Οι «Εβιωνίτες» εμφανίστηκαν στα πρώτα χριστιανικά χρόνια και εγκαθιδρύθηκαν χρονολογικά περίπου στο δεύτερο αι. μ.Χ. Ονομάζονταν τα μέλη μιας ιουδαιοχριστιανικής αίρεσης, που συνήθως επεκτεινόταν στην ευρύτερη περιοχή πέραν του Ιορδάνου ποταμού και ειδικότερα στην ανατολική όχθη του.
Πήραν τ᾿ όνομά τους από το εβρ. «εβιονίμ», που σημαίνει πτωχός. Υπάρχουν πολλές θεωρίες που εξηγούν γιατί πήραν αυτό τ᾿ όνομα και από πού. Επικρατέστερη θεωρείται εκείνη που υποστηρίζει ότι το όνομα δόθηκε αρχικά στους εξ Ιουδαίων χριστιανούς, οι οποίοι ξεχώριζαν για την πτωχεία και τη γενικότερη εγκράτειά τους.
Στον αρχικό πυρήνα της αίρεσης, οι «Εβιωνίτες» διακρίνονταν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: στους γνωστικίζοντες, στους ναζωραίους και στους ιουδαΐζοντες.
Βασική διδασκαλία της αίρεσης ήταν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήταν Θεός και, ασφαλώς, ούτε Υιός του Θεού, αλλά ένας μεγάλος Προφήτης.
Μάλιστα, για να υποστηρίξουν όσα λαθεμένα δίδασκαν, χρησιμοποιούσαν την Παλαιά Διαθήκη και ένα δικό τους ευαγγέλιο, το γνωστό ως «Ευαγγέλιο των Εβιωναίων», που είχε ομοιότητες με αυτό του Αποστόλου Ματθαίου.
Η αίρεση των Εβιωνιτών σταδιακά αποδομήθηκε στο πέρασμα του χρόνου, όσο ο Χριστιανισμός αποκτούσε οικουμενικότητα και διαδιδόταν στον κόσμο.