Ποιος ο λόγος της μεγάλης βιασύνης τελέσεως του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας της Αναστάσεως, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος
Συνηθίζεται, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, ο Όρθρος και η Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως να τελούνται βιαστικά, σχεδόν αστραπιαία, κάποιες φορές. Αλήθεια, ποιος ο λόγος να επιδεικνύουμε τέτοια βιασύνη;
Μάλιστα, δε, πολλοί ιερείς μας, στην προσπάθειά τους να «κρατήσουν» το ποίμνιο στον ιερό ναό ώστε να λειτουργηθεί, φθάνουν στο σημείο να «υπόσχονται» ιεροπρεπώς από άμβωνος, ότι σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή, π.χ. 01:30π.μ. ή 02:00π.μ. όλα θα έχουν τελειώσει και όλοι θα κοινωνούμε των Αχράντων Μυστηρίων του Χριστού μας!
Η συνέχεια; Ιερείς και ιεροψάλτες να «τρέχουν» την ακολουθία κρατώντας από τη μία την άκρως λαχανιασμένη ανάσα τους και από την άλλη τα ρολόγια τους «ανά χείρας», ο κόσμος να μην πολυκαταλαβαίνει όσα τόσο γρήγορα λέγονται και ψάλλονται (καί όσα, βέβαια, καταλιμπάνονται!), άγχος, πίεση, αγωνία, βιασύνη, προχειρότητα να κυριαρχούν! Μα, καλά: έχει αυτό κάποια σχέση με την Ανάσταση του Θεανθρώπου και Δεσπότου Χριστού;
Αντιλαμβάνομαι! Θα υποστηρίξει καθένας ότι όλα τα παραπάνω γίνονται για «καλό σκοπό», πως αποτελεί καί αυτό μια εθελούσια και καλώς συνειδητοποιημένη εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, η οποία δύναται ν᾿ αφουγκράζεται τις ανάγκες, υποχρεώσεις και προτεραιότητες του χριστεπωνύμου πληρώματος, και, συνάμα, οι οποίες, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, όλως τυχαίως, τυγχάνουν να εναποθέτουν σε ζυγαριά ακριβείας το πρόσωπο του Αναστάντος Ιησού Χριστού σε σύγκριση με την ακόρεστη και αείποτε αδυσώπητη στις ορέξεις της, γαστέρα και, σχεδόν πάντα, σχεδόν, να ηττάται ο γλυκύτατος Ιησούς! Αλήθεια, γιατί τέτοια βιασύνη;
Λησμονούμε άπαντες ότι όσοι λάβαμε την πρωτοβουλία να μείνουμε στον αναστάσιμο όρθρο και στην αναστάσιμη Θ. Λειτουργία – το υποστηρίζω ακράδαντα αυτό – το κάμνουμε θελημένα, εκούσια, αυτενέργητα, αποφασιστικά! Όσοι ξενυχτούν ψάλλοντας τον αναστάσιμο όρθρο, ακριβώς επειδή γεύθηκαν αληθινή Ανάσταση και, επομένως, προετοιμάστηκαν κατάλληλα για τη στιγμή αυτή όλο τον προηγούμενο καιρό, επιθυμούν να πανηγυρίσουν δομημένα, αρχοντικά, ρυθμικά, συγκρατημένα ως προς βιασύνες, χωρίς άγχος και πίεση, χωρίς το παραμικρό να μετριάζει τη χαρά της θείας λαμπρότητας που κομίζει η Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού.
Ταυτόχρονα, μού προκαλεί εντύπωση και αυτή η μυστικο-μαγική επενέργεια της χάρης της Θείας Ευχαριστίας, καθώς, σε πολλές περιπτώσεις, το να παραμείνει κανείς έως το τέλος και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς, βέβαια, να γίνεται τέτοια ημέρα αναφορά για τις προϋποθέσεις συμμετοχής του πιστού στο Άγιο Ποτήριο, είναι κάτι ιδιαίτερο και ξεχωριστό από άλλες φορές! Άλλος Χριστός απόψε, άλλη Θεία Κοινωνία και αρκεί να παραμείνει κάποιος έως το τέλος της Θ. Λειτουργίας και να μεταλάβει για να βιώσει Ανάσταση! Όσο για τα υπόλοιπα περί μετανοίας και εξομολογήσεως, πού να βρεθεί καιρός και χρόνος για να τα θίξουν οι ιερείς και να τα εφαρμόσουν οι πιστοί ετούτο το βράδυ!
Επομένως, ας τελειώσουμε καί 02:30 ή και 03:00π.μ., ξημερώματα του Πάσχα. Όσοι γευόμαστε πραγματική Ανάσταση Χριστού (αυτό αφορά καί ιερείς και λαϊκούς) θα παραμείνουμε έως το πρωί, αν χρειασθεί, και όχι απλά μια ώρα παραπάνω από το συνηθισμένο, αποφεύγοντας βιασύνες, θεατρινισμούς, προχειρότητες και αγχωτικές καταστάσεις. Ανάσταση και άγχος, Ανάσταση και βιασύνη, Ανάσταση και προχειρότητα είναι όροι ασυμβίβαστοι, αντίθετοι, ανόμοιοι, διαφορετικοί.
Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι στον κανόνα, αλλά σε εξαιρέσεις που λαμβάνουν χώρα γύρω μας. Πολλά είναι τα παραδείγματα, και πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως αυτό, και των ιερέων που αρχοντικά και με περισσή αναστάσιμη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια, χωρίς βιασύνες αλλά και κουραστικές μοναστηριακές καθυστερήσεις, τελούν μετ᾿ ευλαβείας και αναστάσιμης τελετουργικής κανονικότητας αναστάσιμο όρθρο και Θεία Λειτουργία.