Ἔχετε παρατηρήσει ποιοί ἄνθρωποι εἶναι ἀγαπητοί καί περιζήτητοι; Ὅσοι διακονοῦν, ὅσοι εἶναι πέρα γιά πέρα ἤρεμοι καί πρόθυμοι νά ἀποδεχθοῦν τήν γνώμη τοῦ ἄλλου, τήν ἐπιθυμία του, τήν σκέψη, τήν ἐνέργειά του, τό ἁμάρτημά του, τό πάθος του, τήν εὐγένειά του, τήν ἀγένειά του, πού ἡ εὐαισθησία τους εἶναι στραμμένη πρός τόν Θεόν καί πρός τούς ἀνθρώπους.
Ἀντιθέτως, αὐτοί πού θέλουν νά ὑπερασπίζουν τόν ἑαυτό τους, πού θέλουν νά ἔχουν θέση, γνώμη, σκέψη, νά διεκδικήσουν ἕνα δικαίωμα, νά ἐπιβάλλουν τήν γνώμη τους – ἄκουσέ με, λένε, καί μετά κάνε ὅ,τι θέλεις – γίνονται ἀντιπαθητικοί. Γιατί νά σέ ἀκούσω, βρέ ἀδελφέ; Ἐγώ αὐτό θέλω νά κάνω. Βέβαια, ἀπό ταπείνωση ἤ ἐξυπνάδα – τό ἴδιο εἶναι – θά σέ ἀκούσω, ἀλλά ἐσύ ἔχασες. Ὅποιος ἀφήνει ἀνέγγιχτους τούς ἄλλους ἀπό τήν παρουσία του, ὅποιος τούς ἀφήνει ἐλεύθερους νά κάνουν ὅ,τι θέλουν καί ἡ μόνη σχέση του μαζί τους εἶναι ἡ σχέσης τῆς διακονίας, τῆς ὑπηρεσίας, τοῦ ἐσχάτου ἀνθρώπου, ὁ ἁπλός, ὁ ταπεινός, ὁ ἀνεπιτήδευτος, αὐτός εἶναι πάντοτε ὁ ἀγαπημένος. Ὅσοι ζητοῦν, ἀπαιτοῦν, παρακαλοῦν, αὐτούς, ἀπό μακριά τούς βλέπεις καί τούς ἀποφεύγεις.
Ὅλα αὐτά δέν ἔχουν θέση σέ μία ψυχή ἡ ὁποία ἁγνίζει ἑαυτήν καί τήν εὐτρεπίζει γιά τόν Θεόν. Ὅποιος δέν προσέχει καί ὑποστηρίζει τό θέλημά Του, τήν γνώση Του, αὐτός κερδίζει τήν ἔχθρα, δέν τόν ἀγαπάει κανείς.