Της αναστάσεως του Κυρίου το χαρμόσυνο άγγελμα εδόνησε κατά το μεσονύκτιο του Πάσχα την ήσυχο εαρινή νύκτα. Το ακούσαμε και πάλι με σκιρτήματα χαράς κάτω από τον έναστρο ουρανό στα προαύλια των ναών μας. Οι λόγοι του λευκοφόρου αγγέλου «Ηγέρθη, ουκ εστιν ώδε » (Μάρκ. 16,6) ε πανελήφθησαν από τα στόματα των αρχιερέων και των ιερέων μας και τα χείλη μας έψαλαν τον θριαμβευτικό ύμνο «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας». Και ημείς, «οι εν τοις μνήμασι», οι συνταφέντες με τον Κύριο, μαζί με τους απ’ αιώνος κατεχομένους στα δεσμά του ’δου, νοιώσαμε το σκίρτημα της νέας ζωής, της εκ νεκρών αναστάσεως, «ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του Πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν», κατά τον απόστολο (Ρωμ. 6,4). Και επαναλάβαμε δέκα, είκοσι, εκατό φορές τον παιάνα αυτόν για να δείξωμε την άμετρη χαρά μας και την ακλόνητη βεβαιότητά μας, για να συνειδητοποιήσωμε την νίκη του Χριστού, που είναι και δική μας νίκη, κατά του θανάτου και του ’δου. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η πεμπτουσία του Χριστιανισμού.
Γι’ αυτό και το γεγονός της αναστάσεως αποτελεί το κεντρικό θέμα της λατρείας μας, το θέμα του Πάσχα, αλλά και όλων των Κυριακών του έτους. Ο Χριστιανισμός στηρίζεται επάνω στον κενό τάφο του Κυρίου – χωρίς την ανάστασι «κενό» – χωρίς περιεχόμενο, άχρηστο – θα ήταν το χριστιανικό κήρυγμα, «ματαία η πίστις» μας (Α΄Κορ. 15,17). Αλλά και η ζωή του καθενός μας πηγάζει από το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού. Μαζί Του συνεσταυρώθη και απέθανε ο άνθρωπος της αμαρτίας, ο παλαιός άνθρωπος των παθών και της κατάρας, ο υπόδουλος στον φόβο του θανάτου και της φθοράς. Τώρα όμως ο θάνατος έχει συντριβή. Έχει χάσει την εξουσία και την δύναμί του. Ο τύραννος έγινε καταγέλαστος. Η φθορά «κατεπόθη» από την άφθαρσία. Τώρα πανηγυρίζομε την νίκη μας και δοξάζομε εκείνον, που με τον θάνατό Του μας χάρισε την ζωή. Και επάνω στον δέσμιο θάνατο και στον ’δη πατεί όχι μόνο ο Χριστός, όπως παραστατικά εικονίζεται στην ορθόδοξο εικονογραφία της αναστάσεως, αλλά και ολόκληρο το συνανιστάμενο γένος των ανθρώπων, των σεσωσμένων. Την φωνή του θριάμβου των απελευθέρων του Χριστού συνοψίζει ο ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του λόγο, που ακούσαμε στο τέλος της παννυχίδος του Πάσχα:
«Κανείς ας μη φοβάται τον θάνατο, γιατί μας ελευθέρωσε του Σωτήρος ο θάνατος. Κατεχόμενος απ’ αύτόν τον εξαφάνισε. Κατέβηκε στον ’δη και τον ελαφυραγώγησε. Τον πίκρανε, όταν γεύθηκε την σάρκα Του. Και αυτό προφητεύοντας ο Ησαΐας, φώναξε – Ο ’δης, είπε, επικράνθη, όταν σε συνήντησε κάτω. Επικράνθη, γιατί κατηργήθη. Επικράνθη, γιατί ενεπαίχθη. Επικράνθη, γιατί ενεκρώθη. Επικράνθη, γιατί εδεσμεύθη. Έλαβε σώμα και βρήκε Θεό. Έλαβε γη και συνήντησε ουρανό. Έλαβε αυτό που έβλεπε, και έπεσε απ’ εκεί που δεν έβλεπε. Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι, ’δη, η νίκη σου; Ανέστη ο Χριστός και συ έπεσες. Ανέστη ο Χριστός και κρημνίσθηκαν οι δαίμονες. Ανέστη ο Χριστός και χαίρουν οι άγγελοι. Ανέστη ο Χριστός και κυριαρχεί η ζωή. Ανέστη ο Χριστός και κανείς νεκρός δεν θα βρίσκεται πια στο μνήμα. Γιατί ο Χριστός, εγερθείς εκ νεκρών, έγινε αρχή της αναστάσεως των νεκρών. Σ’ αυτόν ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους απεράντους αιώνας».
Μέσα στην ατμόσφαιρα αυτή της νίκης, της χαράς και της πανηγύρεως, του φωτός που μετεδόθη στον κόσμο από το ανέσπερο φως που έλαμψε από τον τάφο, σκοτεινά πάθη, μικρότητες, θανατηφόρα μίση και μνησικακίες δεν έχουν χώρο υπάρξεως. Και αυτό είναι το άμεσο δώρο της αναστάσεως: Η συγγνώμη που ανέτειλε εκ του τάφου. Η αγάπη και η ειρήνη του Θεού προς τον άνθρωπο, του ανθρώπου προς τον Θεό και του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Κορύφωμα αυτής της πασχαλινής αγάπης είναι ο ασπασμός που αντήλλασσαν οι πιστοί την ημέρα του Πάσχα, στον οποίον και μας προτρέπει το θαυμάσιο και πανηγυρικώτατο δοξαστικό των αίνων του πλ. α΄ ήχου:
«Αναστάσεως ημέρα
και λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει
και αλλήλους περιπτυξώμεθα.
Είπωμεν, αδελφοί, και τοις μισούσιν ημάς·
Συγχωρήσωμεν πάντα τη αναστάσει
και ούτω βοήσωμεν
Χριστός ανέστη εκ νεκρών,
θανάτω θάνατον πατήσας
και τοις εν τοις μνήμασι
ζωήν χαρισάμενος».
Ο πανηγυρισμός του Πάσχα συνεχίζεται καθ’ όλη την εβδομάδα που το ακολουθεί, την Διακαινήσιμο, την νέα εβδομάδα. Όλη αυτή λογίζεται ως μία πασχάλιος ημέρα, κατά την οποία «αυτήν την ζωηφόρον ανάστασιν εορτάζομεν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού», κατά το συναξάριο. Και η εβδομάς κατακλείεται με την ογδόη ημέρα, την Νέα Κυριακή, την άλλως λεγομένη Κυριακή του Θωμά ή του Αντίπασχα. Αυτή είναι ο τύπος της ογδόης ημέρας του μέλλοντος αιώνος, «ότι εις εικόνα τάττεται της απεράντου εκείνης ημέρας, της εν τω μέλλοντι αιώνι, ήτις και πρώτη και μία έσται πάντως, μη νυκτί διακοπτομένη», κατά το συναξάριο.
Δεν είναι όμως η Κυριακή του Θωμά εξεικόνισμα του μέλλοντος αιώνος απλώς και μόνο γιατί είναι η ογδόη ημέρα από του Πάσχα. Αλλά και γιατί είναι η ημέρα της παρουσίας του Χριστού στο μέσον του κύκλου των ένδεκα μαθητών, της διαπιστώσεως του γεγονότος της αναστάσεως, της άρσεως κάθε αμφιβολίας, της προσωπικής κοινωνίας και της ψηλαφήσεως του αναστάντος. Ακριβώς δε η παρουσία αυτή και η ψηλάφησις είναι τύπος της αιωνίου παρουσίας του Χριστού κατά τον μέλλοντα αιώνα εν τω μέσῳ της Εκκλησίας Του. Τότε τίποτε δεν θα εμποδίζη την ποθητή θέα του Θεού, του Χριστού, και την προσωπική κοινωνία με αυτόν. Τότε τα φράγματα της δυσπιστίας θα πέσουν και μαζί με τον Θωμα ο λαός του Θεού θα ομολογή την σωτήριο ομολογία: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» (Ιωαν. 20,28).
Από την υμνογραφία της εορτής σταχυολογούμε το δοξαστικό του εσπερινού του πλ. β’ ήχου. Αναφέρεται στην είσοδο του Χριστού κεκλεισμένων των θυρών κατά την Κυριακή του Πάσχα στο υπερώο της Σιών. Ο Θωμάς απουσίαζε και με δυσπιστία εκφράζεται για το γεγονός της αναστάσεως. Θέλει για να βεβαιωθή να ίδη με τα ίδια του τα μάτια τον Κύριο. Να ίδη την πλευρά, από την οποία έρρευσε το αίμα και το ύδωρ, ο τύπος του βαπτίσματος. Να ίδη την πληγή, από την οποία ιάθη η μεγάλη πληγή, ο άνθρωπος. Να ίδη ότι ο αναστάς δεν είναι πνεύμα, φάντασμα, αλλά άνθρωπος με σάρκα και οστά. Και αυτόν τον αναστάντα Κύριο, που πάτησε τον θάνατο και πληροφόρησε την αλήθεια της αναστάσεώς Του στον δύσπιστο Θωμά δοξολογεί ο ποιητής του ύμνου.
«Των θυρών κεκλεισμένων επέστης, Χριστέ, προς τους μαθητάς.
Τότε ο Θωμάς οικονομικώς ουχ ευρέθη μετ’ αυτών.
Έλεγε γαρ·
Ου μη πιστεύσω,
εάν μη ίδω καγώ τον δεσπότην
ίδω την πλευράν,
όθεν εξήλθε το αίμα, το ύδωρ, το βάπτισμα· ίδω την πληγήν,
εξ ης ιάθη το μέγα τραύμα, ο άνθρωπος· ίδω πως ουκ ην ως
πνεύμα, αλλά σαρξ και οστέα.
Ο τον θάνατον πατήσας και Θωμάν πληροφορήσας,
Κύριε, δόξα σοι».
Και κλείνομε την εκπομπή με την ενάτη ωδή του κανόνος της ημέρας, ποίημα του Ιωάννου Δαμασκηνού, τοὒ α’ ήχου. Ο ειρμός δοξολογεί την Θεοτόκο, την μητέρα του αναστάντος. Τα τρία τροπάρια αναφέρονται στην εμφάνισι του Χριστού στους μαθητάς, στην ψηλάφησι του Θωμά και στην βεβαίωσι της θείας αναστάσεως. Είναι από τα ωραιότερα τροπάρια της Νέας Κυριακής:
«Σε την φαεινήν λαμπάδα
και μητέρα του Θεού,
την αρίζηλον δόξαν
και ανωτέραν πάντων των ποιημάτων,
εν ύμνοις μεγαλύνομεν».
«Σου την φαεινήν ημέραν
και υπέρλαμπρον, Χριστέ,
την ολόφωτον χάριν,
εν η ωραίος κάλλει τοις μαθηταίς σου
επέστης, μεγαλύνομεν».
«Σε τον χοϊκή παλάμη ψηλαφώμενον πλευράν και μη φλέξαντα ταύτην πυρί τω της αΰλου θείας ουσίας, εν ύμνοις μεγαλύνομεν».
«Σε τον ως Θεόν εκ τάφου αναστάντα Χριστόν, ου βλεφάροις ιδόντες, αλλά καρδίας πόθω πεπιστευκότες, εν ύμνοις μεγαλύνομεν».