Dogma

Παράδοση και Πατριδογνωσία κατά την περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας

Γράφει ο Μ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης

Στην βάση του οικοδομήματος της παιδείας του Γένους, κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας, βρίσκεται βέβαια η πατριδογνωσία, η γνώση του τόπου, της μικρής πατρίδας, των συνθηκών και των ανθρώπων της. Πρόκειται για ένα είδος πολιτισμικής ανθρωπογεωγραφίας, που βέβαια δίνει σήμερα υλικό μελέτης τόσο στη Λαογραφία, όσο και σε κλάδους όπως η Πολιτισμική Ανθρωπολογία και η Αγροτική Κοινωνιολογία, στις ιστορικές διαστάσεις τους, όταν δηλαδή επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στην διαχρονία. Η ουσιαστική αυτή σχέση έχει ήδη επισημανθεί και αναλυθεί από τν Μιχαήλ Γ. Μερακλή, ο οποίος με συγκεκριμένα παραδείγματα από έργα διαφωτιστών εκθέτει συστηματικά τον τρόπο με τον οποίο στα κείμενά τους συνδυάστηκαν η παράδοση και το νεωτεριστικό πνεύμα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της μεικτής γλώσσας που χρησιμοποίησαν, η οποία συνδυάζει τον επιστημονικό νεωτερισμό της εποχής – άλλωστε η επιστήμη από μόνη της είναι ένα νεωτεριστικό φαινόμενο – με την παραδοσιακή γλωσσική αίσθηση, αλλά και τις αντίστοιχες νοοτροπίες και αντιλήψεις.

Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι και η ίδια η αναγνώριση της «παράδοσης» ως κατηγορίας πολιτισμικής είναι αποτέλεσμα της νεωτερικότητας, καθώς ορίζεται σε αντίστιξη πάντοτε προς τον νεωτερισμό και την επιστημονική γνώση και σκέψη. Συνεπώς, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός με την εισαγωγή των θετικών επιστημών στην εκπαίδευση, με την λογική να κυριαρχεί, τις μέχρι τότε παραδοχές να αμφισβητούνται και τις φιλοσοφικές προεκτάσεις του συνέβαλε στην νοηματοδότηση και περιχαράκωση των παραδοσιακών φαινομένων, και έτσι ουσιαστικά εμμέσως διέκρινε την παραδοσιακή καθημερινότητα ως ιδιαίτερη κατηγορία, ώστε αργότερα να την μελετήσει συστηματικά η επιστήμη της Λαογραφίας, μετά την προεπιστημονική φάση της, αφού θεμελιώθηκε από τον Νικόλαο Πολίτη στον τόπο μας, με στέρεο θεωρητικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο. Είναι κι αυτή μια έμμεση μεν, ισχυρή όμως σύνδεση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με την έναρξη των λαογραφικών ενδιαφερόντων της ελληνικής λογιοσύνης, που βρίσκεται στις απαρχές της ουσιαστικής μελέτης της ελληνικής παραδοσιακής καθημερινότητας.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι στα πλαίσια της θεωρίας της «μετακένωσης» των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού πνεύματος «εις τα καθ’ ημάς», ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός απέκτησε σαφείς εκπαιδευτικούς προσανατολισμούς, και στον θεσσαλικό χώρο κατά βάση εκπαιδευτική είναι η ταυτότητα του διαφωτιστικού κινήματος. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός εξάλλου, όπως μας δείχνει η περίπτωση των Θεσσαλών διαφωτιστών, συνδέεται άμεσα με την παράδοση και την υπηρεσία της «μικρής πατρίδας», του τόπου καταγωγής, μέσω της προσφοράς στους κατοίκους της εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Και είναι αυτές οι διδαχές που οδήγησαν δια της ανάπτυξης του πνεύματος και του οράματος της ελευθερίας, μέσα από την εκπαίδευση και τη γνώση, στην προετοιμασία και την έκρηξη της επανάστασης του 1821.

Η στενή αυτή σύνδεση των Ελλήνων με την ιδιαίτερη πατρίδα οδήγησε συχνά και πολλούς διάσημους για την εποχή λογίους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους προς το τέλος της ζωής τους, να ιδρύσουν εκεί σχολές και να διδάξουν. Τα παραδείγματα του Ευγενίου του Αιτωλού, που επιστρέφει στα χωριά των Αγράφων για να διδάξει, και του Γρηγορίου Κωνσταντά, που δεν δέχεται την διεύθυνση της Πατριαρχικής Ακαδημίας για να επιστρέψει στις Μηλιές του Πηλίου, είναι νομίζω απολύτως αποδεικτικά του συμπεράσματος αυτού.

Οι περιπτώσεις των οπαδών και κυρίως των εκπαιδευτικών λειτουργών του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μας δείχνουν ότι δύο ήταν κατά κύριο λόγο οι συνισταμένες της σκέψης και των έργων τους, η ελληνική γλώσσα και η παράδοσή της από τη μια, και η μελέτη του τόπου, των ιδιαιτεροτήτων και των ανθρώπων του από την άλλη. Παράλληλα δε και η προσπάθεια ανάπτυξης της πατρίδας μέσω της «μετακένωσης» των κατακτήσεων της επιστήμης και της διανόησης, ώστε να διαμορφωθεί μια γενιά ελεύθερων σκεπτομένων ανθρώπων, που θα διεκδικούσαν μαχητικά την απελευθέρωσή τους, και την αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη πολιτική οργάνωσή τους.

Στην περίπτωση της γλώσσας πρέπει να σημειωθεί ότι η γλώσσα των ευαγγελίων και της λατρείας, η υμνογραφία και οι ακολουθίες, με την δημοφιλία που τις χαρακτηρίζει στον ελληνικό λαό, συντέλεσε επίσης ώστε ο λαός να μην αποκοπεί από τους λογίους. Ας μην ξεχνούμε ότι το σχολείο του κελιού και του νάρθηκα προϋπήρχε των μεγάλων εκπαιδευτικών εγχειρημάτων του Γένους και ουσιαστικά προετοίμασε τα σπουδαία εκπαιδευτήρια που ο Διαφωτισμός ίδρυσε, οργάνωσε και λειτούργησε. Η εκκλησιαστική και θρησκευτική εκπαίδευση του Γένους, όχι μόνο προετοίμασε την ανάπτυξη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού καθώς αποτέλεσε την αναμφίβολη και ευδιάκριτη προπαιδεία των εκπροσώπων του, πολλοί – ίσως οι περισσότεροι των οποίων –  όπως προαναφέρθηκε ήταν κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά συντήρησε και την επαφή των Ελλήνων με την γλωσσική μας παράδοση, πάνω στην οποία στηρίχθηκε το φαινόμενο που ο Δημητράκης Καταρτζής και ο κύκλος του μελέτησαν.