Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ότι πηγαίνουν όλα ωραία· τους παίρνει ο Θεός το παιδί· κλάματα, κακό. Έρχεται και επισκιάζει έπειτα η χάρις του Θεού και ειρηνεύουν οι άνθρωποι· και πλησιάζουν την εκκλησία, πλησιάζουν την εξομολόγηση, πλησιάζουν τον ιερέα. Χάριν του παιδιού πάνε στην εκκλησία· ο πόνος τους κάνει ν’ αναζητήσουν, να προσευχηθούν υπέρ αναπαύσεως, να κάνουν τις λειτουργίες.
Ο πόνος απαλύνει την καρδιά και την κάνει δεκτική των λόγων του Θεού, ενώ πρώτα ήταν σκληρή, δεν δεχόταν. Π.χ. ένας άνθρωπος στο σφρίγος της νεότητος· εγώ είμαι, σκέφτεται, και κανένας άλλος δεν είναι. Να πτυχία, να και οι δόξες, να κι η υγεία, να κι οι ομορφιές, να κι όλα. Όταν όμως τον ξαπλώσει στο κρεβάτι μία ασθένεια, τότε αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Μπορεί να πεθάνω. Τι το όφελος όλα αυτά», κι αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά.
Έρχεται φερ’ ειπείν ένας άνθρωπος, τον πλησιάζει. Διάβασε και αυτό το βιβλίο να δεις τι λέει. Ακούει και ένα λόγο του Θεού. Τότε τον ακούει τον λόγο του Θεού. Κι άμα του δώσεις και βιβλίο, ο πόνος ήδη του έχει κάνει την καρδιά του έτσι κατάλληλη κι ανοίγει και το βιβλίο και το Ευαγγέλιο και το διαβάζει και από εκεί αρχίζει η ανάπλαση του ανθρώπου. Και όταν γίνει καλά, αμέσως πλέον σηκώνεται και ζει προσεκτικά τη ζωή του. Δεν ζει όπως πρώτα με την υπερηφάνεια και τη φαντασία που είχε.
Από το τεύχος: Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Παραινέσεις πατρικές. Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 14.