π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Αν η «Εκκλησία είναι η συνέχεια της Εκκλησίας της Παλαιάς Διαθήκης, άρα εμείς είμαστε ο εκλεκτός λαός του Θεού»[1], είναι ξεκάθαρη σύγκριση που κάνει ο Κύριος στο σημερινό Ευαγγέλιο: «ουδέ εν τω Ισραήλ (σ’ εκκλησιαστικούς ανθρώπους) τοσαύτην πίστιν εύρον».
Το τραγικό δεν είναι η απιστία τον ανθρώπων «όπου γης» ούτε η άλλη πίστη (αλλόθρησκοι), αλλά το γεγονός πως οι άνθρωποι του αληθινού Θεού ζούν με ψευτιά, ολιγοπιστία, μιζέρια ή φαυλότητα.
Φαίνεται πως για να ζει κανείς αυτό που ισχυρίζεται ότι πιστεύει, πρέπει να είναι αποφασισμένος να πονέσει, να κοπιάσει, να συγκρουστεί, να δεχτεί απόρριψη, συκοφαντία, αμφισβήτησή, ακόμα και μαρτύριο.
Άλλωστε, σ’ αυτά αποδεικνύεται, «μαρτυρείται» η πίστη μας, όχι στο Θεό ή στους άλλους αλλά σε μας κυρίως, που παραδέρνουμε στις αμφιβολίες, στη νωθρότητα και πεζότητα. Αποκαλύπτεται η γνησιότητά μας και συγχρόνως η χαρά και η ειρήνη μας.
Σ’ ένα εκατόνταρχο, που θα περίμενε κανείς να δεί σκληρότητα και λογικοποιημένη συμπεριφορά, κρύβεται αυτό που θα περίμενε να δεί κανείς σ’ ένα «εκκλησιαστικό»: η συμπάθεια για τον πόνο του συνανθρώπου του (παίς = παιδί ή δούλος του – Τρεμπέλας), ταπείνωση, απλότητα, πίστη στο λόγο του Λόγου.
Πόσο αλλάζουν τα πράγματα στους ανθρώπους! Πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι! Γι’ αυτό δεν μπορείς να κρίνεις ούτε να υπερηφανευτείς. Μόνο ταπεινά να εργάζεσαι για τη σωτηρία σου όσο υπάρχει ο χρόνος. «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος». Κι αν οι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατες, δεν έχουμε παρά να Του ζητήσουμε ταπεινά και απλά: «Ελθέ, Κύριε και Θεέ μου».
[1] Γέροντα Τρύφωνα του Βάσον, Μικρά Εωθινά, Εν πλω, 2008, σ. 271 (2/7)
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος