Όταν μεγαλώνουμε με τη Μανιχαϊστική αντίληψη που διαιρεί τη ζωή, τη συμπεριφορά, το ανθρώπινο πρόσωπο σε καλό και κακό, ηθικό και ανήθικο, τέλειο και βέβηλο, τότε το «ν’ αποδεχτούμε τον εαυτό μας» είναι έργο δύσκολο και κάποτε ακατόρθωτο. Γιατί η ζωή από μόνη της, όπως και η ανθρώπινη συμπεριφορά, έχει ρίζες που ξεκινούν από τον πρώτο Αδάμ, το προπατορικό αμάρτημα. Αυτό σημαίνει πως «η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί δια παντός» και πως τα πονηρά στον άνθρωπο συναντώνται και «εκ νεότητος αυτού».
Η προσπάθεια να δείξουμε τον «καλό εαυτό μας» στους άλλους και κυρίως στον εαυτό μας, ένα εαυτό χωρίς ψεγάδι, χωρίς πάθη, χωρίς αναπηρίες, οδηγεί αναπόφευκτα στην καταπίεση με πολλές νευρώσεις, φανερή ένταση, ανισόρροπη προσωπικότητα.
Η αποδοχή του εαυτού μας, όπως τον κληρονομήσαμε ή όπως τον καταντήσαμε, θέτει τις βάσεις για ειλικρινή μετάνοια. Όχι με την έννοια μόνο της μεταμέλειας για το παρελθόν αλλά και με την έννοια της επιθυμίας γι’ αλλαγή, για νέα ζωή, διαφορετική από το πριν της ζωής μας, κυρίως ως εσωτερική κατάσταση παρά ως εξωτερική συμπεριφορά.
Η αποδοχή του εαυτού μας που οδηγεί στην ταπείνωση σε σχέση με την τελειότητα του Χριστού, είναι δύναμη που φέρνει την αλλαγή όχι με βάση τη γνώμη του κόσμου αλλά με βάση το Ευαγγέλιο που μας γνωρίζει την Αλήθεια που ελευθερώνει. Τότε, γευόμαστε την εμπειρία τού να είμαστε ο εαυτός μας, με τον οποίο πορευόμαστε για τη μεταφόρφωσή του, έχοντας συνοδοιπόρο το Πνεύμα το Άγιο που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος