Πνευματική ζωή και αυτονομία δεν συμβαδίζουν
Οι αποτυχίες μέσα στην ζωή μας είναι δεδομένες. Σε άλλους είναι περισσότερες σε άλλους λιγότερες, σε άλλους μεγαλύτερες σε άλλους μικρότερες. Όλοι μας όμως έχουμε αποτύχει σε κάτι. Σε ένα διαγώνισμα στο σχολείο, στην δουλειά μας, σε μία σχέση μας.
Το σημαντικό είναι να μην μείνουμε στην βυθομέτρηση της αποτυχίας μας αλλά να την αποδεχτούμε και να την ξεπεράσουμε, να αποδεχτούμε την ανεπάρκειά μας. Αυτό δεν είναι κακό. Δεν είναι κακό το να είσαι ανεπαρκείς και να το παραδέχεσαι. Κακό –να μου επιτραπεί- είναι το να είσαι ανεπαρκείς και να νομίζεις ότι δεν είσαι ή να καταλαβαίνεις ότι είσαι ανεπαρκείς και να πέφτεις στην απόγνωση, στην μιζέρια, στην απραξία, στην απελπισία.
Στην πνευματική ζωή όλα παίζουν τον ρόλο τους. Ακόμα και εκείνα που νομίζουμε ότι μας έβλαψαν μπορεί να μας ωφέλησαν, και εκείνα που μας ωφέλησαν και θεωρούνται ατομικές μας επιτυχίες τελικά μας έβλαψαν.
Και ερχόμαστε σ’αυτό το μεγάλο ζήτημα που είναι η «ατομικότητα» και η «πνευματική ζωή».
Η προσέγγιση της πνευματική ζωής ατομικά. Αυτή είναι η λέπρα μας που έχει κολλήσει πάνω μας και δεν λέει να φύγει.
Γι’αυτό και πολλοί χριστιανοί δεν μπορούν να σηκώσουν μια πτώση τους, διότι προσεγγίζουν την πνευματική ζωή μέσα από το πρίσμα μιας αλάνθαστης ατομικής ζωής και όχι ως σχέση προσώπων και κοινωνίας συγχώρεσης.
Υπάρχει λοιπόν μια αντικατάσταση του εκκλησιαστικού φρονήματος από μια ατομική θρησκευτικότητα. Ο εκκλησιασμός λογίζεται ως ένα ατομικό καθήκον του χριστιανού, το να κοινωνήσουμε Σώμα και Αίμα Χριστού μία ατομική δικαίωση των κόπων μας, της νηστείας μας, της εγκράτειάς μας, η προσευχή ένα ατομικό γεγονός, οι αρετές μας ατομικά κατορθώματα και η σωτηρία μας μια ατομική αιώνια εξασφάλιση.
Πιστεύουμε ότι θα νικήσουμε την αμαρτία γαντζωμένοι απεγνωσμένα στην προσπάθεια για ατομική εξασφάλιση και αυτάρκεια, ηθικής αναγνώρισης και κοινωνικής καταξίωσης. Και το μόνο που καταφέρνουμε είναι μία τήρηση κανόνων ως ένα ρυθμικό στρατιωτικό ποδοβολητό που αν λίγο ξεφύγει φτάνουμε στον παραλογισμό.
Μαχόμαστε να αποκτήσουμε αρετές και όχι τον Χριστό, μαχόμαστε να αποδείξουμε στους άλλους ότι δεν είμαστε τυχαίοι, ότι είμαστε σπουδαίοι, ενάρετοι, και από την άλλη μεριά αντιδικούμε με όποιον τολμήσει και μας κάνει μια παρατήρηση ή μας αμφισβητήσει.
Οι άλλοι για εμάς δεν είναι συνταξιδιώτες στον δρόμο προς την σωτηρία αλλά αντικείμενα που ομορφαίνουν ή όχι την ατομική μας ζωή. Νομίζουμε ότι εμείς ξεχωρίζουμε, ότι διαφέρουμε, ότι δεν ανήκουμε στους «λοιπούς των ανθρώπων», ότι δεν έχουμε ανάγκη τους άλλους, αλλά οι άλλοι έχουν ανάγκη από εμάς.
Οι άλλοι όμως είναι το «κλειδί» τελικά της σωτηρία μας.
Πνευματική ζωή δεν λογίζεται χωρίς σχέση με τους άλλους, χωρίς σχέση με τον Θεό. Διότι αν αντιμετωπίζουμε τους άλλους ανθρώπους ως χρηστικά αντικείμενα της ατομικής μας ευζωίας το ίδιο κάνουμε και με τον Θεό τον οποίον αντιμετωπίζουμε ως μία απρόσωπο θαυματουργική δύναμη.
Βλέπουμε ότι μέσα στην Εκκλησία όλοι μας έχουμε μία ιερή εξάρτηση μεταξύ μας. Αυτός είναι ο τρόπος ύπαρξης του Θεού, αυτός είναι ο τρόπος ύπαρξης της Εκκλησίας του. Πατήρ, Υιός και Πνεύμα συνυπάρχουν σε μία οντολογική αγαπητική εξάρτηση. Έτσι λοιπόν και μέσα στην Εκκλησία όλοι μας συσχετιζόμαστε με τους άλλους. Όλοι δίνουμε λόγο σε κάποιον, όλοι μας είμαστε πεμπόμενοι από κάποιον. Μέσα στην Εκκλησία η υπακοή είναι η απόδειξη αυτής της αλληλοεξάρτησης, της αλληλοπεριχώρησης η οποία στηρίζεται στο ταπεινό και θυσιαστικό φρόνημα. Η σχέση μας με τους άλλους καθορίζεται όχι από μία καταναγκαστική επιβολή αλλά από πνεύμα σταυρικής ελευθερίας κατα μίμηση Κυρίου.
Η πνευματική ζωή δεν μετριέται με το πόσο αμαρτήσαμε ατομικά ή όχι αλλά με το πόσο αγαπήσαμε τους άλλους ή όχι, με το πόσο θυσιαστήκαμε για τους άλλους ή όχι, με το πόσο μετανοήσαμε ή όχι, με το πόσο ο Χριστός είναι ο Νυμφίος μας ή όχι, με το πόσο ο πλησίον μας είναι ο αδελφός μας ή όχι.
Η πνευματική ζωή δεν μετριέται με το πόσες φορές πήγα στον ναό, ή πόσα κεριά άναψα ή αν είμαι παρθένος ή όχι, ή αν η φούστα μου είναι στο γόνατο ή στον αστράγαλο.
Η πνευματική ζωή δεν οριοθετείται σε συνθήματα ηθικής βελτίωσης που ευνουχίζουν τα πρόσωπα στο βωμό μιας «αντικειμενικής ευσεβούς βιοτής».
Πολλές φορές πίσω από τα ευσεβή προσωπεία των χριστιανών που θρησκεύουν κρύβεται μίσος για τους αμαρτωλούς, μία δίψα για ανικανοποίητες επιθυμίες και πάθη που δημιουργούν κόμπλεξ και ψυχική ανισορροπία. Το «καθαρό τους κούτελο» γίνεται το υπαρξιακό τους ναυάγιο.
Στην πνευματική ζωή η ελευθερία εκφράζεται ως αγάπη και η αγάπη ως ελευθερία. Και όλα αυτά προϋποθέτουν σχέση, όχι ατομικά κατορθώματα αλλά μια συμπόρευση προσώπων από τα φθαρτά στα αιώνια από τα επίγεια στα ουράνια από τα ανθρώπινα στα θεανθρώπινα.
Ας είμαστε αμαρτωλοί, ας μας τριγυρίζει ο πειρασμός, αρκεί να μην είμαστε μόνοι. Όταν είσαι μόνος θα δικαιώσεις την αμαρτία σου, θα παραδοθείς στον πειρασμό, θα προσπαθήσεις μόνος σου να βρεις λύση. Και αυτό πολλές φορές οδηγεί σε λάθος δρόμους ή σε αδιέξοδο.
Το να ζητήσεις βοήθεια όχι μόνο δεν είναι κακό αλλά αντιθέτως είναι και θεάρεστο. Γι’ αυτό λέγει και η Εκκλησία «Ουαί το ενί…» δηλαδή αλλοίμονο σε αυτόν που μένει μόνος του, κλεισμένος στον εαυτό του και δεν συμβουλεύεται κανέναν.
Επειδή πληγωθήκαμε από τους άλλους σκεφτόμαστε ότι είναι καλύτερο να μείνουμε μόνοι μας, τελείως μόνοι μας. Αυτό όμως είναι καταστροφικό για την ύπαρξή μας γιατί μας οδηγεί στην κατάργηση του προσώπου μας, στην διαστρέβλωση του κατ’εικόνα και στην απώλεια κάθε ελπίδος για το καθ’ομοίωση.
Πρόσωπο, σημαίνει τον άνθρωπο σε κοινωνία, τον άνθρωπο σε σχέση.
Ο χώρος αυτής της σχέσης είναι η Εκκλησία, χώρος κοινωνίας προσώπων, ζώντων και κεκοιμημένων, αμαρτωλών και αγίων, χοϊκών και επουρανίων, μικρών και μεγάλων, διάσημων και άσημων που ενώνονται στο ένα Σώμα του Χριστού.
Και γίνονται οι άνθρωποι μυστηριακά μια σχέση, ένα σώμα, ένα πνεύμα, μια ψυχή. Όλοι γίνονται Χριστός. Κανείς δεν χάνεται, κανείς δεν παύεται μα κανείς δεν αυτονομείται.
Όλοι ντύνονται στο ίδιο φως της φιλαδελφείας, όλοι ασκούνται στην αγάπη αιωνίως, αδιαλείπτως.
“Ίνα πάντες εν ώσιν”, μέχρι όλοι να γίνουμε ένα. Ένας Άνθρωπος. Ένας απειροπρόσωπος Χριστός σύμφωνα με τον Ενδοτριαδικό τρόπο ύπαρξης.
αρχιμ.Παύλος Παπαδόπουλος