Για την Εκκλησία, όπως και για τα Σχολεία, η νέα χρονιά αρχίζει τον Σεπτέμβριο και όχι τον Ιανουάριο. Ανάλογη την ημέρα αυτή είναι και η εκκλησιαστική υμνολογία, με την οποία αφενός ευχαριστούμε το Θεό για αυτά που έκανε για μας και αφετέρου τον παρακαλούμε να ευλογήσει τη νέα χρονιά: «ευχαριστούντες κατά πάντα και δια πάντα βοώμεν· ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου, και καταξίωσον ημάς ακατακρίτως βοάν σοι, Κύριε δόξα σοι».
Πέρα όμως από αυτή τη γενική, θα λέγαμε, εκκλησιαστική προσπάθεια, νομίζουμε ότι και καθένας μας ξεχωριστά μπορεί και θα πρέπει να προσέξει το χρονικό αυτό ορόσημο, να σκεφθεί σοβαρότερα, να φιλοσοφήσει πάνω στο θέμα της ζωής του, του σκοπού της ζωής του, του χρόνου που πέρασε, το ότι είναι πιο κοντά προς τη μέρα της από εδώ αναχωρήσεώς του και τα παρόμοια, και με αφορμή όλα αυτά να θελήσει να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, ή όπως χαρακτηριστικά λέγεται από τους πατέρες μας «να βάλει αρχή».
Τι θα μπορούσε να μας βοηθήσει σ’ αυτό το νέο ξεκίνημα;
Οι άγιοι που είχαν αισθανθεί τη χρηστότητα του Κυρίου, δεν είχαν ανάγκη από προτροπές και κεντρίσματα για να αγωνίζονται πνευματικά. Η γλυκύτητα της χάριτος του αγίου Πνεύματος την οποία είχαν γευτεί για τα καλά, όπως λέγεται με αίσθηση ψυχής, άναβε τον πόθο τους για το Θεό, τους απελευθέρωνε από κάθε γήινο δεσμό, και αποτελούσε ερέθισμα για να τρέχουν διαρκώς προς αυτόν, να ζουν κατά Θεόν και για το Θεό.
Τι θα γίνει όμως με μας που δεν έχουμε αυτό το κίνητρο;
Εμάς μπορεί να μας βοηθήσει το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή η συναίσθηση της πνευματικής μας φτώχειας. Των αδυναμιών, των πτώσεων, της αμαρτωλότητας, της ταλαιπωρίας μας.
«Εάν έγινες θρόνος του Θεού», μας λέγει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, «και έγινε η ψυχή σου ολόκληρη οφθαλμός πνευματικός και όλη φως, και εάν τράφηκες με εκείνη την τροφή του Πνεύματος και εάν ποτίστηκες από το ζωντανό νερό και εάν φόρεσες τα ενδύματα του αρρήτου φωτός, εάν όλων αυτών ο εσωτερικός σου άνθρωπος έλαβε πείρα, ζεις πράγματι την αιώνιο ζωή καθώς από τώρα αναπαύεται ή ψυχή σου μετά του Κυρίου… Εάν όμως τίποτε απ’ αυτά δεν βλέπεις στον εαυτό σου, να κλαις και να λυπάσαι και να οδύρεσαι, διότι δεν απόκτησες τον αιώνιο και πνευματικό πλούτο, και την όντως ζωή ακόμη δεν δέχτηκες. Έχε λοιπόν πόνο για την φτώχεια σου, και να δέεσαι του Κυρίου νύκτα και ημέρα γιατί παρέμεινες στη φοβερή φτώχεια της αμαρτίας. Μακάρι, τουλάχιστον, πόνο να είχε κανείς για τη φτώχεια του και να μη περνούσαμε τη ζωή μας με αμεριμνία όπως αυτοί που δεν αισθάνονται τη ταλαιπωρία τους. Διότι αυτός που πονά και ζητά από τον Κύριο αδιαλείπτως, γρήγορα θα επιτύχει την απολύτρωση και τον επουράνιο πλούτο, καθώς ο Κύριος έλεγε για τον άδικο κριτή και τη χήρα, λέγοντας τον λόγο: “Πόσο μάλλον θα δώσει το δίκιο σ’ αυτούς που βοούν προς αυτόν νύκτα και ημέρα;”»
Βασικό λοιπόν για να βάλουμε, ή μάλλον για να βάζουμε, αρχή είναι η συναίσθηση και ο πόνος για τη πνευματική μας φτώχεια, δηλαδή η ταπείνωση. Όμως κοντά σ’ αυτή, για να μη μας πιάνει η απελπισία, που είναι το χειρότερο αμάρτημα, θα πρέπει να υπάρχει η ελπίδα. Η ελπίδα όμως όχι στον εαυτό μας, αλλά στο έλεος, τη χάρη του Θεού. «Διότι», όπως μας λέγει και πάλι ο ίδιος άγιος, «αυτός μόνο μπορεί να πάρει από μας την αμαρτία. Διότι αυτοί που μας αιχμαλώτισαν (δηλαδή οι δαίμονες) είναι ισχυρότεροι από μας και μας κατέχουν στη βασιλεία τους. Αυτός δε (ο Θεός) μας υποσχέθηκε να μας γλυτώσει απ’ αυτή τη δουλεία… Όπως όταν κάποιος βλέπει κάτι να πετά και θέλει και αυτός να πετάξει, μη έχοντας όμως φτερά δεν μπορεί κάτι τέτοιο, έτσι συμβαίνει και στον άνθρωπο. Έχει μεν τη θέληση να είναι καθαρός και άμωμος και άσπιλος και να μη έχει μέσα του την κακία αλλά να είναι πάντα με το Θεό, δεν έχει όμως τη δύναμη. Θέλει μεν να πετάξει στον αέρα τον θεϊκό και την ελευθερία του αγίου Πνεύματος, αλλ’ εάν δεν λάβει πτέρυγες δεν το μπορεί… Λοιπόν το να εκριζωθεί η αμαρτία και το κακό, αυτό μόνο στη θεϊκή δύναμη είναι δυνατόν να το κατορθώσει· διότι δεν είναι δυνατόν στον άνθρωπο με τη δική του δύναμη να εκριζώσει την αμαρτία. Το να αντιπαλαίσεις, το να αντιπολεμήσεις, το να δείρεις, το να δαρείς είναι δικό σου· η εκρίζωση όμως είναι του Θεού. Διότι εάν εσύ μπορούσες να κάνεις αυτό, ποια ανάγκη να έλθει ο Κύριος; Διότι όπως δεν είναι δυνατόν ο οφθαλμός να δει χωρίς φως, ή η ομιλία χωρίς γλώσσα, ή η ακοή χωρίς αυτιά, ή το περπάτημα χωρίς πόδια, ή η εργασία χωρίς χέρια, έτσι δεν μπορείς χωρίς τον Ιησού να σωθείς ή να εισέλθεις στη βασιλεία των ουρανών».
Όλη μας την ελπίδα λοιπόν να την έχουμε στο Θεό. Όμως για να είναι βάσιμη αυτή η ελπίδα, πρέπει να συνοδεύεται από το δικό μας φιλότιμο αγώνα. Διότι, όπως λέει και πάλι ο ίδιος καθηγητής της πνευματικής ζωής, «τι να κάνει ο Θεός σ’ αυτόν που με το δικό του θέλημα παρέδωσε τον εαυτό του στον κόσμο και απατάται με τις ηδονές του, ή πλανάται στους υλικούς ρεμβασμούς; Διότι σ’ εκείνον δίνει βοήθεια, σ’ εκείνον που αποστρέφεται τις υλικές ηδονές και τις προηγούμενες συνήθειες, και με βία στρέφει πάντοτε το νου του προς τον Κύριο, και αρνούμενος τον εαυτό του μόνο τον Κύριο επιζητεί. Αυτόν διατηρεί, αυτόν που προφυλάσσεται από παντού από τις παγίδες της ύλης του κόσμου, αυτόν που μετά φόβου και τρόμου κατεργάζεται τη σωτηρία του και με κάθε προσοχή παρέρχεται τις παγίδες και τις επιθυμίες του αιώνος τούτου και επιζητεί την βοήθεια του Κυρίου…».
Με αυτές τις σκέψεις, τις γενικές κατευθύνσεις που μας δίνουν οι πατέρες μας, ας βάλουμε σήμερα αρχή.
Αλλά ας μη περιμένουμε μόνο κάθε πρωτοχρονιά για να κάνουμε ένα τέτοιο ξεκίνημα στην πνευματική μας ζωή. Κάθε μέρα ας είναι για μας νέα ζωή. Καινούργια μέρα, καινούργια ζωή.
Αλλά και κάθε φορά που συνειδητοποιούμε χαλάρωση του ζήλου και της αγωνιστικότητάς μας, κάθε φορά που πέφτουμε, ας ξανασηκωνόμαστε και ας κάνουμε ένα καινούργιο ξεκίνημα με την προσευχή του αββά Αρσενίου: «Ο Θεός, μη εγκαταλίπης με· ουδέν εποίησα ενώπιόν σου αγαθόν· αλλά δος μοι κατά την χρηστότητά σου βαλείν αρχήν».
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας