Ο Όσιος Μάρκος ο ασκητής, αυτός ο πνευματικός ογκόλιθος της ασκητικής γραμματείας, διδάσκει: «Μηδέν λογίζου ή πράττε άνευ του κατά Θεόν σκοπού. Ο γαρ ασκόπως αδοιπορών, ματαιοπονήσει» (Φιλοκαλία, τόμος Α’, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1972, Περί Νόμου Πνευματικού, νδ’, σ. 99). Και, δηλαδή, ποιος είναι ο σκοπός; Πότε λογίζεται η άσκηση μου πνευματική, πότε στεφανούται υπό Θεού, πότε αναπαύει, πότε ευδοκιμεί, πότε ευωδιάζει το όλον έργον, ορθοτομεί, ορθοπρακτεί ο πιστός, φωτίζεται, σώζεται και αγιάζεται;
Η απάντηση εξάγεται και πάλιν από τον πλούτο της Αγιογραφικής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας και από τον οδοδείχτη της Αγιοπατερικής παρακαταθήκης: «Όσο πνευματικότερος είναι ο άνθρωπος, τόσο λιγότερα δικαιώματα ζητάει απ᾿ αυτήν τη ζωή».
Ο Όσιος Μάρκος συμπληρώνει: «Πάσα θλίψις κατά Θεόν, έργον εστίν ευσεβείας ενυπόστατον. Η γαρ αληθινή αγάπη δι᾿ εναντίων δοκιμάζεται» (Αυτόθι, ξε’, σ. 100). Όταν δε πάλι αναφερόμαστε στην αποποίηση του πιστού, προσοχή, του πνευματικού ανθρώπου, το τονίζω, στην αποποίηση του πνευματικού ανθρώπου από κάθε δικαίωμα, ή, σχεδόν κάθε δικαίωμα, ομιλούμε για μια συνειδητή αποδοχή, αυτοθέλητη, αυτενέργητη, εκούσια και πανηγυρικά και καθ᾿ ολοκληρίαν απόφαση του πιστού να καταστεί δοχείον του Παναγίου Πνεύματος, διά της επελεύσεως της θείας Χάρης. Άλλωστε, σε αυτό δεν αναφέρεται ο Όσιος Συμεών, ο Νέος Θεολόγος, όταν διδάσκει « αδιαλείπτως εν τη διανοία κρατών τα προστάγματα του Θεού και εν αυτοίς νυκτός και ημέρας ενασχολούμενος, νοερώς τε και αισθητώς ταύτα λογιζόμενος και σπουδή εργαζόμενος, χωρίζεται της μνήμης κατ᾿ ολίγον του κόσμου, των πραγμάτων του βίου, των χρωμάτων, των συγγενών ιδίως, και τοις πνευματικοίς αναλόγως συγγίνεται»;