Η αφιερωματική πράξη και πρακτική αποτελεί μια τελετουργική πλευρά των σχέσεων του λαϊκού ανθρώπου με το επέκεινα και το υπερφυσικό, που έχει απασχολήσει συστηματικά την ελληνική αλλά και τη διεθνή λαογραφική βιβλιογραφία. Ωστόσο, δεν είναι όλες οι μορφές της αφιερωματικής πράξης και πρακτικής τελετουργικές. Ορισμένες είναι εξαιρετικά απλές και με επικρατούσα την αρχή της δοσοληψίας. Αλλες όμως συνδυάζουν την οικονομική τους βάση και την κοινωνική τους λειτουργικότητα με ένα αναπτυγμένο τελετουργικό, στο οποίο περικλείονται συμβολισμοί και σχέσεις διαβατήριες.
Η Καλλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, αναφερόμενη στον άγιο Γεώργιο «τον Αράπη» της Ηράκλειας, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά για τη θρακική και τη νεοελληνική ευρύτερα, αφιερωματική πράξη και πρακτική: «Πολλοί γίνονταν σκλάβοι στον άγιο Γεώργιο και όταν μεγάλωναν και ήθελαν να παντρευτούν, ξεσκλαβώνονταν, αφού έδιναν λάδι ή χρήματα». Πρόκειται για τελετουργικές και συμβολικές προσωπικές αφιερώσεις και δεσμεύσεις ανθρώπων και μάλιστα μικρών παιδιών ή έφηβων, προς τον άγιο, που τελετουργικά συνάπτονται και τελετουργικά επίσης λύνονται.
Η τελετουργική είσοδος στον ναό και η αναγγελία του «σκλαβώματος», συνδυάζεται και επισφραγίζεται από το πέρασμα στον λαιμό του αφιερωμένου ενός σύρματος, το οποίο αυτός φορούσε επί σαράντα μέρες, χρονικό διάστημα με μαγική σημασία και πυκνή παρουσία σε διαφόρων ειδών τελετουργίες του ελληνικού λαού, τόσο κατά τον κύκλο της ζωής, με τους τρεις οριακούς σταθμούς του (γέννηση – γάμο – θάνατο), όσο και κατά τον ετήσιο εορτολογικό κύκλο. Το κρέμασμα του «χαλκά» αυτού στο εικονοστάσι της εφέστιας του ναού εικόνας, μετά τις σαράντα ημέρες, τελετουργικά σήμαινε τη διαρκή μαγικοθρησκευτική ενίσχυση της δέσμευσης, η οποία είχε υποχρεώσεις και για τις δυο συμβαλλόμενες πλευρές: ο άνθρωπος αναλάμβανε ορισμένες δεσμεύσεις, όπως το να διατηρεί τελετουργική αγνεία, να νηστεύει, να υπηρετεί ενίοτε τον ναό και να είναι ευσεβής, ενώ ο άγιος, η Παναγία εν προκειμένω, αναλάμβανε να προστατεύει την υγεία, τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του αφιερωμένου.
Σε περίπτωση αντίθετων εξελίξεων ή επιλογών –μη τήρησης δηλαδή των ανειλημμένων δεσμεύσεων– η συμφωνία αυτομάτως λυνόταν, όπως συμβαίνει γενικότερα στην αφιερωματική πράξη και πρακτική του λαού μας. Απολύτως χαρακτηριστικό για την τελετουργική υπόσταση της πράξης είναι το γεγονός ότι κανονικά η λύση της δέσμευσης γινόταν επίσης με τελετουργικό τρόπο και μάλιστα με την προσφορά ποσού χρημάτων ή λαδιού προς τον ναό, ώστε ο άγιος συμβολικά να θεωρηθεί οικονομικά ικανοποιημένος και να απελευθερώσει τον «δούλο» του. Μάλιστα, πριν τον γάμο έπρεπε να προηγηθεί παρόμοια τελετουργική απελευθέρωση, δεδομένου ότι μετά από αυτόν θα έπαυε εκ των πραγμάτων να ισχύει η δέσμευση της αγνείας, η οποία ανήκε στις υποχρεώσεις του δεσμευομένου ανθρώπου.
Από την άλλη δε πλευρά, η υποχρέωση του αγίου για τη διαφύλαξη της υγείας, έχει σαφώς γονιμικό περιεχόμενο και χαρακτήρα. Από τις αναλύσεις και τις επισημάνσεις που προηγήθηκαν, προκύπτει η ουσιαστικά διαβατήρια υπόσταση της αφιερωματικής τελετουργίας. Καθώς αντικείμενο του ταξίματος δεν είναι πια κάτι υλικό, αλλά η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση, οι τελετουργικοί όροι και οι συμβολισμοί της πράξης μεγιστοποιούνται. Το παιδί που αφιερώνεται δια της τελετουργίας αυτής, διαβαίνει το όριο μεταξύ της αυθύπαρκτης και της εξαρτημένης από το θείον ύπαρξης, μεταξύ του άγριου και επικίνδυνου κόσμου και της θαλπωρής της θεϊκής προστασίας, μεταξύ της ελευθερίας και της σκλαβιάς. Και η διάβαση των ορίων αυτών συντελείται με μια τελετή μύησης (initiation), όπως αυτές που συνοδεύουν όλα τα οριακά σημεία της ανθρώπινης ζωής.
Ανάλογες της νεοελληνικής αφιερωτικές πρακτικές υπήρχαν τόσο στο αρχαία ελληνικά, όσο και στα βυζαντινά χρόνια, όπως μαρτυρείται από πηγές και σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα. Τα νεοελληνικά αναθήματα είναι τόσο αντικείμενα που τάζονται, όσο και προσωπικές θυσίες και δεσμεύσεις, όπως το «μαυροφόρεμα», το «καλογέρεμα», δηλαδή η τελετουργική και εικονική δουλεία σε άγιο, ναό ή μονή, όσο και εθιμικές λατρευτικές πρακτικές, όπως η τέλεση θείας λειτουργίας, το περίζωμα ναού με κερί, η τέλεση παράκλησης, το άναμμα καντηλιών κ.λπ.
Σύμφωνα δε με τις αντίστοιχες ελληνικές λαϊκές αντιλήψεις το τάμα, από τη στιγμή του ταξίματος, ανήκει στον άγιο, ο οποίος και το διεκδικεί αλλά και το προστατεύει, ως αναπόσπαστη περιουσία του, διεκδικώντας το αν δεν αποδοθεί και τιμωρώντας σκληρά τους ιερόσυλους που θα τολμήσουν να αφαιρέσουν το τάμα από τον ναό ή την εικόνα του αγίου.