Περιοδικό Εστία. Χριστούγεννα 1941. Ένα ολόκληρο τιμητικό αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Γράφουν πολλοί σε αυτό. Ξεχωρίζω ένα ποίημα του Σικελιανού, στην αρχή, ως αρχή επαίνου στον άνθρωπο και συγγραφέα Παπαδιαμάντη, ως αρχή επαίνου στην Ελλάδα: «Καί νά, που ως σήμερα με κείνα τα γραφτά του αγάλλεται η Σιών, και στο πλευρό της, παλιά και νέα, σκιρτά κρυφά η Ελλάδα, κάποιοι από μας οπούμαστε ενωμένοι από τη βαθειά τη λάτρα της Αμπέλου της ζωντανής, όπου πλατειά᾿ ναι και μεγάλη μα λιγοστά τ᾿ αληθινά τα κλήματά της, σ᾿ευλαβικό Μνημόσυνο κινώντας μαζί, το μονοπάτι παίρνουμε τ᾿ ακρογιαλίσιο της Σκιάθου, που απ᾿ το ξωκκλήσι τ᾿ Άη- Νικόλα του λιμανιού ως με κάτου κατεβαίνει την ταβέρνα, κι᾿ εκεί, ενώ γύρα μας μυρόβλητο ανασαίνει παντούθε το νησί, απ᾿ το κύμα κι᾿ απ᾿ το φύκι, κι᾿ από τα πεύκα κι᾿ απ᾿ τα ρείκια, με το βαθὐ ποτήρι μας γιομάτο από της νέας μας της σοδειάς το γιοματάρι, ορθοί, στον ίσκιο του μπροστά, για μια στιγμή, με το ποτήρι αυτό στο χέρι, τού ζητάμε, αν ευδοκεί, να το τσουγκρίσουμε με το δικό του»(1).
Το συγγραφικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στην αρχή ηθογραφικό και αργότερα διηγηματογραφία, ήταν αρκετό σε καλλιτεχνική αξία για να καθιερώσει τον Σκιαθίτη λογοτέχνη σε πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Ύφος ποιητικό, με βαθειά ηθογραφική αναφορά στους ήρωές του, με διόλου λιγότερη θρησκευτική κατάνυξη, ο Παπαδιαμάντης επικράτησε στην ελληνική πραγματικότητα ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Άλλωστε, ολόκληρος ο βίος του, η θρησκευτική και ιερατική καταγωγή του, η λειτουργική ενασχόλησή του με την αγαπημένη του ψαλτική τέχνη και βυζαντινή μουσική, η βιωματική «ορθοπραξία» του, είναι αλήθεια, καθιέρωσαν αυτόν στην κορωνίδα των «ευσεβών» και «πιστών» λογοτεχνών της ελληνικής πεζογραφίας.
Πέραν, όμως, από το αδιαμφισβήτητο λογοτεχνικό και πεζογραφικό τάλαντο του Παπαδιαμάντη, η θρησκευτικότητά του, αν και διαφέρει από πολλούς «αδιάφορους» και «ρηχούς» της εποχής του, δεν είναι αυτής της κλίμακας, ώστε δικαίως, να τού αποδίδεται ο τίτλος « άγιος των ελληνικών γραμμάτων».
Ίσως, στον Παπαδιαμάντη εφαρμόζεται ο παραλληλισμός και ουδέποτε η ταύτιση των όρων «θρησκευτικότητα» και «θρησκευτικό ένστικτο – religious instinct»(2), αποδίδοντας σε αυτόν το δεύτερο, ή, στην καλύτερη των αντιλόγων, μια λαθεμένη και νοσηρά έως άκρως καταθλιπτική θρησκευτικότητα, η οποία, σαφέστατα, δεν έχει σχέση με ορθοπραξία και γνήσια έκφραση του ορθοδόξου βιώματος. Η Ψυχολογία της Θρησκείας (Psychology of religion), στο σημείο αυτό, σίγουρα θα έχει να πει πολλά σχετικά με την ανάπτυξη και χρήση κλιμάκων και διαβαθμίσεων των στάσεων αυτής της πορείας της θρησκευτικότητας.
