Και ο Γέροντας του είπε ότι ήταν ένας Πατέρας που τον έλεγαν Νίκωνα και κατοικούσε στο όρος Σινά. Και να που πήγε κάποιος στη σκηνή ενός Φαρανίτη (κατοίκου της Φαράν) και καθώς βρήκε μόνη τη θυγατέρα του, αμάρτησε μ’ αυτήν. Της είπε κατόπιν: Να πεις ο αββάς Νίκων μου το ‘κανε αυτό. Όταν ήρθε ο πατέρας της και το ‘μαθε, πήρε το ξίφος και πήγε κατευθείαν στον Γέροντα. Χτύπησε την πόρτα. Μόλις βγήκε ο Γέροντας, έστρεψε το ξίφος για να τον σκοτώσει, αλλά έμεινε ξερό το χέρι του. Πήγε τότε ο Φαρανίτης και το ανέφερε στους πρεσβυτέρους.
Αυτοί έστειλαν και κάλεσαν τον Γέροντα και μόλις ήρθε, τον ξυλοκόπησαν και ήθελαν να τον διώξουν. Αλλ’ εκείνος τους παρακάλεσε λέγοντάς τους: Αφήστε με εδώ, για τ’ όνομα του Θεού, για να μετανοήσω. Τον αφόρισαν για τρία χρόνια και έδωσαν εντολή να μην τον επισκέπτεται κανείς. Και έκανε τρία χρόνια βάζοντας μετάνοια κάθε Κυριακή στην εκκλησία και παρακαλούσε όλους λέγοντας: Προσευχηθείτε για μένα.
Κατόπιν όμως δαιμονίσθηκε αυτός που έκανε την αμαρτία και προκάλεσε την δοκιμασία στον αναχωρητή. Ήρθε και ομολόγησε στην εκκλησία: Εγώ διέπραξα την αμαρτία και είπα να συκοφαντήσει τον δούλο του Θεού. Πήγαν τότε όλοι οι κάτοικοι της πόλης και έβαλαν μετάνοια στον Γέροντα λέγοντας: Συγχώρεσέ μας, αββά. Και εκείνος τους είπε: Ως προς την συγχώρηση, σας έχω ήδη συγχωρήσει, αλλά για να μείνω, δεν μένω πια εδώ μαζί σας. Γιατί δε βρέθηκε ούτε ένας που να έχει διάκριση και να πονέσει μαζί μου. Και έτσι έφυγε από ‘κει.
«Βλέπεις λοιπόν -είπε ο Γέροντας- πώς ρίχνει τους πειρασμούς ο διάβολος πάνω στους αγίους;»
Πηγή:impantoktratoros