Πρόσωπα και Πατέρες του Αγίου Όρους
Γράφει ο Δημήτριος Λυκούδης, θεολόγος
Είναι αλήθεια, το Άγιον Όρος εδίδαξε και διδάσκει πολλούς. Ως χαριτωμένο και μυρίπνοο περιβόλι της Κυρίας Θεοτόκου, εγέμισε και εκαλλιέργησε την ψυχικήν τερπωλήν ουκ ολίγων ψυχών, οι οποίοι, ένεκα της έμπονης και αγιαστικής βιοτής τους, έζησαν ως ένσαρκοι άγγελοι επί της γης, εγεύθησαν θείες εμπειρίες και καταστάσεις ουράνιες, εβίωσαν, έπαθαν, εδίδαξαν και αναπαύθηκαν οσιακά. Εις φιλάρετος μοναχός, ο οποίος εγαλουχήθη, ανδρώθηκε και εκοιμήθη εν Κυριω εντός του αγιορείτικου παραδείσου, ήταν και ο Γέρων, μακαριστός πλέον, Παύλος Παυλίδης εκ Πόντου, ο και Λαυριώτης χρηματίσας (1885-1980, κουρά 22/03/1926).
Κατήγετο εκ του Πόντου και είχε υπηρετήσει ως αξιωματικός στον τουρκικό στρατό. Στα 1914 αυτομόλησε και κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Καταστροφής έφθασε στη Θεσσαλονίκη αρχικά, και μετά στην Αθήνα. Εσπούδασε ιατρός χειρουργός στην Αθήνα και ακολούθησε επιπλέον σπουδές σε Λειψία και Παρίσι. Λέγεται μάλιστα, ότι ενυμφεύθη πάλαι ποτέ, αλλά η σύζυγός του εκοιμήθη γρήγορα και αιφνίδια.
Ως ιατρός, μεταξύ άλλων, εργάσθηκε σε ελληνικό νοσοκομείο του Καΐρου, στην πολίχνη των Καρυών του Αγίου Όρους (1924), στην Ιερά Μονή του Βατοπεδίου (1925) και αργότερα, στην αγαπημένη μονή της μετανοίας του, στη Μεγίστη Λαύρα, εκεί όπου εκάρη μοναχός και ανεπαύθη, σχεδόν 55 χρόνια μετά. Εκοιμήθη 01 Ιανουαρίου 1980. Όταν δε, οι Πατέρες της Μονής εισήλθαν στο κελλί του, μετά την κοίμησή του, μεταξύ άλλων προσωπικών αντικειμένων του – και μόνο απ᾿ αυτό, αλήθεια, πόσο τον αγάπησα! – βρήκαν και το πτυχίο της ιατρικής που, χρόνια πολλά πριν, κάποτε, είχε λάβει στην πόλη των Αθηνών: ήταν, χωρίς υπερβολή, ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο πίσω από μια παλαιά βιβλιοθήκη του. Έτσι, για να υπάρχει πλέον στο αρχείο της Μονής και να θυμίζει την ιατρική ιδιότητα του ταπεινού και εμβριθούς επιστήμονος, Παύλου μοναχού, του και χειρουργού χρηματίσαντος!
Συχνά, οι Αγιορείτες λέγουν καί για τον μακαριστό πατέρα Βησσαρίωνα, τον Διονυσιάτη, ενός εκ των πλέον αγραμμάτων μοναχών, ουχί μόνο αυτής της σεβασμίας Ιεράς Μονής του Διονυσίου, αλλά και όλου του αγιορείτικου μοναχισμού. Διηκόνησε έτη πολλά στα πλέον ταπεινωτικά διακονήματα της Μονής και, αργότερα, και στο μετόχι της Μονής, το καλούμενο των «Μαριανών», στη Χαλκιδική. Ήταν δε, τόσο απλός και ανεπιτήδευτος, ώστε αξιώθηκε να δει και να συναντήσει αυτόν τον Τίμιο Πρόδρομο, καί εν εγρηγόρσει καί καθ᾿ ύπνους. Και αν ρωτάς να μάθεις όσα συζήτησαν οι δυο τους, Τίμιος Πρόδρομος και ο γέρων Βησσαρίων, ιδού, διάβασε το σχετικό απόσπασμα που παραθέτω και θέλεις πάρει είδηση και γεύση, πώς λειτουργούν οι άγιοι και πολιτεύονται: «Είπε ο Πρόδρομος του Χριστού μας στον ταπεινό και αγράμματο Βησσαρίωνα: «Εργαζου τέκνον μου με φόβον Θεού, όπως έως άρτι και εις το εξής και έσο ήσυχος διά την ψυχικήν σωτηρίαν σου»» ( Αρχιμ. Γραβριήλ Διονυσιάτου, Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Ι.Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 2004, σελ. 158).