Ο Μιχαήλ Περάνθης, στη μυθιστορηματική βιογραφία με τίτλο «Ο Κοσμοκαλόγερος» προς τιμήν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σημειώνει: «Είναι τώρα δεκαεφτά χρονών, σωστός «γέρος» μπρος στ᾿ άλλα παιδιά της τάξης του. Ντρέπεται να τους κάνει παρέα στο διάλειμα. Ντρέπεται να τους πιάσει φίλους. Κλείνεται στο δωμάτιό του από νωρίς κ᾿ εκεί, ολομόναχος, με τη μαθητική λάμπα του πετρελαίου, ξενυχτάει διαβάζοντας τα μαθήματά του. Κι όταν η μοναξιά σφίγγει πένθιμα την ψυχή του και μιά πίκρα έρχεται στο λαρύγγι του και μένει εκεί, κόμπος, φράζοντας την αναπνοή του, χωρίς να μπορεί να γίνει λυγμός, βγάζει ένα τετράδιο με λευκά φύλλα και στολισμένο εξώφυλλο και γράφει κλαυθμηρούς παιδιάστικους στίχους» (3).
Και αλλού συμπληρώνει: «Τώρα το βλέπει κι αυτός πως είναι ένας άχρηστος. Βαθιές σκέψεις αφαιρούν την έκφραση από το βλέμμα του. Πικρές ρυτίδες σουφρώνουν στην άκρη τα χείλια του. Ντρέπεται τον παπά, τις αδερφές του, τον κόσμο. Και σκύβει το κεφάλι, ανίσχυρος μπρος στη μοίρα του που τον μάχεται. Όλα του τα σχέδια να διαλύονται. Ό,τι πιάνει στο χέρι να γίνεται στάχτη κ᾿ ένας κόμπος να τον πνίγει πάντοτε στο λαιμό» (4).
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε κατεξοχήν ερωτική φύση και προσωπικότητα. Κάποιες ερωτικές απογοητεύσεις και, σίγουρα, η απόλυτη οικονομική του ένδεια σε συνδυασμό με μια εσφαλμένη προσέγγιση του ερωτικού στοιχείου και της γυναικείας ετερότητας, στάθηκαν ικανά να τον οδηγήσουν, ουχί αυτοθελήτως, στο κοινωνικό περιθώριο και στην προσωπική του απομόνωση. Ο αλκοολισμός του, άλλωστε, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, υπήρξε, τρόπον τινά, όαση διαφυγής και προσωπικής του λύτρωσης από τον κυκεώνα των μελαγχολικών και δη, απελπιστικών σκέψεων και συναισθημάτων που χρόνια τον ταλαιπωρούσαν.
Νά, κάπως έτσι περιγράφει ο Περάνθης τις φιλολογικές συναντήσεις του Παπαδιαμάντη με τους ελάχιστους γνωστούς του στα ταβερνάκια της Δεξαμένης και της περιοχής του Μοναστηρίου την εποχή εκείνη: «Έχουν πάντα το νου τους και πάντα κατατοπίζουν και τους νεώτερους, που έρχονται με τον καιρό για να τον γνωρίσουν – τον Καρκαβίτσα, το Νιρβάνα, το Βλαχογιάννη, το Χατζόπουλο. Είναι σα νά᾿ χουν μπροστά τους ένα μετέωρο φωτεινό, που φοβούνται μη σβήσει. Απολαμβάνουν τη συντροφιά του και τρέμουν. Γιατί άξαφνα από στιγμή σε στιγμή μπορεί να αλλάξει ύφος, να σκυθρωπάσει, να φύγει. Και την ώρα εκείνη, αν δοκιμάσουν να τον κρατήσουν, ξέρουν πως θα τον λυπήσουν πολύ…» (5).
