Πατερική Θεολογία και «χωροχρόνος»
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Χαρακτηριστικό της κατάργησης των φυσικών νόμων, αλλά και της “σύμπραξης” του χωροχρόνου στην προσπάθεια του ανθρώπου να προσεγγίσει το Θείο είναι το ακόλουθο περιστατικό από το Γεροντικό: «Ὁ ἀσκητής Ἐφραίμ, ἐπειδή τή χρονιά ἐκείνη εἶχε ἀποκλειστεῖ ἀπό τό πολύ χιόνι, ξέμεινε ἀπό παξιμάδι καί κάθε ἄλλη ὑλική τροφή γιά περισσότερο ἀπό μία ἑβδομάδα καί εἶχε μείνει τελείως ἄσιτος. Ἔτσι κάποιο βράδυ πού ἔπαιρνε ἄν σουρουπώνει, ἄνοιξε τήν πόρτα νά βγεῖ ἔξω ἀπό τή σπηλιά. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του ἕναν ἄνθρωπο μέ κοσμική περιβολή καί φορτωμένο ἕνα μεγάλο σάκο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τοῦ εἶπε: “Πάτερ, θέλω νά πάω στήν κερασιά, ἀλλ’ ἐπειδή ἔχει πολλά χιόνια καί ἄρχιζε νά νυχτώνει, μπορῶ νά ἀφήσω ἐδῶ τό σάκο μου καί νά τόν πάω αὔριο στόν προορισμό του;” Ὁ μοναχός Ἐφραίμ ἔμεινε κατάπληκτος ποῦ βρέθηκε αὐτός ὁ ξένος μέ τέτοιο φορτίο ἐκεῖ πέρα, ἐνῶ δρόμος δέν ὑπῆρχε καί τόν ρώτησε: “Πῶς ἦλθες ἐδῶ, ἀδελφέ μου; Ἔλα μέσα πού ἔχω λίγη φωτιά νά ζεσταθεῖ. Ἄφησε ἐδῶ τό φορτίο σου καί ὅποτε θέλεις παρ’ τό”. Ὁ ξένος προφασιζόμενος ὅτι βιάζεται νά ἐπιστρέψει στόν Ἅγιο Παῦλο, δέν θέλησε νά μπεῖ μέσα ἀλλ’ ἄφησε τό φορτίο του κι ἔφυγε βιαστικός ἤ μᾶλλον ἐξαφανίστηκε τελείως. Σάν ἀπό νάρκη τότε συνῆλθε καί ὁ πατήρ Ἐφραίμ καί εἶδε μπροστά του μόνο τό σάκο. Κοίταξε δεξιά καί ἀριστερά ἔξω ἀπό τή σπηλιά, ἀλλά δέν εἶδε κανένα ἴχνος στό χιόνι, οὔτε νά ἔρχεται πρός τή σπηλιά, οὔτε νά φεύγει. Τότε κατάλαβε ὅτι ἐπρόκειτο γιά κάτι ὑπερφυσικό, ἕνα θαῦμα τῆς Θείας Πρόνοιας. Ἄνοιξε τό σάκο καί τόν βρῆκε γεμάτο μέ παξιμάδια καί ἄλλα τρόφιμα τά ὁποῖα βάσταξαν μέχρι πού πέρασε ἡ βαρυχειμωνιά καί ἄνοιξε ὁ καιρός.
Ὁ γερό – Ἐφραίμ μέ δάκρυα στά μάτια καί πνευματική ἀγαλλίαση, εὐχαρίστησε καί δοξολόγησε τόν πανάγαθο Θεό καί τήν Κυρία Θεοτόκο, πού μέ τή Θεία Πρόνοια, φροντίζει τά παιδιά της»[1].
Γίνεται σαφές ότι στην Ορθόδοξη Θεολογία, χρόνος και κόσμος, «σχέση αἰτίου καί αἰτιατοῦ στό χρονικό γίγνεσθαι»[2], “χωροχρόνος” λειτουργούν θετικά και υπομνηματικά στην προσπάθεια του ανθρωπίνου “είναι” να κοινωνήσει με το Θείο. Οντολογικά μέσα στην “συμπαντική πραγματικότητα”, ο άνθρωπος πορεύεται μέσω της “προσευχητικής” αναγωγής του στην κοινωνία με την Τριαδική Θεότητα, ενωμένος όμως αγαπητικά με κάθε κτίσμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν προτάσσεται η ατομικότητα και η φαινομενικότητα της λογοκεντρικής “μαζικής κουλτούρας” που ευαγγελίζεται η βιομηχανία της τεχνολογίας των Μ.Μ.Ε., αλλά υπογραμμίζεται το ανεπανάληπτο της κυριότητας του ανθρωπίνου προσώπου ως ολοκληρωμένης ψυχοσωματικής ενότητας.
Ο “χωροχρόνος” νοηματοδοτείται στην Ορθόδοξη Εκκλησιαστική Παράδοση στην περίπτωση που “μεταποιείται” σε αιωνιότητα, στην περίπτωση δηλαδή που “μετέχει” στην Θεανθρωπότητα του Ιησού Χριστού: «Ὁ Θεός εἶναι ὁ κάτοχος καί φορεύς τῆς αἰωνιότητος, ὁ ἄνθρωπος ἐκπρόσωπος τοῦ χρόνου, ἐνῶ ὁ θεάνθρωπος εἶναι ἡ ὑψίστη, ἡ πληρεστάτη καί τελειοτάτη σύνθεσις τῆς αἰωνιότητος καί τοῦ χρόνου»[3].
Παραπομπές:
[1] Ανδρέου μοναχού Αγιορείτου, Το Γεροντικό του Αγίου Όρους, εκδ. Άθως, Αθήνα 2009, σελ. 233.
[2] Ματσούκα Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία Γ’, σελ. 341.
[3] Πόποβιτς Ι., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 18.