Και εκοιμήθη ο μακάριος Βησσαρίων οσιακά και αναπαυμένος, καθώς Τίμιος Πρόδρομος είναι αυτός, δεν εμφανίζεται κάθε ημέρα και άνευ λόγου και αιτίας: «…εν πλήρει υγεία προησθάνθη το τέλος του και τακτοποιήσας τα του μετοχίου κατήλθεν εις τον πλησιόχωρον συνοικισμόν εν τη παραλία, ένθα αποχαιρετίσας τους γνωστούς του και ειπών αυτοίς ότι υπάγει ν᾿ αποθάνη εις το Μοναστήρι, μόλις απεβιβάσθη εις τον αρσανάν της Μονής υψώσας τους οφθαλμούς του προς αυτή είπε: «δεδοξασμένο το όνομά σου Τίμιε Πρόδρομε, με αξίωσες νάλθω να αποθάνω στο σπιτάκι σου». Ανήλθεν εις την Μονήν ημέραν Παρασκευήν, ενήστευσε, μετέλαβε το Σάββατον των αχράντων μυστηρίων και την Κυριακήν πρωί κατελθών εις το νοσοκομείον παρέδωκε μετ᾿ ολίγον το πνεύμα εν γαλήνη ψυχής και με οσιώτατον τέλος» (Αυτόθι, σελ. 158-159).
Στην, ως άνω, Ιερἀ Μονή του Διονυσίου, όμως, ανήκει και η επόμενη διήγησή μου, την οποία και παραθέτω ευθύς αμέσως, στην αγάπη σας. Ήταν 25 Νοεμβρίου στα 1905. Οι Πατέρες της Μονής ήσαν στην τράπεζα (χώρος-οικοδόμημα εντός της Μονής που λειτουργεί ως τραπεζαρία) και συνέτρωγαν. Ο διαβαστής μοναχός, καθώς την ώρα του φαγητού ουδείς εκ των συνδαιτημὄνων της τραπέζης ομιλεί, εδιάβαζε περί του μαρτυρίου της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αικατερίνης, της Πανσόφου. Όμως, ετελείωσε την ανάγνωση λίγο πριν ολοκληρωθεί η τράπεζα και για λίγα λεπτά επικράτησε απόλυτη σιωπή εντός της αιθούσης. Εις νεότερος μοναχός, ονόματι Νεόφυτος, προθυμοποιήθηκε να «βγάλει» τον διαβαστή μοναχό από τη δύσκολη θέση και τού πρότεινε να διαβάσει κάτι από τον αγιαστικό βίο του αγίου Μερκουρίου, ο οποίος σεμνύνεται και τιμάται την ίδια ημέρα. Και αλήθεια, τι το ήθελε! Ο Γέρων Συμεών ο τυπικάρης, στο άκουσμα αυτής της προτροπής του αδελφού Νεοφύτου προς τον διαβαστή μοναχό, όχι απλά εθύμωσε, αλλά και εξαγριώθηκε και μανιωδώς μετεστράφη. Σταμάτησε αμέσως το φαγητό του, εγύρισε κατακόκκινος εκ του θυμού και ανεφώνησε προς τον «αυθάδη» μοναχό Νεόφυτο, που ετόλμησε να κάμνει και υπόδειξη: «Εσύ σκάσε!». Όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, έμειναν άναυδοι. Τέτοια συμπεριφορά! Και να πεις ότι έκαμνε κάτι ασυγχώρητο και άτοπο, ο ταλαίπωρος ο Νεόφυτος! Να βοηθήσει προθυμοποιήθηκε…! Αλλά, μη βιάζεσαι, αγαπητέ μου αναγνώστα. Η Ιστορία έχει και συνέχεια…!
Εμβρόντητοι όλοι οι Πατέρες μετά το αψυχολόγητο ξέσπασμα του Συμεών, έμειναν εις τις θέσεις τους. Ουδείς αντέδρασε, ουδείς παραπονέθηκε ή διαμαρτυρήθηκε. Και ολίγον μετά, δεν είχαν παρέλθει ούτε πέντε λεπτά της ώρας, την ώρα που όλη η μοναστική αδελφότητα εδιάβαζε ορθία την ευχαριστία του δείπνου (την προσευχή μετά το φαγητό), ο γέρων Συμεών σωριάστηκε κατά γης, αιφνιδίως, ακαριαίως, «εν ακαρεί». Επέθανε εκ συγκοπής καρδίας και απεβίωσε με τον αυτόν τρόπον που σας περιέγραψα…! Δεν επρόλαβε ούτε από την τράπεζα να εξέλθει ορθίως!
Ωσάν ν᾿αντηχούν ολίγον αυστηρά, στα ώτα μου, τα λόγια του διαβαστή μοναχού που, για να λέμε την πάσα αλήθεια, εάν έπρεπε κάτι να διαβάσει την ώρα που οι λοιποί Πατέρες προσπαθούσαν, σαστισμένοι και πάνυ αποκαρδιωμένοι, να σηκώσουν και να συνεφέρουν – εις μάτην – τον οξύθυμο τυπικάρη, μακαριστό πλέον Γέροντα Συμεών, να, αυτό το καινοδιαθηκικό χωρίο, έχω την αίσθηση, θα εταίριαζε: «Οράτε μη καταφρονήσητε ενί τούτων των μικρών, λέγω γαρ υμίν ότι οι άγγελοι διαπαντός βλέπουσι το πρόσωπον του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 18, 10).
Εδώ, όμως, σταματώ. Ολοκληρώνεται ο χώρος και η έκταση που καταλαμβάνει στην παρούσα φυλλάδα η γραφίδα μου και υπό τον φόβο να ακουσθεί και για την ουθένειά μου κανένας καλλωπιστικός λόγος, ως εκείνος που εχρησιμοποίησε κάποτε ο γέρων Συμεών – άκου να πει «σκάσε!» – ανανεώνω τη συγγραφική μας συνάντηση, ο Θεός να δώσει, σε λίγες ημέρες από σήμερα, έως την ερχόμενη εβδομάδα.