Ο Παπαδιαμάντης είναι πιστός τηρητής των καθορισμένων περιόδων και ημερών νηστείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αγάπη του, όμως, το πάθος του για το κρασί επιδρά καθοριστικά και φέρει τη λησμοσύνη αυτών των ημερών κατά διαστήματα. Στρέφεται με μένος ενάντια σε κάθε τι που θεωρεί καινοφανές και αντιχριστιανικό, όχι απαραίτητα γιατί είναι έτσι, απλά και μόνον επειδή αυτό δεν κατέχει περίοπτη θέση στις παιδικές του θρησκευτικές αναμνήσεις από το νησί. Πιστός τηρητής της Ιεράς Παραδόσεως, η οποία, κατά διαστήματα, αναμοχλεύεται και διαμορφώνεται εκ νέου, ανάλογα με τις προσωπικές του αδυναμίες και τον προσωπικό του, ουχί κατ᾿ επίγνωσιν», ζήλο. Αντιφάσεις σε θεωρία και πράξη, αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου και ατελείωτα ξενύχτια με τη συντροφιά της τόσο αγαπημένης του ρετσίνας. Μύθος και πραγματικότητα, μοναξιά, άκριτη κοινωνικότητα, κυρίως υπό την επήρεια της μέθης και, μετά, πάλι βαθειά κατάθλιψη και θρησκευτικές – ενδόμυχες ενοχές και συνειδησιακές τύψεις.
Ο Μπαλάνος, χωρίς να συμφωνούμε απολύτως με τους χαρακτηρισμούς του αυτούς, δίνει την προσωπική του αίσθηση για το πρόσωπο του λογοτέχνη: «Ο Παπαδιαμάντης ήτο βεβαίως θρησκεύουσα φύσις. Η θρησκευτικότης του όμως ήταν καθαρά τυπολατρία, με μυστικίζουσαν τάσιν και ίσως ασυνείδητον τινά πανθεϊστικήν χροιάν. Η θρησκευτικότης του προήρχετο κυρίως από την δύναμιν της συνηθείας, η οποία ήτο το κύριον κίνητρον πάσης σκέψεώς του και πάσης πράξεώς του, από την επιβολήν της παραδόσεως, η οποία εξήσκει καταθλιπτικήν επ᾿ αυτού επίδρασιν, από τας αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας…»(6).
Ίσως, αναλογιζόμενοι και μελετώντας εμβριθώς το έργο και την πολιτεία του σκιαθίτη λογοτέχνη, ίσως λέγω, οι παρακάτω στίχοι του, από το διήγημά του «Το Μοιρολόγι της Φώκιας», να αποτελούσαν τον προσωπικό του μελαγχολικό ενατενισμό της πραγματικότητας και, συνάμα, την εθελούσια και έντεχνη διαφυγή του στο προσωπικό του αδιέξοδο:
«Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου» (7).
Παραπομπές:
- Άγγελος Σικελιανός, «Μνημόσυνο Παπαδιαμάντη», περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 355, Χριστούγεννα 1941, σελ. 3.
- Βλ. σχ., Νίκος Παπαδόπουλος, Λεξικό της Ψυχολογίας, Αθήνα 2005, σελ. 319.
- Μιχαήλ Περάνθης, Ο Κοσμοκαλόγερος (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), Εστία, Αθήνα 2010, σελ. 47.
- Αυτόθι, σελ. 51.
- Αυτόθι, σελ. 147.
- Δ. Μπαλάνος, Ο Παπαδιαμάντης, Θρύλος και Πραγματικότης, περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 355, Χριστούγεννα 1941, σελ. 28.
- Αλ. Παπαδιαμάντης, «Το Μοιρολόγι της Φώκιας», στο συλλογικό Επιλογή Ι (εισαγ. Τάκης Αδάμος), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1992, σελ. 303.
Διαβάστε ακόμη: