«Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι»
Υπάρχουν τραγούδια που οι στίχοι τους μπορούν να αποτελέσουν την αφορμή για θεολογική ανάλυση και συγχρόνως να δώσουν μηνύματα ζωής.
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Ένα τέτοιο τραγούδι είναι το «οι πρώτες λέξεις», που ο στιχουργός, ενδεχομένως, να εξέφραζε τα δικά του βιώματα πόνου, απογοήτευσης κι εκδίκησης για μια αποτυχημένη σχέση. Γι’ αυτό, μεταξύ των άλλων έντονων εκφράσεων, υπάρχει και ο στίχος: « Όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι».
Μελετώντας κανείς τους αγίους Πατέρες, εκπλήττεται για το πώς αναλύουν την ανθρώπινη κατάσταση και παθολογία, υπερβαίνοντας κατά πολύ τη σύγχρονη ψυχολογία με τις διάφορες απόψεις της για τον άνθρωπον, κι ας έζησαν αιώνες πριν από μας. Κι αυτό γίνεται, βέβαια, γιατί γνώρισαν το βάθος του εαυτού τους με τη μετάνοια και τη Χάρη του Θεού και μπορούν, έτσι, να γνωρίζουν την ψυχή του κάθε ανθρώπου.
Στα 400 κεφάλαια περί αγάπης του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού διαβάζουμε: «Οι άνθρωποι αγαπιώνται μεταξύ τους δια τις πέντε ακόλουθες αιτίες, που άλλες είναι προς τιμή και άλλες μεμπτές. Δηλαδή αγαπιώνται ή δια την αγάπη του Θεού, όπως συμβαίνει ο ενάρετος να αγαπάει όλους τους ανθρώπους, αλλά και ο μη ενάρετος να αγαπάει τον μη ενάρετον. Ή από φυσικό φίλτρον, όπως γίνεται με τους γονείς προς τα τέκνα και αντιστρόφως. Ή από κενοδοξία, καθ’ ην ο δοξαζόμενος αγαπάει τον δοξάζοντα. Ή πάλιν από φιλαργυρία, που ο φιλάργυρος αγαπάει τον πλούσιο, γιατί του δίνει χρήματα. Ή τέλος, από φιληδονία, καθ’ ην ο φιλήδονος αγαπάει το πρόσωπον εκείνο, που του ικανοποιεί το πάθος της γαστριμαργίας και της ακολασίας. Και η μεν πρώτη είναι επαινετή. Η δε δεύτερη, ως φυσική, ούτε επαινετή, ούτε κατηγορημένη. Οι άλλες όμως τρεις είναι άθλιες ως εμπαθείς»[1].
Βλέπομεν εδώ, λοιπόν, πως, πράγματι, «όσοι αγάπησαν δεν είναι τόσο αθώοι». Δεν έχει η κάθε έκφραση αγάπης αγνά κίνητρα, κι ας αναφέρεται η αγάπη που, από μόνη της, δείχνει το αντίθετο του εγωισμού, της φιλαυτίας.
Υπάρχει, ασφαλώς, και η «φυσική αγάπη» που παρατηρείται με βάση τη φυσική αναγκαιότητα της παιδοποιείας. Το ένστικτο αυτό ενεργοποιείται και στα ζώα, αν και στον άνθρωπο υπάρχει και κάτι πέραν του ενστίκτου.
Η αγάπη «δια την αγάπη του Θεού», είναι αληθινή, ανιδιοτελής, γνήσια και ωραία, γι’ αυτό όλοι τη θέλουν κι όλους τους αρέσει
Χρειάζεται σοφία και σύνεση για να διακρίνουμε την «αθωότητα» όσων κινούνται «αγαπητικά» απέναντί μας. Ωστόσο, κάνεις δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν θα παραπλανηθεί.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος λέει ότι «όσο πιο αγνή είναι η καρδιά τόσο πιο εύπιστη γίνεται». Κι ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς προχωρεί, με παραδείγματα από τους μεγάλους Πατέρες, πιο αποκαλυπτικά με τα εξής: «Εξαπατούν εαυτούς, όσοι με αυτοπεποίθηση ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν επιτρέπουν να εξαπατηθούν απ’ αυτούς. Ποιος μπορεί να γνωρίζει τι είδους πνεύμα ενεργεί μέσα στον κάθε άνθρωπο; Ποιος άλλος παρά ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας;
Ακόμη και μεγάλοι άγιοι είχαν σφάλει στην κρίση τους για ανθρώπους. Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος νόμιζε άγιο άνθρωπο κάποιον υποκριτή αιρετικό, τον οποίον μάλιστα και υποστήριζε έναντι πολλών που τον αμφισβητούσαν, μέχρι που κάποτε πείστηκε πια για την αιρετική πλάνη αυτού του ανθρώπου ο Βασίλειος και απογοητεύτηκε οικτρά.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε βαπτίσει κάποιον φιλόσοφο ονόματι Μάξιμο και τόσο πολύ τον είχε συμπαθήσει που τον φιλοξενούσε μάλιστα και μοιραζόταν το φαγητό του μαζί του. Όμως ο Μάξιμος ήταν άνθρωπος επικίνδυνος και πονηρός σαν φίδι: μετά από λίγο κατάφερε με δολοπλοκίες και δωροδοκίες να πείσει κάποιους Κωνσταντινουπολίτες να τον αναγνωρίσουν ως πατριάρχη, στη θέση του Αγίου Γρηγορίου. Όταν, ύστερα από μία θυελλώδη αναταραχή έλαμψε η αλήθεια και ορισμένοι επέπληξαν τον Γρηγόριο επειδή είχε κοντά του τον μεγαλύτερο εχθρό του, ο άγιος αποκρίθηκε: «Δεν φταίμε αν δεν διακρίνουμε την πονηρία κάποιου ανθρώπου. Ο Θεός μόνον γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας των ανθρώπων. Οι εντολές Του μας λένε να ανοίγουμε τις καρδιές μας με πατρική αγάπη προς όλους όσοι έρχονται σε εμάς».
΄Ενας καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει την κακία ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου»[2].
[1] 2η εκατοντάδα περί αγάπης, παράγραφος 9
[2] Από το βιβλίο Ο πρόλογος της Αχρίδας, εκδ. Άθως, 2009, σ.σ. 251 – 252
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος