«Ο δημιουργός Λόγος του Θεού από τα δύο συστατικά, δηλαδή την αόρατη και την ορατή φύση, δημιουργεί ένα ζωντανό πλάσμα, τον άνθρωπο. Και αφού πήρε το σώμα από την ύλη που ήδη είχε δημιουργηθεί, και αφού έβαλε μέσα σ’ αυτό πνοή από τον εαυτό του…, τον τοποθετεί πάνω στη γη, ως έναν κατά κάποιο τρόπο δεύτερο κόσμο, μεγάλο αυτόν μέσα σε μικρό κόσμο, έναν άλλον άγγελο, προσκυνητή γης και ουρανού, επιτηρητή του ορατού κόσμου, μυημένο όμως στα μυστικά του αόρατου κόσμου, βασιλιά των επιγείων, αλλά υπήκοο στην άνω βασιλεία, επίγειο και ουράνιο, πρόσκαιρο και αθάνατο, ορατό και αόρατο, στη μέση μεγαλείου και ταπεινότητας.
Τον ίδιο πνεύμα και σάρκα, μια ζωντανή ύπαρξη, που στον κόσμο εδώ έχει τη θέση του, αλλά προς άλλον τόπο μετακινείται και που – κι αυτό αποτελεί το αποκορύφωμα του μυστηρίου – φτάνει στη θέωσή του με την κλίση του προς τον Θεό – “τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον”» (άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος εις τα Θεοφάνεια ή εις το Γενέθλιον του Σωτήρος).
Πρόκειται για συμπυκνωμένη απόδοση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, βάσει της Αγίας Γραφής, για τη δημιουργία του ανθρώπου και του πνευματικού του μεγαλείου από τον μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο άγιος Πατέρας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος ναι μεν μπορεί να θεωρείται αδύναμος σωματικά μέσα στον κόσμο που βρέθηκε, αδύναμος και ψυχικά λόγω των παθών που αναπτύχθηκαν μέσα του από την πτώση στην αμαρτία, όμως δεν παύει να αποτελεί «τον δεύτερο κόσμο» πάνω στη γη, που συνδέει τον πνευματικό με τον υλικό κόσμο στην υπόστασή του. Είναι «επίγειος και ουράνιος, πρόσκαιρος και αθάνατος, ορατός και αόρατος, στη μέση μεγαλείου και ταπεινότητας» – φράσεις μοναδικές που φωτίζουν το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης!
Κι αυτό το χαμένο και κρυμμένο λόγω αμαρτίας μεγαλείο του ήλθε και το ανέδειξε κατά τρόπο απόλυτο ο ενανθρωπήσας υιός του Θεού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε και καθάρισε (ιδίως διά της Σταυρικής Του θυσίας) την ανθρώπινη φύση και την ένωσε με τη θεία Του φύση στη μία Του υπόσταση – «διπλούς την φύσιν αλλ’ ου την υπόστασιν» κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας. Με τον Χριστό δηλαδή η πεσμένη στην αμαρτία ανθρωπότητα που αμαυρώθηκε ως προς την εικονισμό του Θεού και έχασε την προοπτική της ομοίωσής της προς Αυτόν, τα αναλαμβάνει και πάλι με τον πιο δραστικό τρόπο. Ο άνθρωπος που αποδέχεται και πιστεύει στον Χριστό ενώνεται πια μαζί Του μέσα στο άγιο σώμα Του την Εκκλησία, συνεπώς εν Χριστώ έχει τη δύναμη και πάλι να ατενίσει την απειρία του προορισμού του και να προχωρήσει προς τη θέωσή του – αυτό που σημειώνει ο άγιος με τη σπουδαία φράση του: «τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον», να προχωρεί προς τη θέωσή του όσο κλίνει η θέλησή του προς τον Θεό.
Αλλά βεβαίως απαιτείται από τον άνθρωπο προκειμένου να γίνει θεατής και μέτοχος της μυστικής συγκλονιστικής αυτής πραγματικότητας η πίστη ως εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Χριστού που ενεργοποιείται και ζωντανεύει από το «κυνηγητό» των εντολών Εκείνου –κατεξοχήν της αγάπης του προς τον συνάνθρωπο. Αυτό είναι το στοιχείο που δεν συνειδητοποιούμε δυστυχώς οι περισσότεροι χριστιανοί και μένουμε κολλημένοι στη μιζέρια της θεωρούμενης φτήνειας μας: η ανάγκη της συνεργασίας μας με τον Κύριο. Δεν είμαστε φτιαγμένοι ως μηχανές που κάποιος άλλος εν αγνοία μας υποκινεί τη θέλησή μας. Δημιουργημένοι ως εικόνες του Χριστού, με το στοιχείο της ελευθερίας ως απόλυτα καθοριστικό της πορείας μας, είναι αναγκαία η ανταπόκρισή μας σ’ Εκείνου την αγάπη και τη θέληση. Μόλις, κατά τη φράση του αγίου Γρηγορίου, η θέλησή μας αρχίζει να προσκλίνει προς τον Θεό, δηλαδή να συντονίζεται με το άγιο θέλημά Του, τότε αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε το μεγαλείο που έχουμε ως άνθρωποι και να ψαύουμε αισθητά το μυστικό βάθος της ύπαρξής μας.