Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος Πειραιώς αναφερόμενος στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή επεσήμανε πως σε αυτήν «αποτυπώνεται με μοναδικό τρόπο όλη η ανθρώπινη αστοχία, όλη η ανθρώπινη περιπέτεια και καταδεικνύεται η αιτία του πανανθρωπίνου δράματος και της πανανθρώπινης αποτυχίας. Ταυτόχρονα», πρόσθεσε, «μας υποβάλλεται ένα μεγάλο, κεφαλαιώδες υπαρξιακό ερώτημα: Θέλουμε να συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο τη ζωή μας; Μας αρέσει να βλέπουμε αυτή την παγκόσμια αναταραχή, την παγκόσμια τραγωδία, την αιματοχυσία, τον θάνατο, τον φόνο με τις μύριες εκφάνσεις του;».
Κάνοντας λόγο για τον δαιμονοκατεχόμενο πολίτη των Γαδαρηνών και σημειώνοντας πως ήταν «ένα πρόσωπο απρόσωπο, ένας άνθρωπος χωρίς αυτεξουσία βούληση», «φόβος και τρόμος της περιοχής», υπογράμμισε: Σε αυτήν την προσωπικότητα έρχεται ο Χριστός, την αιχμάλωτη, για να την απελευθερώσει και μέσω αυτής να απελευθερώσει όλο το ανθρώπινο γένος, γιατί για αυτόν ακριβώς το λόγο ήρθε στη ζωή αυτή: για να μας λυτρώσει από τα έργα του σκότους και από τον άρχοντα των έργων του σκότους, το διάβολο και να μας απαλλάξει από τη δουλεία στο θάνατο, που εκείνος εισήγαγε μέσα στην ωραία δημιουργία του Παναγίου Θεού».
Ο Κύριος «αρχίζει έναν ιερό διάλογο με τα δαιμόνια τα οποία ευρίσκονται εντός του προσώπου αυτού. Ένα διάλογο λυτρωτικό, όχι τιμωρητικό, αλλά βαθύτατα στοργικό, για να καταδείξει ακριβώς την ευθύνη μας, αλλά ταυτόχρονα και τη δυνατότητά μας, να ενστερνιστούμε την παμφαεστάτη αγάπη του Κυρίου μας, για να λυτρωθούμε από τον άρχοντα του σκότους και τα πονηρά του έργα», τόνισε στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος.
Μιλώντας για το θαύμα που τέλεσε ο Κύριος στον δαιμονισμένο αυτό άνδρα υπογράμμισε πως «μπροστά στο θαύμα δεν συγκινήθηκαν, δεν συγκλονίστηκαν, δεν συναρπάστηκαν, δεν έμειναν ενεοί, δεν δόξασαν τον Θεό που ένας συντοπίτης τους, ένας συγγενής τους, ένας δικός τους άνθρωπος, επιτέλους απελευθερώθηκε, αλλά ταυτόχρονα και η πόλη τους, η περιοχή τους σώθηκε από την καταδυναστεία των δαιμόνων, από το φόβητρο και τον τρόμο της κατοχής του ανθρώπου εκείνου», αλλά, όπως επεσήμανε στην συνέχεια, «Του ζήτησαν να φύγει μακριά τους, πέρα από την πόλη τους και πέρα από τις καρδιές τους. Αυτό Του ζήτησαν. Δεν Του ζήτησαν να μείνει, να θεραπεύσει, να αγιάσει, να σώσει, αλλά να φύγει μακριά, πέρα από αυτούς».
«Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία της κακοδαιμονίας της ανθρώπινης οικογένειάς μας. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία του πόνου μας, των δακρύων μας και της σπονδής αίματος, που τόσο φρικωδώς εκχέουμε πάνω στη μαρτυρική και φλεγομένη μας γη», υπογράμμισε και εξηγώντας το γιατί οι Γαδαρηνοί, «οι οποίοι είχαν υποκύψει στον πειρασμό του κέρδους και της καταπατήσεως του νόμου του Θεού» εκδίωξαν τον Κύριο, πρόσθεσε: «Οι Γαδαρηνοί, μπροστά στα διαφυγόντα κέρδη, μπροστά στην απειλή ότι ο Χριστός, εάν μείνει στον τόπο τους, θα τους υποχρεώσει με τον λόγο Του και τα θαύματά Του να τηρήσουν τον θείο νόμο, προτίμησαν να Τον διώξουν μακριά τους». «Αυτή είναι η αιτία που διώχνουμε τον Κύριο έξω από την κοινωνία μας και έξω από τη ζωή μας, νομοθετούντες αθέσμος ό,τι πιο φρικώδες, ό,τι πιο τραγικό, ό,τι πιο βαθιά αντιανθρώπινο μπορεί να συλλάβει ο δαιμονιώδης νους μας. Μας ελέγχει ο θείος νόμος, μας ελέγχει η Ζωή που έγινε άνθρωπος. Δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε τα γαιώδη και κατάστικτα πάθη μας. Δεν θέλουμε να παύσουμε να ακούμε της δολίας φωνής του δαίμονα που έρχεται και κνήθει τα αυτιά μας, λέγοντάς μας ότι μπορούμε να ζήσουμε αθάνατοι μέσα από το θάνατο που μας προσκομίζει καθημερινά. Για αυτό και νομοθετούμε αθέσμος στα κοινοβούλια μας». «Να γιατί ζητούμε από τον Θεό να φύγει μακριά μας. Για να μην ελέγξει την κακότροπη ζωή μας. Τα πάθη μας και τις μικρότητές μας». Με την αμαρτία «η ανθρωπότητα, συνεχίζει στα βήματα των Γαδαρηνών: Να αρνείται τον Θεό και την αλήθεια και να μένει εκεί, δεμένη στο μουράγιο της φαύλης ζωής, στην πορνεία, την μοιχεία, την αρσενοκοιτία, την αισχρότητα, τη χοϊκότητά, το έγκλημα με τις μύριες μορφές. Και όχι μόνο να μένει εκεί, αλλά και να αναγάγει αυτά τα γεώδη και κατάστικτα από φοβερό θάνατο πάθη, σε δήθεν έννομα αγαθά και να χειροκροτεί το κακό και το ψεύδος και την ανθρώπινη ευτέλεια και την ανθρώπινη ακρασία. Να γιατί υποφέρουμε», συμπλήρωσε.
Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος σημείωσε πως «σήμερα εδώ στον Παναγιοσκέπαστο αυτό Ναό της Ευαγγελιστρίας, τιμούμε έναν ήρωα, ένα μάρτυρα της Πατρίδος, έναν άνθρωπο ο οποίος εμφορείτο από το φως του Χριστού που λάμπει και ‘’φαίνει πάσι’’. Τον Νικηταρά μας. Τον Αρχιστράτηγο Νικήτα Σταματελόπουλο. Αυτόν τον αγνό ήρωα της παλιγγενεσίας του Έθνους μας». «Αυτόν τον άνδρα προβάλλουμε σήμερα εδώ στην πόλη την ναύλοχο του Πειραιώς μας, σαν μάρτυρα της αληθείας μας, σαν υποφύτη του πολιτισμού μας, σαν ίνδαλμα που καλούμεθα να μας εμπνέει και να μας οδηγεί».
«Η αιτία του κακού είναι μόνο μία. Η ταύτισή μας με την αμαρτία και το διάβολο», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, προτρέποντας όλους να «ξυπνήσουμε από αυτή την τραγική και απαράδεκτη πνευματική υποθερμία. Ας μιμηθούμε τους μάρτυρες και ήρωές μας, τους Αγίους μας. Ας κοιτάξουμε αυτό το λεβέντη του Γένους, τον Νικηταρά, τον Τουρκοφάγο και ας πάρουμε έμπνευση από το δικό του μήνυμα ζωής, που χαρίζει σε κάθε άνθρωπο καλής θελήσεως. Μην διώξουμε και εμείς τον Χριστό από τις καρδιές μας. Εύχομαι σε όλους το σημερινό μήνυμα ζωής του Ευαγγελίου, να συγκλονίσει τη ζωή μας και να εμπνεύσει την πορεία μας».
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ τέλεσε επιμνημόσυνη δέηση στην προτομή του ήρωα Νικήτα Σταματελόπουλου η οποία βρίσκεται στον περίβολο του Γηροκομείου Πειραιώς, εκεί όπου ο ήρωας Νικηταράς ο Τουρκοφάγος επαιτούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Η δέηση για τον ήρωα του 1821 τελέστηκε με πρωτοβουλία της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, της Αδελφότητας Τουρκολεκαίων ο «Νικηταράς» και τη συμμετοχή του Πολιτιστικού Συλλόγου η «Ενότητα».