Ο όσιος Στέφανος Νεμάνια γεννήθηκε το 1114 στην Ζέτα, το σημερινό Μαυροβούνιο, που βρισκόταν τότε υπό τον ζυγό των Λατίνων. Μόλις οι γονείς του μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Σερβία φρόντισαν να λάβει το Βάπτισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και τον ανέθρεψαν με την αγάπη προς την αληθινή πίστη και τις άγιες αρετές. Ο πατέρας του από νωρίς του εμπιστεύτηκε την κυβέρνηση μιας επαρχίας και χάρις στις μεγάλες διοικητικές ικανότητές του και στην αγάπη που του είχε ο λαός του, έγινε στη συνέχεια μέγας Ζουπάνος όλης της Σερβίας (1166), την οποία πέτυχε να ενώσει σε ένα και μόνο βασίλειο. Έγινε έτσι ιδρυτής της δυναστείας των Νεμάνια που θα κυβερνούσε τον σερβικό λαό επί διακόσια χρόνια (1172-1371) και θα έδινε στην Εκκλησία μεγάλο αριθμό αγίων.
Κατά την βασιλεία του χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους αδελφούς του και υπέστη φυλάκιση χάριν της Ορθοδοξίας. Εξ αιτίας της ακλόνητης πίστης του και της ορατής αρωγής του μεγαλομάρτυρος Γεωργίου μπόρεσε κατάφερε στο τέλος να επιβληθεί στους εχθρούς του.
Συγκάλεσε τότε σύνοδο για να μπορέσει η χώρα του να απαλλαγεί από την αίρεση των βογομίλων. Με την βοήθεια της συζύγου του Άννας, έκτισε πλήθος ναών και μοναστηριών και έκανε πλούσιες δωρεές στα μεγάλα ιερά κέντρα της χριστιανοσύνης.
Όταν εδραίωσε την ανεξαρτησία του κράτους του έναντι του Βυζαντίου και εξασφάλισε την καλή οργάνωση της Εκκλησίας, ακολούθησε το παράδειγμα του γιου του Ράστκο – Σάββα και ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα στην Μονή Στουντένιτσα (1196) με το όνομα Συμεών. Η σύζυγός του Άννα, αποσύρθηκε σε γυναικείο μοναστήρι, παίρνοντας το όνομα Αναστασία.
Δύο μόλις χρόνια αργότερα (Νοέμβριος 1197) πήγε να συναντήσει τον υιό του στο Άγιον Όρος, στην Μονή Βατοπαιδίου, όπου και έγινε ο ταπεινός μαθητής του, μιμούμενος, όσο του επέτρεπε η προχωρημένη ηλικία του, τον ζήλο του Σάββα για την προσευχή. Συνέβαλαν και οι δύο στον εξωραϊσμό της μονής Βατοπαιδίου. Στη συνέχεια αφού απέκτησαν το ερειπωμένο μονύδριο του Χιλανδαρίου, με χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ’, ίδρυσαν εκεί το περικαλλές και αυτό το μέγα μοναστήρι που έμελλε να καταστεί λίκνο του σερβικού πολιτισμού (1198).
Οκτώ μήνες μόλις μετά την εγκατάστασή τους εκεί, ο Συμεών ασθένησε. Κάλεσε τον γιο του Σάββα, τον αποχαιρέτησε συγκινητικά και του ζήτησε να τον ντύσει στα νεκρικά του ενδύματα και να τον ξαπλώσει πάνω σε στάχτες, στο έδαφος, ακουμπώντας το κεφάλι του σε μια πέτρα. Κάλεσε έπειτα όλους τους μοναχούς, ζήτησε από αυτούς συγνώμη και με τα μάτια συλωμένα στην εικόνα της Θεοτόκου παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό, στις 13 Φεβρουαρίου 1199, με τα λόγια: «Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον!» (Ψαλμ. 150).
Λίγο αργότερα το σώμα του άρχισε να αναδίδει θαυματουργό μύρο που επιτελούσε πολλά θαύματα. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Σερβία από τον Άγιο Σάββα και συνέβαλλαν στην συμφιλίωση των δύο άλλων αδελφών του: του Στεφάνου και του Βουκάν. Όταν ο πρίγκιπας Στέφανος θέλησε να απαρνηθεί την Ορθοδοξία για πολιτικούς λόγους (1216), το θαυματουργό μύρο έπαψε να ρέει. Όταν όμως διαβάστηκε μπροστά στον τάφο του μια επιστολή που έγραψε ο Σάββας προς στον κεκοιμημένος πατέρα του, ο άγιος φανέρωσε πάλι την εύνοια και προστασία του για τον λαό.
Από τον κενό τάφο του Αγίου Συμεών στην Μονή Χιλανδαρίου φύτρωσε θαυματουργικά ένα κλήμα και η σταφίδα που γίνεται από τις ρώγες του, μοιράζεται μέχρι σήμερα σε όλο τον κόσμο για την ευλογία των άτεκνων ζευγαριών. Θεωρείται προστάτης των άτεκνων ζευγαριών.
Ο τάφος του Αγίου Συμεών στην Μονή Χιλανδαρίου, φέρει αργυρό επικάλυμμα με ανάγλυφες παραστάσεις.
Τη σύγχρονη ακολουθία του Αγίου συνέθεσε ο υμνογράφος της Εκκλησίας, πλέον μακαριστός μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
Μέχρι σήμερα διασώζονται στη Μονή Χιλανδαρίου, καθώς και σε άλλα αγιορείτκα μοναστήρια, αλλά και σε σχεδόν όλα τα σερβικά ιερά ησυχαστήρια τοιχογραφίες, φορητές εικόνες και χαλκογραφίες του Οσίου Συμεών του Μυροβλύτου.
επιμέλεια: Συμεών Τριανταφυλλίδης
Από τον Νέο Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Τόμος Έκτος – Φεβρουάριος, εκδ. Ίνδικτος