Η πνευματική ζωή είναι απλή, φιλόθεος, χριστοφόρος. Η ανωτερότητά της έγκειται ακριβώς σε αυτή την απλότητα, στο γεγονός ότι εκουσίως και αυτενεργήτως αποποιείται κάθε δικαιώματος, κάθε προσπάθειας από την πλευρά του πιστού να αναδείξει και να οριοθετήσει την έννοια «δικαίωμα», την επιθυμία της οικειοποίησης και διεκδίκησης όλων όσων προηγούνται και έπονται αυτού του μακαρίου μνήματος, πάντοτε, βέβαια, υπό το πρίσμα της μιαρούς προσωπικής και φίλαυτης ιδιοτέλειας. «Ας έχουμε υπ΄όψι μας ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας, αλλά μόνο στον Θεόν. Το μοναδικό δικαίωμά μας είναι να επιθυμούμε να ανήκουμε ψυχή και σώματι με όλη μας την ύπαρξι, σε κάθε στιγμή, ολοκληρωτικά και μόνο στον Θεόν»(1).
Το μοναδικό «δικαίωμα» που φέρει και πρέπει να αγωνίζεται υπέρ αυτού ο πιστός είναι το «δικαίωμα» στην αγαπητική διακονία, στη μέθεξη της αγάπης, στην έμπονη θυσία υπέρ κάθε εμπερίστατου και, έως εχθές, αγνώστου αδελφού του. Η δε έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητος, μάλλον δε, για να είναι πνευματικότητα και, ακόμη περισσότερο να είναι ορθόδοξος, δηλαδή ορθόπρακτος, πρέπει να θυσιάζεται καθημερινά άνευ ορίων, άνευ σταθμών λογοκεντρικών και ανθρωποκεντρικών, χωρίς δεύτερες σκέψεις, άνευ κοντόθωρων συμφεροντολογικών και δόλιων υπολογισμών. Η πνευματική ζωή(2) είναι απλή, φιλόθεος και χριστομίμητος! «Στην πνευματική ζωή των ορθοδόξων χριστιανών επαναλαμβάνεται επίσης και βιούται εκ νέου όλη η σωτήρια οικονομία του Χριστού»(3). Τούτο σημαίνει ότι έχεις «δικαίωμα» στην Ανάσταση αφού πρώτα «αγκαλιάσεις» και εγκολπωθείς το «διακαίωμα» στη Σταύρωση, το δικαίωμα στη μέθεξη της απόλυτης και άνευ ορίων έκφρασης της θυσιαστικής διακονίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, κάθε πιστός έχει «δικαίωμα» στο λάθος. Άλλωστε, η ίδια η εμπειρία βασίζεται και έπεται όποιων λαθών, άσχετα αν είναι κοινή ομολογία σήμερα ότι υπάρχουν λάθη που δύσκολα ή πολλές φορές είναι αδύνατον με ηθικό και ανώδυνο τρόπο να διορθωθούν. Η γνησιότητα για να ανθίσει επιθυμεί και ορέγεται ελεύθερο περιβάλλον, ένα περιβάλλον που στηρίζεται σε πνευματικά όρια, σε πνευματικές καταβολές. Αυτό δε σημαίνει βέβαια, ότι κινούμεθα μοιρολατρικά προς το λάθος, κάθε άλλο! Κυρίως σημαίνει ότι δεν πετροβολούμε το λάθος, δεν εξαθλιώνουμε τον παραβάτη, δε στοχεύουμε στην εξουθένωση του αμαρτωλού αδελφού μας, αλλά στην ίδια την αμαρτία που «πειράζει» τον αδελφό μας. «Οι άνθρωποι γνωρίζουν τα γινόμενα. Τα μέλλοντα γνωρίζουν οι θεοί, πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων. Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα αντιλαμβάνονται. Η ακοή αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών ταράττεται. Η μυστική βοή τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων. Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί»(4).
Ας διαγράψουμε λοιπόν το μιαρό «δικαίωμα» όσοι αρχή εβάλαμε στην παρούσα βιοτή μας να διακονήσουμε τον εμπερίστατο αδελφό μας. Να επιστρέψουμε και να αποδώσουμε στην ουσία «εξοφλητικά» όσα δήθεν «δικαιωματικά» μάς ανήκουν και εγκολπωθήκαμε. Αλλέως, τα λόγια του φιλοσόφου θα παιανίζουν στον αγέρα και θα ακολουθούν τις, κατά τ΄άλλα, «φιλάρετες» και «φιλόθεες» πράξεις μας: «Πρέπει να δρασκελίσω εκατό σκαλιά. Πρέπει ν΄ανεβώ ενώ εσείς φωνάζετε: «Είσαι σκληρός! Μα από πέτρα είμαστε;» Πρέπει να δρασκελίσω εκατό σκαλιά, Και κανένας δεν θέλει να΄ναι σκαλοπάτι»(5).
Μιαρό και επαίσχυντο «δικαίωμα». Πόσους πλάνεψες επί της γης και πόσους λογαριάζεις ακόμη να πλανέψεις…!
Παραπομπές:
1.Καράμπελα Χερουβείμ (Αρχιμ), Απο το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές Αναμνήσεις, Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1997, σελ. 238. Ο ίδιος σημειώνει: «Οι Πατέρες, αδελφέ μου, επανειλημμένως επεσήμαναν τις ολέθριες συνέπειες του δικαιώματος στην ζωή του μοναχού. Η δε καθημερινή μας πείρα τούς δικαιώνει πέρα για πέρα. Σκέψου έναν υποτακτικό να λέη με τον λογισμό του: «Εγώ έπρεπε σήμερα να έχω καλό φαγητό στην τράπεζα, διότι το διακόνημά μου με κούρασε πολύ και οι δυνάμεις μου έχουν καταβληθή. Δεν μπορώ να περάσω με λίγες ελιές. Δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω κάτι άλλο εφόσον οι μεγαλύτεροι μου δεν το καταλαβαίνουν; Το ζωστικό, η φανέλλα, οι κάλτσες μου έχουν καταντήσει κουρέλια. Δεν έχω το δικαίωμα να φορέσω κι εγώ κάτι καλό, κάτι καινούργιο, την στιγμή που σε άλλους αδελφούς ο Γέροντας και η μονή παρέχουν όλα όσα τους χρειάζονται; Άνθρωπος δεν είμαι κι εγώ να κουβεντιάσω μία φορά με κάποιον επισκέπτη, να μάθω τι γίνεται στον κόσμο;» Όχι! Ο μοναχός δεν πρέπει να έχη κανένα δικαίωμα. Υποχρεούται σε τελεία άρνησι ακόμη και των νομίμων και λογικών δικαιωμάτων. Οι παραπάνω σκέψεις είναι τελείως αντίθετες με το θέλημα του Θεού και την γραμμή των αγίων Πατέρων», Αυτόθι, σελ. 236-237.
2.«Στην Ορθόδοξη Παράδοση η «πνευματική ζωή» δεν είναι η συνήθως λεγόμενη «ηθική» ζωή, η «διανοητική», «ανώτερη», «ιδανική», «πνευματική», κ.λπ. ζωή (vie spirituel, spiritual life), επειδή στην περίπτωση αυτή μία τοιαύτη ζωή θα ήταν μόνον ζωή «σαρκική», κατά τον Απ. Παύλο και τους Πατέρες, ή στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν μία ζωή μόνον «ψυχική», κατά τον Απόστολο Ιάκωβο (3,15) […] Στην ορθόδοξη εμπειρία η πνευματική ζωή, και όθεν η πνευματικότητα, εσήμαινε πάντοτε και σημαίνει την ζωή που πηγάζει εκ του Αγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, ζωή εν Πνεύματι Αγίω, ή με άλλα λόγια την εν Χριστώ διά Πνεύματος Αγίου ζωή των πιστών», Γιέφτιτς Αθανασίου (πρ. Επισκόπου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης), Χριστός, η Χώρα των Ζώντων, Ίνδικτος, Αθήναι 2007, σελ. 112.
3.Πρβλ., Οσίου Γρηγορίου Σιναΐτου, Φιλοκαλία, Αστήρ, Αθήναι 1961, τόμος Δ΄, σελ. 63: «Τας μεθηλικιώσεις πάσας τας εν Χριστώ φθάσαι πάς τις οφείλει ο βαπτισθείς εν Χριστώ. Προείληφε γαρ την τούτων δύναμιν και διά των εντολών ταύτας ευρείν και μαθείν δύναται».
4.Καβάφη Κωνσταντίνου, Άπαντα Ποιητικά, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2004, σελ. 69.
5.Νίτσε Φ. Χαρούμενη Γνώση, Εξάντας, Αθήνα 1996, σελ. 30.