Ουδείς των κεκλημένων.
Γράφει ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου» (Λουκ. 14, 24)
«Γιατὶ σᾶς βεβαιώνω πὼς κανένας ἀπὸ κείνους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου»
Η βασιλεία των ουρανών είναι ένα όραμα και μια ελπίδα για τους ανθρώπους που πιστεύουν. Το όραμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πίστη δηλώνει ξεκάθαρα πως ο άνθρωπος δεν σταματά να υπάρχει μετά τον θάνατο και ότι έχει κληθεί να συνεχίσει να ζει με τον τρόπο του Χριστού στην αιωνιότητα, αρχικά διά της ψυχής και μετά την ανάσταση των νεκρών και διά του σώματος, το οποίο, αφού ενωθεί με την ψυχή και αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του πνευματικού σώματος (δηλαδή υπέρβαση της φθοράς από τον χρόνο και την αμαρτία, επομένως και από κάθε ανάγκη), θα βιώνει την χαρά της κοινωνίας με τον Θεό και τους ανθρώπους, αυτό που η παράδοση ονομάζει Παράδεισο.
Η ελπίδα έχει να κάνει με το ότι ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει πως τα έργα του, η μετάνοιά του για ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει, η αγάπη του Θεού θα του ανοίξουν τον δρόμο ώστε να είναι μέλος της βασιλείας. Το όραμα και η ελπίδα δεν υπάρχουν στην κοσμική νοοτροπία. Ο άνθρωπος ζει για τον χρόνο και για να προλάβει να χαρεί ό,τι χαρεί, καθότι μετά τον περιμένει το μηδέν. Η αγιότητα στην ζωή της Εκκλησίας είναι μία χαμηλόφωνη, κάποτε όμως και υψηλόφωνη διά των θαυμάτων, απόδειξη ότι η πίστη είναι η πραγματικότητα.
Όμως στο ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή των Προπατόρων, λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, διαπιστώνουμε ότι η βασιλεία των ουρανών δεν είναι μόνο ένα μεταφυσικό όραμα. Χαρακτηριστικό της είναι η πρόσκληση για μετοχή στο δείπνο της. Μπορεί να μην είναι βρώσις και πόσις υλικών τροφών.
Δεν παύει όμως να είναι ένα δείπνο και αυτή η εικόνα που μας δίνει ο Χριστός με την παραβολή του μεγάλου δείπνου αποτυπώνει το αγκάλιασμα όλης της ανθρώπινης ύπαρξης από τον Θεό: ότι ο Χριστός δεν έγινε άνθρωπος για να μας καταστήσει άυλους, ασώματους, πνευματικούς δίχα σχέσεως με την δημιουργία Του.
Η βασιλεία του Θεού είναι ένα δείπνο που προϋποθέτει σπίτι, τραπέζι, κάποιους που θα διακονούν, τροφή, διαδικασία πρόσκλησης και, φυσικά, οικοδεσπότη. Και όπως σε κάθε τραπέζι, όποιος έχει κληθεί ή θα αισθανθεί την τιμή της πρόσκλησης και θα κάνει ό,τι μπορεί για να παραβρεθεί σ’ αυτό ή θα προσπαθήσει να το αποφύγει βρίσκοντας δικαιολογίες, κάποτε σημαντικές, που δεν αποκρύπτουν όμως την επιλογή του να βρει έναν λόγο για να μην αποδεχθεί στην πράξη την πρόσκληση.
Οικοδεσπότης στο δείπνο της βασιλείας των ουρανών είναι ο Χριστός. Αυτός είναι και η τροφή, η μετάληψη του σώματος και του αίματός Του, διότι το τραπέζι είναι η θεία λειτουργία. Σπίτι είναι η Εκκλησία. Διακονούντες είναι ο άγγελοι. Την πρόσκληση την απευθύνει ο Χριστός πρώτα προς όσους θεωρούν τους εαυτούς τους οικείους Του, φίλους Του, και στην συνέχεια προς όλη την ανθρωπότητα, αυτούς που βρίσκονται εντός της Εκκλησίας αλλά είναι τραυματισμένοι από την αμαρτία και το κακό και δεν γεμίζουν το μάτι των ευσεβών πιστών, αλλά και εκείνους που βρίσκονται εκτός και δεν αισθάνονται ότι οι τροφές τους, ήτοι οι ιδεολογίες τους και οι θρησκευτικές τους αναφορές, καλύπτουν την ανάγκη τους για όντως ζωή.
Βλέπουμε την ρητή διαβεβαίωση του Χριστού πως οι αρχικώς κληθέντες δεν θα γευτούν το δείπνο Του, καθότι αρνήθηκαν να παραστούν διότι επικαλέστηκαν δικαιολογίες, τις υποθέσεις της επιβίωσης (αγρόν ηγόρασα), την αναζήτηση της ηδονής μέσω των πέντε αισθήσεων (ζεύγη βοών πέντε ηγόρασα), τις ανθρώπινες σχέσεις που τυφλώνουν όταν καθίστανται η μόνη προτεραιότητα (γυναίκα έγημα). Και οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων έχουν ακολουθήσει την οδό του πνευματικού θανάτου.
Οι υποθέσεις τους και ο εαυτός τους είναι πιο πάνω από τον Θεό. Και ο πνευματικός θάνατος φέρνει τον αιώνιο, ως αποκλεισμό από την βασιλεία και το δείπνο της. Οι ίδιοι πιθανότατα, όταν μάθαιναν την σύνθεση του δείπνου που παρέθεσε τελικά ο οικοδεσπότης, να έβγαζαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης: τι δουλειά έχουμε εμείς οι πιστοί, οι ευσεβείς, οι πνευματικά ευυπόληπτοι με τους πνευματικά ανάπηρους και ρυπαρούς;
Επειδή μοιάζουμε με τους πνευματικά αυτάρκεις που λησμονούν την αγάπη του Θεό, την πρόσκλησή τους σε όλους, αρκεί να είναι έτοιμοι να πούνε το ΝΑΙ στην αγάπη, ας μην λησμονούμε ότι η βασιλεία του Θεού είναι παρούσα στην θεία ευχαριστία, στο τραπέζι της Κυριακής και κάθε γιορτής, στο πρόσωπο του κάθε πλησίον, στην καρδιά που αφήνει κατά μέρος κάθε εμπόδιο, ακόμη και αυτό της αμαρτίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στην αγάπη του Χριστού. Καιρός για ΝΑΙ στον Χριστό, καιρός για αναστοχασμό και νίκη κατά του εγωιστή εαυτού που, χωρίς να το ξέρει, πεθαίνει πνευματικά.