβίωσε ευόρκως τα χριστιανικά ιδεώδη. Πράος, ιλαρός, ανεπιδιώκτως επιβλητικός, φίλεργος και φιλακόλουθος με τη ρασοστόλιστη κορμοστασιά του, αυστηρός νηστευτής και υπάκουος, ανεξίκακος με το μειλίχιο, ευγενές, βιβλικό και θάλπον ύφος και ανάστημά του. Έτσι τον εγνώρισε ο μαθητής και βιογράφος του Όσιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ (1896-1993). Και ενθυμούμενος ο Γέροντας του Έσσεξ, τις θεολογικές περιπλανήσεις του στο Παρίσι, τότε που παρακολουθούσε μαθήματα σ᾿ ένα καθολικό ιερατικό κολλέγιο, έγραφε: «Να! Στο Παρίσι, στο κολλέγιο, οι δάσκαλοί μας όλη την ημέρα μάς μιλούσαν για τον Θεό και Θεό δεν είδα. Και ήρθα στο Άγιον Όρος, στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος και εγνώρισα τον στάρετς Σιλουανό. Αυτός, τίποτε δεν μου είπε για Θεό, και Θεό είδα!».
Στα πνευματικά του γυμνάσματα εντός της Μονής, ο Σιλουανός υπήρξε υψιπετής, ουράνιος, ένσαρκος άγγελος και ουρανοβάμων. Αν και ολιγογράμματος – είχε πάει μόλις δύο χρόνια στο σχολείο – απέκτησε θεία σοφία και μεταμορφώθηκε αγιαστικά σε μυροθήκη της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος. Παρά ταύτα, όμως, ο ίδιος δεν εκτιμήθηκε από τους άλλους μοναχούς της Μονής, σχεδόν 2.500, εκείνη τη χρονική περίοδο. Εγνώριζε ο μακάριος και πάνυ ταπεινός πατήρ και κρυφίως κοινωνούσε και εβίωνε την αγιότητα.
Εδίδασκε με έμπονη ταπείνωση: «Ο Κύριος είναι ελεήμων, αυτό το γνωρίζει η ψυχή μου, αλλά δεν μπορώ να το περιγράψω. Είναι υπερβολικά πράος και ταπεινός, και όταν Τον δει η ψυχή, τότε αλλάζει και γεμίζει από αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον και γίνεται και η ίδια πραεία και ταπεινή. Αλλ᾿ αν χάση ο άνθρωπος τη χάρη αυτή, θα κλαίει σαν τον Αδάμ μετά την έξωσή του από τον παράδεισο […] Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ. Πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για τον Θεό σε όλους τους ναούς μας και στην ψυχή μου».
Στον Όσιο Σιλουανό βρήκε εφαρμογή η διδασκαλία του Οσίου Ισαάκ του Σύρου, περί της πνευματικής προσευχής. Είναι η υπέρτατη βαθμίδα της νοεράς προσευχής, μετά και την καρδιακή, η οποία και καλείται συνάμα και ουράνια προσευχή. Αυτή η κατάσταση δίδεται ως δωρεά από τον Πανάγιο Θεό σε όσους εταπεινώθησαν πολύ και έκλαψαν περισσότερο επί της γης. Και, αναμφισβήτητα, ο Όσιος Σιλουανός, ήταν ένας απ᾿ αυτούς τους αγωνιστές.
Μεταξύ δε των πολλών αρετών που κοσμούσαν τον μακάριο εκείνον ήταν και το χάρισμα των δακρύων. Δεν πρόκειται, βέβαια, για δάκρυα αδυναμίας, που πηγάζουν από ρομαντικές και ευσυγκίνητες καρδιές. Ούτε καν για δάκρυα μετανοίας. Αυτά, άλλωστε, τα εγεύθη ο Σιλουανός στα πρώτα χρόνια της μοναχικής του πορείας. Πρόκειται για δάκρυα θείας παρηγορίας, που έπονται απ᾿αυτά της μετανοίας, μεταποιούν σε αιθέριο το σώμα, αναπτερώνουν και όλως εξαγιάζουν νου και διανοία του πιστού, ο οποίος προγεύεται πανηγυρικά και πανευφρόσυνα, αναστάσιμη χαρά και τη θεία μακαριότητα κατά χάριν.
Ο θείος Σιλουανός εκοιμήθη οσιακά και αναστάσιμα τη 24η μηνός Σεπτεμβρίου στα 1936, εκεί, στην Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, που τόσο αγάπησε (η δε αγιοκατάταξή του ήλθε στα 1988).
Ξεκίνησα να γράφω για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Επήρα την εικόνα του, έκαμνα προσευχή και τού ζήτησα, έστω ακροθιγώς και δειγματοπαροχικώς, να μού επιτρέψει, να δώσει άδεια και ευλογία, ώστε να πω και να καταθέσω στο χαρτί ολίγα λόγια, όχι για εκείνον, για εμένα, για εμάς, για δική μας ωφέλεια και βοήθεια πνευματική.
Σταματώ, όμως εδώ. Περισσότερο, με δυσκολεύει η φιλαυτία μου μπροστά στην οσιακή και απέριττη ζωή του. Λιγότερο, ο περιορισμός του χώρου, καθώς γράφουμε στα πλαίσια μιας εφημερίδος και έντυπης στήλης.
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα λόγια του γλυκυτάτου Οσίου: «Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα και σας παρακαλώ. Πιστεύετε στο Θεό, πιστεύετε ότι υπάρχει το Άγιο Πνεύμα, που μαρτυρεί για τον Θεό σε όλους τους ναούς μας και στην ψυχή μου». Και ασυναίσθητα, περίδακρυς, να, με τούτο τον τρόπο σκέφθηκα να τελειώνω τα γραφόμενά μου και ν᾿ αφήσω τα μολύβια μου, που τόσο άτεχνα, για ακόμη μια φορά, εταλαιπώρησα: «Αδελφοί μου, πέφτω στα γόνατα πολλές φορές και σας θερμοπαρακαλώ! Πλησιάστε προσευχητικά τον Όσιο Σιλουανό, μιλήστε του, ζητήστε τις θεοειδείς πρεσβείες του. Ω! Είναι τόσο καλός και ταπεινός, τόσο πράος και ολοζώντανος!».