«…Καίριο πλήγμα κατά του προσφυγικού κόσμου στάθηκε ο ξεριζωμός δια της μεθόδου της “Ανταλλαγής των πληθυσμών”. Η ελληνοτουρκική Σύμβαση της 30ής Ιανουαρίου 1923 θεωρήθηκε κείμενο αμαρτωλό, διότι αφαίρεσε από τους ανταλλάξιμους το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της κυριότητας και την ελπίδα να επανεγκατασταθούν στην πατρική γη, αφού για να επανέλθουν στη χώρα της καταγωγής τους έπρεπε να έχουν την άδεια των κυβερνήσεων Τουρκίας! και Ελλάδος.
Αυτός και μόνο ο όρος “Ανταλλαγή πληθυσμών” κρίθηκε εξοργιστικός: ανταλλάσσει κανείς πράγματα, όχι ανθρώπους. Με τις σημερινές αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέθοδοι που αγνοούν το ανθρώπινο στοιχείο χαρακτηρίζονται ως βάρβαρες… Κανείς δεν διανοείται σήμερα να ζητήσει ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ως λύση του επικίνδυνου για την παγκόσμια ειρήνη Μεσανατολικού Ζητήματος.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης οι περισσότερες αντιπροσωπείες καταδίκασαν αυτό το μέτρο. Ακόμα και ο Τούρκος αντιπρόσωπος Ισμέτ Ινονού ένιωσε την ανάγκη να αρνηθεί την πατρότητα της υποχρεωτικής Ανταλλαγής ισχυριζόμενος ότι η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν εκείνη που υποστήριξε την καθιέρωση αυτού του συστήματος. Είναι αλήθεια ότι ο Βενιζέλος είχε προτείνει τον Οκτώβριο του 1922 την υποχρεωτική Ανταλλαγή των πληθυσμών».
Κάτω από την πίεση των φρικιαστικών βιαιοτήτων των Τούρκων προ, κατά και μετά την καταστροφή της Σμύρνης ο Βενιζέλος, προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των σφαγών και βασανισμών εναντίον των Ελλήνων Μικρασιατών, ζήτησε από τον Ύπατο Αρμοστή της Κοινωνίας των Εθνών δρα Νάνσεν (τον Οκτώβριο του 1922) την άμεση εφαρμογή του μέτρου της “Ανταλλαγής”, ώστε να σωθούν οι Έλληνες που παρέμεναν στη Μ. Ασία. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο Γ. Τενεκίδης, είχε και άλλους λόγους να προτείνει αυτή τη λύση: