Το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, στην Οχρίδα κυβερνούσε ο Γιελαντίν μπέης, ο οποίος είχε αποστατήσει από τον Σουλτάνο καί ήταν ανεξάρτητος αρχηγός. Την εποχή εκείνη επίσκοπος της Εκκλησίας ήταν ο μητροπολίτης Καλλίνικος. Μολονότι προέρχονταν από διαφορετικές θρησκείες, ο μπέης καί ο Καλλίνικος, ήταν πολύ καλοί φίλοι καί συχνά επισκεπτόταν ο ένας τον άλλον.
Κάποτε συνέβη ο μπέης να καταδικάσει είκοσι πέντε Χριστιανούς σε απαγχονισμό. Είχε προγραμματιστεί να κρεμαστούν την Μεγάλη Παρασκευή. Ο μητροπολίτης, συντετριμμένος από αυτό πού επρόκειτο να συμβεί, πήγε αυτοπροσώπως στον μπέη κι άρχισε να τον παρακαλεί να δείξει επιείκεια ως προς την ποινή.
Ενώ συνομιλούσαν, έφτασε η ώρα τού γεύματος καί ο μπέης προσκάλεσε το μητροπολίτη να συμφάγουν. Το φαγητό πού είχε μαγειρευτεί ήταν αρνί. Ο μητροπολίτης τότε ζήτησε συγγνώμη εξηγώντας ότι, λόγω της νηστείας της περιόδου, δεν μπορούσε να μείνει γιά το γεύμα καί ύστερα ετοιμάστηκε να φύγει.
Ο μπέης στενοχωρήθηκε καί είπε στο μητροπολίτη: «Διάλεξε –είτε γευματίζεις μαζί μου καί απελευθερώνω απ’ την κρεμάλα είκοσι πέντε άνδρες, είτε δεν γευματίζεις καί τούς αφήνεις να κρεμαστούν». Ο μητροπολίτης έκανε το σταυρό του καί κάθισε να φάει στο τραπέζι καί πράγματι ο Γιελαντίν απελευθέρωσε τούς μελλοθάνατους.
(Από το βιβλίο τού αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς «Ο πρόλογος της Οχρίδας»).