Άρα ως όρος και έννοια η «ρωμηοσύνη» δεν αφορά σαφώς και ουδαμώς τους ελληνικής καταγωγής και γλώσσας χριστιανούς αλλά περιλαμβάνει χίλιες δυο φυλές, γλώσσες και περιοχές έχοντας ως βάση την ελληνική παιδεία. Με αυτό το δεδομένο, η «ρωμηοσύνη» δεν μπορεί να περιοριστεί αυστηρά και μόνο σε παραδόσεις μονοπωλιακές και περιορισμένες αλλά έχει ένα ευρύ φάσμα εκφράσεων και αποτυπώσεων. Πάντα όμως με πυρήνα την ορθόδοξη πίστη, την ελληνική παιδεία και την χιλιόχρονη ιστορία της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (αποφεύγεται η χρήση του ειρωνικού από τους δυτικούς όρου «βυζαντινή»).
Η «ρωμηοσύνη» δεν μπορεί κατ’ επέκταση να ταυτιστεί με οποιαδήποτε ρατσιστική, εθνικόφρονα, φανατική και μισαλλόδοξη τακτική και στάση. Η «ρωμηοσύνη» ως χωνευτήρι πολιτισμών χαρακτηρίζεται από την πρόσμιξη διαφόρων παραδόσεων και ένα «πάρε-δώσε» σε όλα τα κοινωνικά και πολιτιστικά επίπεδα. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί στο όνομα της ελευθερίας έκφρασης και πρόσμιξης να απεμπολεί την ταυτότητά της και να ενδίδει σε ήθη και έθη αλλότρια της ιστορίας και της πίστης της. Ο μέγας και πολύς καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο πλέον «ρωμηός» καθηγητής είναι πολύ χαρακτηριστικός:
«Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται. Περιγράφεται. Ο ρωμιός έχει φιλότιμο, αμύνεται δεν επιτίθεται αλλά αμύνεται, έχει ενστικτώδη συλλογική μνήμη… Δεν ζητά εκδίκηση αλλά δικαίωση. «Ναι μεν ο Ρωμηός έχει απόλυτον πεποίθησιν εις τήν Ρωμηοσύνην του, αλλά ούτε φανατικός ούτε μισαλλόδοξος είναι και ούτε έχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Αντιθέτως αγαπά τους ξένους ουχί όμως αφελώς….Τουτο διότι γνωρίζει ότι ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους και όλας τάς φυλάς και όλα τά έθνη χωρίς διάκρισιν και χωρίς προτίμησιν. Ο Ρωμηός γνωρίζει ότι η Ρωμηοσύνη του κατέχει τήν αλήθειαν και είναι η υψίστη μορφή των πολιτισμών…Αλλά κατανοεί άριστα το γεγονός ότι ο Θεός αγαπά τον Ρωμηόν, όχι όμως περισσότερον από τους άλλους. Ο Θεός αγαπά τον κάτοχον τής αληθείας αλλ’ εξ ίσου αγαπά τον κήρυκα του ψεύδους. Αγαπά τον άγιον, αλλ’ αγαπά εξ ίσου ακόμη και τον διάβολον…Δια τούτο η Ρωμηοσύνη είναι αυτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη και φιλότιμον και όχι κίβδηλος αυτοπεποίθησις, ιταμότης και εγωισμός. Ο ηρωϊσμός της Ρωμηοσύνης είναι αληθής και διαρκής κατάστασις του πνεύματος και όχι αγριότης, βαρβαρότης και αρπακτικότης. Οι μεγαλύτεροι ήρωες της Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ των αγίων…Η Ρωμηοσύνη διαφέρει των άλλων πολιτισμών, διότι έχει το ίδιον θεμέλιον δια τον ηρωϊσμόν της ως και δια την αγιωσύνην της, δηλαδή το ρωμαίικον φιλότιμον το οποίον δεν υπάρχει εις τον ευρωπαϊκόν πολιτισμόν. Παρά ταύτα οι Γραικύλοι από το 1821 μέχρι σήμερον προπαγανδίζουν ότι οφείλομεν να εγκαταλείψωμεν την Ρωμηοσύνην και να γίνωμεν Ευρωπαίοι, διότι δήθεν ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ανώτερος από την Ρωμηοσύνην….Η Ρωμηοσύνη δεν αποδεικνύεται. Περιγράφεται. Δεν χρειάζεται απολογητάς. Είναι απλώς αυτό που είναι. Το δέχεται κανείς ή το απορρίπτει… Και σήμερον άλλοι παραμένουν Ρωμηοί, άλλοι όμως αμερικανεύουν, ρωσεύουν, φραντσεύουν, αγγλεύουν, δηλαδή γραικεύουν…Ο Ρωμηός είναι από την Ρωμηοσύνη του αετός. Οι Ρωμηοί είναι μεταξύ τους αετοί και προς τους ξένους αετοί. Δεν ενδιαφέρει τον Ρωμηό τι λένε οι ξένοι γι’ αυτόν, γιατί τα κριτήριά του είναι ρωμαίϊκα. Ο Ρωμηός είναι σκληρός και ελεύθερος και ποτέ αφελής. Και όταν το σώμα του ή τα συμφέροντά του σκλαβωθούν, κάμνει ελιγμούς και υποκρίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις, για να παραμείνει με την ευφυΐα του όσο το δυνατον περισσότερο ελεύθερη η Ρωμηοσύνη του. Με περηφάνεια τον Καραγκιόζη κάμνει και πάντοτε αδούλωτος αετός της Ρωμηοσύνης παραμένει…. Ο χρυσός αετός είναι η Ρωμηοσύνη των ρωμαίϊκων τραγουδιών και η καρδιά του αετού είναι ο χρυσός σταυρός. Η σημαία της Ρωμηοσύνης είναι ο χρυσός σταυρός επάνω σε κόκκινο πανί – π. Ιωάννου Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη»
Άρα η «ρωμηοσύνη» μπορεί και πρέπει να συνδιαλέγεται. Να ανοίγεται και να αφομοιώνει, ποτέ όμως να αλλοτριώνεται και να γρακεύει. Και δυστυχώς, αυτό αποτελεί ένα από τα ατοπήματα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η εθνικοποίηση και κρατικοποίηση του οράματος της ελευθερίας. Κάτι που έμμεσα απευχόταν ο Ρήγας Φεραίος, ο οποίος με το όραμα της «Βαλκανικής Ομοσπονδίας» ήταν πολύ κοντά στο ουσιαστικό περιεχόμενο της ρωμαίικης ταυτότητας: «Στην πίστη του ο καθένας, ελεύθερος να ζη, στην δόξαν του πολέμου, να τρέξουμε μαζύ, Βούλγαροι κι Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή. Για την ελευθερίαν, να ζώσουμε σπαθί. Να σφάξωμεν τους λύκους, που στον ζυγόν βαστουν, και Χριστιανούς, και Τουρκους, σκληρά τους τυραννούν. (Θούριος, 1797)».
Καθόλου λοιπόν δεν πρέπει να μας ξενίζουν οι διάφορες πολιτιστικές «συναλλαγές» και να θεωρείται οποιαδήποτε σύμπραξη με ανατολίτες ως προδοσία και εθνική αναισχυντία. Ιδιαίτερα όταν επιχειρούνται συναντήσεις μεταξύ ελλήνων, τουρκων, αράβων, μαροκινών, αρμενίων κ.α. καλλιτεχνών. Η μουσική αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της ρωμαίικης ομοιογένειας και συνάφειας, η οποία στην πάροδο των χρόνων αφομοιώθηκε και καλλιεργήθηκε σ’ ανατολή και δύση της, υπό το κράτος πρώτα της ρωμαίικης αυτοκρατορίας και έπειτα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ιδού και η παρεξήγηση του όρου «οθωμανική» μουσική, που δεν είναι άλλη, από τη μουσική της ανατολικής μεσογείου, την καθαρά ρωμαίικη, η οποία αναπτύχθηκε από τους ρωμηούς και μεταλαμπαδεύτηκε στους οθωμανούς. Ως εκ τούτου, το να τραγουδούν και να παίζουν ρωμηοί τουρκικούς σκοπούς και τουρκικές συνθέσεις δεν αποτελεί ύβρη προς την ρωμαίικη παράδοση, αλλά απεναντίας την παραδοχή της υπεροχής της και της «φιλανθρωπίας» της απέναντί σε οποιονδήποτε πολιτισμό.
Η «ρωμηοσύνη» οφείλει να συνδιαλέγεται και να ανοίγεται προς την γεωγραφική της συνάφεια αλλά και γενικά με την οικουμένη όλη. Η ρωμηοσύνη έχει ελευθερία και φτερά για να υπερίπταται όπως ο χρυσαετός της, διαφεντεύοντας και όχι υποκύπτοντας ή μειοδοτώντας. Ο κ. Ρωμανίδης χάρισε στη «ρωμηοσύνη» το μεγάλο δώρο της αποσαφήνισης του όρου και του περιεχομένου της και είναι ηθικό, έντιμο και καθήκον όλων όσων θέλουν να οικειοποιηθούν τον τίτλο του «ρωμηού», να έχουν τους ορισμούς του ως προμετωπίδα και οδηγό. Επίσης, ο κύπριος εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης, με άλλη αφορμή και σε άλλη συνάφεια στον ποίημά του του, «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου» βάζει στο στόμα του Εθνομάρτυρα Κυπριανού τη μεγάλη ρήση περί της ακατάλυτης και ακατανίκητης δύναμης της «ρωμηοσύνης»: «Η ρωμηοσύνη εν φυλή συνότζιερη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη, κανένας γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου, η ρωμηοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψει».
Όσο κι αν ξενίζει κάποιους, όσο κι αν προκαλεί λόγω της παλαιάς αλλά και πρόσφατης ιστορίας Ελλάδας και Κύπρου, μουσουλμανισμός, οθωμανία και Τουρκία, δεν παύουν από του να είναι σύνοικα με μας στοιχεία ιστορικά και πολιτιστικά. Δεν παύουν, χωρίς οι πιο πολλοί κι από αυτούς τους ιδίους να το γνωρίζουν, να κουβαλούν μυστικά την ρωμαίικη ταυτότητα λόγω του χριστιανικού τους παρελθόντος και της γεωγραφικής εγγύτητας. Και πάλιν, όμως, δυστυχώς, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα από τα προπετάσματα του διχασμού, της εκδικητικότητας και του μίσους, λόγω ακριβώς της πονεμένες μας ιστορίας. Κι όμως, αν υπάρχει κάτι το οποίο αναστέλλει κάθε προσπάθεια προοπτικής είναι η αδυναμία απαγκίστρωσης από το παρελθόν και από τις πληγές του. Το να ανοίγεσαι σε διάλογο, δεν σημαίνει ότι απεμπολείς την ιστορία σου, αλλά την φυλάς μέσα σου σαν φυλακτό, μαζεύεις τις πληγές της και όπως ο Χριστός προχωράς με σφιγμένη την καρδιά προς το φως του μέλλοντος. Αυτό κι αν είναι ηρωϊσμός.
Αλίμονο αν πίσω από τον όρο «ρωμηοσύνη» περιχαρακωθούν οποιεσδήποτε ξένες και άσχετες αντιλήψεις, πόσο μάλλον εντελώς αντίθετες και προσβλητικές. Όπως ο εθνικός φανατισμός, ο στείρος εθνικισμός, το μίσος, η κακία, η εκδικητικότητα, ο συνθηματισμός και ο λαϊκισμός, ο υπερφίαλος και υστερικός πατριωτισμός. Η «ρωμηοσύνη» αν δεν συνάδει με τις προσταγές πρωτίστως του ευαγγελίου και των πατέρων και έπειτα της ιστορικής και πολιτιστικής συνείδησης, δεν είναι «ρωμηοσύνη» αλλά ένα κακέκτυπο αλλότριων επιδιώξεων, παρεξηγήσεων και επικίνδυνων στρεβλώσεων. Αν με απλά λόγια, η «ρωμηοσύνη» δεν είναι Χριστός τότε δεν είναι τίποτε, απολύτως τίποτε. Ένα κούφιο σύνθημα, έτοιμο να πεθάνει μαζί με τους οπαδούς και προασπιστές της.
Γιώργου Κυπριανού
Εκπαιδευτικού – Προέδρου Πολιτιστικού Συλλόγου ΡΩΜΟΣΥΝΗ
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος