Ο διάκονος, πέρα από τα το στιχάριο (1) και τα επιμάνικα, φέρει ως ιερό άμφιο και το «οράριο» (2). Πρόκειται για μια στενόμακρη λωρίδα υφάσματος που φέρει επί του αριστερού του ώμου, της οποίας, η μια άκρη πέφτει εμπρός και η άλλη προς τα πίσω. Η άκρη προς τα εμπρός συμβολίζει την Καινή Διαθήκη, η δε προς τα πίσω, την Παλαιά Διαθήκη. Εισέτι, συμβολίζει τα φτερά και τις πτέρυγες των αγίων Αγγέλων, συμβολισμός που διαφαίνεται ξεκάθαρα, καθώς φέρει παραστάσεις αγγέλων ή, συχνότερα, φέρει ως παράσταση τον αγγελικό ύμνο «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ…». Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό orare που σημαίνει «προσεύχεσθαι».
Πότε, όμως, ζώνεται ο διάκονος το οράριό του, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας; Άλλοτε βλέπουμε αυτό να συμβαίνει την ώρα που διαβάζουμε το «Πάτερ ημών» και άλλοτε μετά το «Πρόσχωμεν», λίγο προτού προσφέρει το ζέον (3) για ευλογία στον λειτουργό-ιερέα. Πότε είναι η σωστή χρονική στιγμή για αυτή την πράξη του διακόνου;
Ο ρόλος του διακόνου, ως λέγει και η λέξη, είναι να διακονεί, να παρέχει δηλαδή, βοήθεια και επικουρία στον λειτουργό-ιερέα για την τέλεση των ιερών ακολουθιών, εξαιρέτως δε, αυτής της Θείας Λειτουργίας. Είναι, όμως, λάθος να ζώνεται ο διάκονος το οράριό του την ώρα που διαβάζουμε το «Πάτερ ημών». Μια τέτοια κίνηση αποσπά την προσοχή του εκκλησιάσματος – μακάρι, βέβαια, ν᾿ αποσπούσε την προσοχή μας μόνο αυτό! – και δυσκολεύει τον συντονισμό της απαγγελίας της «Κυριακής» προσευχής, ο οποίος συντονισμός, άλλωστε, είναι και ο παραδοσιακός του ρόλος (4). Η σωστή, λοιπόν, χρονική στιγμή να ζώνεται σταυροειδώς το οράριό του είναι μετά το «Πρόσχωμεν», ευθύς αμέσως, δηλαδή, μόλις εισέλθει στο άγιο βήμα και προσφέρει το ζέον για ευλογία στον ιερέα-λειτουργό. Ακολούθως, ο διάκονος θα επαναφέρει το οράριό του στην αρχική του θέση κατά το «Πληρωθήτω» που ψάλλει ο ιεροψάλτης (άλλο τεράστιο ζήτημα, καθώς ελάχιστοι ιεροψάλτες ψάλλουν, σήμερα, αυτόν τον θεσπέσιο ύμνο), και, ασφαλώς, πριν το «Ορθοί μεταλαβόντες…».
Κατά τη διάρκεια της Θείας Κοινωνίας, ο διάκονος ζωσμένος σταυροειδώς το οράριό του, βοηθάει τον ιερέα-λειτουργό να κοινωνήσει το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Η απαράδεκτη ενέργεια και συνήθεια, ελλείψει διακόνου, να προσέρχονται λαϊκοί πλησίον του ιερέα και να αναδιπλώνουν το φελόνι του, προκειμένου να δυνηθεί αρτιότερα να κοινωνήσει το λαό, δέον να σταματήσει και τερματίσει άμεσα. Δεν αναφέρομαι στην περίπτωση που ο ιερέας-λειτουργός ζητήσει κάτι ανάλογο. Αναφέρομαι σε όσους λαϊκούς προσέρχονται αυτόκλητοι, το τονίζω, αυτόκλητοι (δεν αναφέρομαι στους ανθρώπους που διακονούν στο Ναό), εκείνη την ώρα και, βασιζόμενοι στην καλοπροαίρετη και, εν πολλοίς, καλοκάγαθη διάθεση του ιερέα, μεταμορφώνονται σε «τελετάρχες» και «τροχονόμους» των παρισταμένων! Εικόνες που βρίθουν, κυρίως, στις μικρότερες ενορίες και, δη, στην επαρχία.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, ο μακαριστός καθηγητής Φουντούλης, γράφει: «Σημειωτέον ότι οι παλαιές διατάξεις προβλέπουν ότι και ο ιερέας πριν από την ύψωση του αγίου άρτου κατά το «Τά άγια τοις αγίοις», αναδίπλωνε στους ώμους το φελώνιο και το «χαλούσε» στο «Εν ειρήνη προέλθωμεν», προκειμένου να αναγνώσει την οπισθάμβωνο ευχή» (5).
Ας προσέξουμε, λοιπόν! Έχουμε παραδείγματα να μιμηθούμε. Ας επιλέξουμε όσα από αυτά είναι λειτουργικά και πνευματικά συμβατά με την Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Παραπομπές:
- Βλ. Ιωἀν. Φουντούλη, Λειτουργική Α’, Εισαγωγή στη Θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 66-67.
- Αυτόθι, σελ. 67.
- Αυτόθι, σελ. 50.
- Αυτόθι, σελ. 241.
- Αυτόθι, σελ. 241.