Ένα θαυμαστό σημείο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πολλές μεγάλες αρετές μιας ειδωλολάτριδας γυναίκας μαζί με ποικίλα ψυχωφελή διδάγματα μας παρουσιάζει η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί.
Ας προσπαθήσουμε, με τη Χάρη του Θεού, να εμβαθύνουμε σε όσα μόλις ακούσαμε, για να αντλήσουμε θεϊκά δωρήματα και φως στο δύσβατο δρόμο της πνευματικής ζωής.
Περιοδεύοντας ο Χριστός μας σε πόλεις και χωριά της Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τη βασιλεία του Θεού και θεραπεύοντας ασθενείς, έφθασε κάποτε στα μέρη της Φοινίκης, του σημερινού δηλαδή Λιβάνου, στην περιοχή των παραλιακών πόλεων Τύρου και Σιδώνας, που δεν απέχουν πολύ από τα ανατολικά παράλια της Κύπρου μας. Στην περιοχή εκείνη, από αρχαιότατους χρόνους, κατοικούσαν ειδωλολάτρες. Τότε λοιπόν μια γυναίκα, ειδωλολάτριδα στην πίστη και ταλαιπωρημένη στη ζωή, που ασφαλώς θα είχε ακούσει για τα εξαίσια θαύματα που τελούσε ο άγιος εκείνος Διδάσκαλος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, και πληροφορημένη πως έφθασε στα μέρη της, έτρεξε να τον συναντήσει. Να τον συναντήσει όμως με πόθο και πίστη, με ελπίδα και επιμονή στην ελπίδα της αυτή.
Γιατί όμως; Είχε ένα παιδί, ένα κοριτσάκι, που το βασάνιζε σκληρά άγριο δαιμόνιο. Και το ταλαιπωρούσε αφάνταστα ψυχικά και σωματικά, χωρίς να αφήνει, ούτε την ίδια, ούτε την οικογένειά της να ησυχάσει. Ο πόνος και η θλίψη όμως δεν την απέλπισαν, παρόλο που ήταν ειδωλολάτριδα, αλλά την οδήγησαν, με τη φώτιση της θείας Πρόνοιας, στον αληθινό Θεό, τον ενανθρωπήσαντα Σωτήρα του κόσμου. Έτρεξε λοιπόν να συναντήσει τον Χριστό, για να θεραπεύσει το παιδί της. Κι όπως τονίζει το Ευαγγέλιο, εξήλθε «των ορίων αυτής», βγήκε δηλαδή από τα όρια που διέμενε, έτρεξε μακριά – ασύνηθες πράγμα για γυναίκα –, για να βρει τον ποθούμενο Λυτρωτή.
Πρώτο τούτο μάθημα για μας, αδελφοί. Στον πόνο και στην θλίψη και την δοκιμασία μας, ναι, θα πάμε και στον γιατρό, αλλά πρώτιστα να προστρέξουμε και να προσπέσουμε στον μέγα και αληθινό Ιατρό ψυχών και σωμάτων, στον Χριστό μας. Ούτε θα απελπιστούμε, γιατί όλα στη ζωή μας είναι στα χέρια, στην Πρόνοια του Θεού για τη σωτηρία μας. Ούτε πολλώ μάλλον θα καταφύγουμε σε μάγους και μέντιουμ – πράγμα, που δυστυχώς σήμερα γίνεται συχνότατα –, γιατί αυτοί μόνο ζημιά θα μας προξενήσουν, και σωματική και, κυρίως, ψυχική.
Φώναζε λοιπόν στον Κύριο η ευλογημένη εκείνη ψυχή: «Ελέησέ με, Κύριε, απόγονε του Δαβίδ, γιατί το κορίτσι μου ταλαιπωρείται πολύ από δαιμόνιο!» Μ’ αυτό το, «ελέησόν με», παρέστησε το πόσο ελεεινό ήταν το δράμα, η ψυχική της οδύνη, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Και, πώς αντέδρασε στις σπαραξικάρδιες εκείνες κραυγές της ο ελεήμων Ιησούς; Παράξενο! Ούτε να τη δει γύρισε, ούτε ένα λόγο δεν της είπε.
Είχε το σχέδιό Του ο καρδιογνώστης Κύριος. Δοκίμαζε ξανά την πίστη της γυναίκας εκείνης! Και οι μαθητές του Δεσπότου, απλοί και πονόψυχοι άνθρωποι – λες και χρειαζόταν μεσίτες ο Κύριος –, τον παρακάλεσαν τουλάχιστον να τη διώξει, να την απομακρύνει, καθώς τους ακολουθούσε φωνάζοντας και ζητώντας έλεος. Ο Κύριος όμως και πάλιν δοκιμάζει την πίστη της Χαναναίας, λέγοντας πως είχε αποσταλεί για τα χαμένα πρόβατα, τους ανθρώπους δηλαδή, του «οίκου Ισραήλ». Ασφαλώς εδώ ο Κύριος παραβολικά εννοούσε, όχι μόνο τους κατά σάρκα Ισραηλίτες, αλλά και τον νέο Ισραήλ, τους εθνικούς ή ειδωλολάτρες, που κι αυτοί ήταν χαμένα πρόβατα στα όρη της απιστίας και αμαρτίας, και που ήλθε να περιμαζέψει στη μάνδρα Του, την Εκκλησία, ο Καλός Ποιμένας Χριστός.
Και προσέξετε, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, την πίστη και επιμονή της γυναίκας, τις δύο τούτες μεγάλες της αρετές. Πρώτα, είδε την (φαινομενική ασφαλώς) αδιαφορία του Χριστού. Ύστερα άκουσε την απάντησή Του προς τους μεσίτες της, τους αποστόλους. Ούτε τότε όμως απελπίσθηκε, ούτε ολιγοπίστησε, αλλά, παίρνοντας την καλή αναισχυντία, έτρεξε και έπεσε στα πόδια του Κυρίου, ζητώντας και πάλιν με πίστη και ελπίδα βοήθεια: «Κύριε, βοήθει μοι»!
Μα, η δοκιμασία του Φιλανθρώπου Ιησού συνεχίζεται, για να αναδείξει, «έτι και έτι», την πίστη και αρετή της γυναίκας αυτής. Την αποπαίρνει με ένα σκληρό, θα λέγαμε, τρόπο: «Δεν είναι καλό να παίρνουμε το ψωμί των παιδιών, και να το ρίχνουμε στα σκυλιά», της είπε. Σαν να της έλεγε δηλαδή, δεν είναι σωστό, τη χάρη των ιάσεων που δικαιούνται πρώτα τα γνήσια παιδιά του Θεού, οι Ισραηλίτες, να τους την στερώ και να την δίνω σ’ εσάς τους αλλόπιστους, που είστε και ζείτε σαν σκύλοι!
Αλλά, ακούστε αρετή της γυναίκας! Όχι μόνο δεν σκανδαλίσθηκε, αλλά και ταπεινώθηκε, και θεώρησε τον εαυτό της σκυλί, για να πει στον Κύριο: «Ναι, δεν είμαι γνήσιο τέκνο σου, Χριστέ μου, αλλά και σαν σκυλάκι του σπιτιού, της μάνδρας Σου, δεν είμαι ξένη. Άρα κι εγώ δικαιούμαι να πάρω κάτι απ’ τα ψίχουλα, που περισσεύουνε στο τραπέζι των παιδιών Σου.»
Είδατε σύνεση και πίστη και ταπείνωση και θεάρεστη επιμονή για το καλό, αυτής της Χαναναίας; Γι’ αυτό κι ο φιλάνθρωπος Κύριος φάνηκε μέχρι τότε τόσο σκληρός μαζί της, για ν’ αποκαλύψει όλο αυτό τον κρυμμένο θησαυρό της καρδιάς της. Και τότε, την επαίνεσε, την στεφάνωσε, την αξίωσε του ποθουμένου: «Ω, ευλογημένη γυναίκα! Πράγματι αποδείχθηκε μεγάλη η πίστη σου. Ας γίνει όπως θέλεις, όπως ζήτησες.»
Και ιατρεύθηκε απ’ εκείνη τη στιγμή το κοριτσάκι της. Φυγαδεύθηκε για πάντα το πονηρό δαιμόνιο που τη βασάνιζε. Και, μαζί με όλα αυτά, στο πρόσωπο της Χαναναίας αυτής προβάλλει ο τύπος της πραγματικής μάνας. Της μάνας, που δεν υπολογίζει κόστος και θυσίες για το καλό του παιδιού της.
Αγαπητοί μου αδελφοί, πολλά έχει να μας διδάξει η Χαναναία του σημερινού Ευαγγελίου. Ιδιαιτέρως, ας κρατήσουμε, ας μιμηθούμε την πίστη και την επιμονή της στο καλό. Όλοι στη ζωή μας, την προσωπική, την οικογενειακή, στις μέρες μας ως κοινωνία και ως έθνος, διερχόμαστε ποικίλες δοκιμασίες. Ουδέποτε να αποθαρρυνόμαστε, να χάνουμε την πίστη μας, την ελπίδα μας στο έλεος του Θεού.
Πρέπει να επιμελούμαστε, όσο μπορούμε, και την αρετή της προσευχής. Και να δείχνουμε, όπως η Χαναναία, την καλή επιμονή. Ό,τι μας απασχολεί, να τα αναφέρουμε στον Χριστό μας, στην Παναγία μας. Και μας ακούνε. Έστω κι αν νομίζουμε ότι δεν εισακουόμαστε, δεν λαμβάνουμε εκείνο που ζητούμε. Γιατί ο Κύριος μάς δοκιμάζει, και θα μας δώσει εκείνο που είναι συμφέρον για την ψυχή μας, όταν και όπως Εκείνος γνωρίζει ότι είναι καλύτερο.
Κι όταν αγωνιζόμαστε έτσι, με πίστη και μετάνοια και διόρθωση της ζωής μας, με ενσυνείδητη μυστηριακή ζωή, με αγάπη στον Θεό και τον κάθε πλησίον μας, τότε το έλεος του Θεού θα μας επισκιάσει, θα ευλογήσει τη ζωή μας, την οικογένεια, τον τόπο μας, ώστε να διέλθουμε ειρηνικά το επίλοιπο της ζωής μας, και θα μας αξιώσει και της ανέκφραστης εκείνης χαράς της αιωνίου βασιλείας Του, με τις ευχές και ικεσίες της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας και πάντων των αγίων. Αμήν!
Αρχιμανδρίτης Φώτιος Ιωακείμ
Από την ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου