Ο Γέροντας Πορφύριος μία καλοκαιρινή νύχτα έδωσε σε τέσσερα πνευματικά του τέκνα μάθημα πρακτικής εξάσκησης στο ιερό έργο της προσευχής. Αφού όλοι στράφηκαν προς την ανατολή, με το Γέροντα στο μέσον και κάτω από το ωχρό φως του φεγγαριού, που μεταμόρφωνε απόκοσμα όλα τα γύρω, έμψυχα και άψυχα, άρχισε το μάθημα:
“Τώρα θα κάνουμε νοερά προσευχή. Θα λέω εγώ πρώτα τα λόγια κι ύστερα θα επαναλαμβάνετε εσείς. Αλλά προσέξτε, χωρίς βία και άγχος. Θα τα λέτε ήρεμα, ταπεινά με αγάπη, με γλύκα”.
Ο Γέροντας άρχισε με τη λεπτή και τρυφερή φωνή το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” αργά, μία μία λέξη, χωρίς βία, “σαν να είχε μπροστά του το Χριστό και να τον παρακαλούσε, κάνοντας μία μεγαλύτερη παύση στη λέξη “Χριστέ” και χρωματίζοντας παρακαλεστικά το “ελέησόν με”. Κι εμείς, κάθε φορά, επαναλαμβάναμε την ευχή, προσπαθώντας να μιμηθούμε τη στάση του, το χρώμα της φωνής του κι αν ήταν δυνατό, την ψυχική του διάθεση.
Κάποια στιγμή ο Γέροντας σταμάτησε να λέει μεγαλόφωνα την ευχή και συνέχισαν να την ψιθυρίζουν τα χείλη του. Κάναμε κι εμείς το ίδιο. Έτσι μας μετέδωσε σιγά-σιγά μία συγκίνηση, την οποία δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια, σημειώνει ένα από τα τέσσερα τέκνα, που συμμετείχαν στην πρακτική εξάσκηση της προσευχής.