Την περίοδο αυτή διεξάγονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδος δίκες εναντίον ιερέων κατηγορουμένων για παραβίαση των «λουκέτων» και των σχετικών με αυτά απαγορεύσεων που είχαν επιβληθεί από την Πολιτεία προ διετίας περίπου για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ο χρόνος που μεσολαβεί από την καταγραφείσες παραβάσεις μέχρι την παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο μπορεί να μη αναταποκρίνεται στις επιταγές της αρχής της ταχείας διεξαγωγής της δίκης είναι όμως απολύτως ευθυγραμμισμένος με τους ρυθμούς απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Το πρόβλημα βέβαια, που θέτουν οι προαναφερθείσες δίκες εναντίον ιερέων, δεν αναδεικνύει τόσο την επιμήκυνση του χρόνου παραπομπής των υποθέσεών τους στο ακροατήριο, όσο τον τρόπο αξιολόγησής τους επί της ουσίας από τα δικαστήρια. Και τούτο, διότι υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος ιερέων, οι οποίες εστηρίχθησαν στην απόλυτη προτεραιότητα που έχουν οι προστατευτικές της δημόσιας υγείας διατάξεις, όπως ήσαν εκείνες που υπαγόρευσαν την επιβολή των «λουκέτων» στις Εκκλησίες, τις οποίες δεν εσεβάσθησαν οι κατηγορούμενοι ιερείς. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι οι σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις είναι διττώς πλημμελείς: Αφ’ ενός μεν, διότι προσδίδουν άνευ ετέρου απόλυτη ισχύ στις προστατευτικές της δημόσιας υγείας διατάξεις παρακάμπτοντας τις πρόνοιες του άρ. 25 παρ. 1 εδάφιο δ΄ του Συντάγματος, το οποίο ρητά ορίζει ότι «οι περιορισμοί στα σχετικά δικαιώματα που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν…πρέπει να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Αφ’ ετέρου δε, διότι η κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων ιερέων συντελέσθηκε μέσω της απόρριψης από τα δικαστήρια του αυτοτελούς ισχυρισμού, που προέβαλαν οι κατηγορούμενοι ιερείς, σύμφωνα με τον οποίο η απείθειά τους απέναντι στον νόμο ήταν έκφραση της σύγκρουσης καθηκόντων, στην οποία ευρέθησαν. Έτσι, ανάμεσα στο καθήκον που τούς επέβαλε ο Καίσαρας να σέβονται τα κελεύσματά του και στο άλλο καθήκον που τούς επέβαλε ο Θεός να υπακούουν στις εντολές Του, προτίμησαν την συμμόρφωση προς τις εντολές του Θεού τους.
Σε σχέση με τα «λουκέτα» έγγραφα σε παλιότερο άρθρο μου: «…Προσωπικά επέκρινα, όπως και πολλοί άλλοι, το απόλυτο μέτρο του «λουκέτου» στις Εκκλησίες, όχι διότι αδιαφορώ για την προστασία του εξαιρετικά σπουδαίου αγαθού της δημόσιας υγείας, αλλά διότι θεωρώ ότι αυτό θα μπορούσε να προστατευθεί χωρίς την απαγόρευση της Θείας Λατρείας. Με την λήψη ασφαλώς αυστηρών μέτρων, που θα εγγυώνται την απολύτως ακίνδυνη για την περαιτέρω εξάπλωση της φονικής αυτής επιδημίας επιτέλεσή της. Για την στάθμιση των συγκρουομένων στην συγκεκριμένη περίπτωση αγαθών, ήτοι αφ’ ενός της προστασίας της δημόσιας υγείας και αφ’ ετέρου της ακώλυτης άσκησης του δικαιώματος στην Θεία Λατρεία ως έκφρασης της κατοχυρωμένης στο άρ. 13 του Συντάγματος ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, η Πολιτεία έχει στην διάθεσή της τις δύο πολύ σπουδαίες αρχές που προβλέπονται στο άρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος: Την αρχή της αναλογικότητας και την απορρέουσα από αυτήν συναφή αρχή της αναγκαιότητας…Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η αντιμετώπιση ενός επελθόντος ή απειλούμενου να επέλθει κακού πρέπει να γίνεται με την επιβολή μέτρων, τα οποία είναι ανάλογα προς την βαρύτητα της βλάβης που προκλήθηκε ή απειλείται να προκληθεί. Περαιτέρω περιορισμό στην λήψη του σχετικού μέτρου επιφέρει εξ άλλου η αρχή της αναγκαιότητας, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται να καταφεύγει η Πολιτεία στην λήψη του πιο επώδυνου μέτρου, όταν έχει στην διάθεσή της άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα. Εκτός εάν αυτά επεβλήθησαν και απεδείχθησαν απρόσφορα ή αλυσιτελή στην ικανοποίηση του σκοπού που υπαγόρευσε την επιβολή τους…
…Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχω σημειώσει και με άλλη ευκαιρία, θα μπορούσε η Κυβέρνηση, αντί να καταφύγει στο απόλυτο μέτρο του «λουκέτου», να επιβάλει στην Εκκλησία την λήψη συγκεριμένων προσταστευτικών μέτρων προς αποτροπή του συγχρωτισμού. Τέτοια μέτρα θα ήσαν π.χ. η αραίωση των καθισμάτων στους Ναούς σε οριζόντια και κάθετη διάταξη, ώστε η Θεία Λατρεία να γίνεται μόνο με καθήμενους σε απόσταση ασφαλείας, η απαγόρευση κάθε είδους ασπασμών στις εικόνες και στα χέρια των Ιερέων, η διανομή του αντίδωρου τυλιγμένου σε απολυμασμένα χαρτάκια από ανθρώπους που το κόβουν με σχολαστική επιμέλεια ύστερα από την χρήση απολυμαντικών ή αντισηπτικών μέσων κλπ. Ανάλογα θα ήσαν τα μέτρα και για τους εκτός των Ναών ευρισκομένους πιστούς, πάντα βέβαια σε αραιή διάταξη. Και όλα αυτά με την υποχρέωση όλων ανεξαιρέτως των πιστών να φορούν μάσκες στους χώρους της Θείας Λατρείας. Η αυστηρή τήρηση αυτών των μέτρων θα μπορούσε να ανατεθεί στους Ιερείς και στους Επιτρόπους ή σε εθελοντές επιτηρητές της τάξης, σε συνεργασία ενδεχομένως με τους Αστυνομικούς…». Πρέπει να υπογραμμισθεί εδώ με έμφαση ότι τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν εν συνεχεία από την Πολιτεία σε αντικατάσταση των «λουκέτων» και είχαν άριστα αποτελέσματα (!), γεγονός που επιβεβαιώνει την ορθότητα των σκέψεων που διατυπώσαμε πιο πάνω και αναδεικνύει την αστοχία της Πολιτείας στην επιβολή των «λουκέτων» στις Εκκλησίες. Τούτων ούτως εχόντων ήσαν υποχρεωμένα τα δικαστήρια, πριν εκφέρουν την καταδικαστική κρίση τους σε βάρος των κατηγορουμένων ιερέων για την παραβίαση των «λουκέτων», να ασχοληθούν με το πρόβλημα της συνταγματικότητας του σχετικού μέτρου δεδομένου ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ελλείψει ειδικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, ανήκει στα κατ’ ιδίαν δικαστήρια που δικάζουν τις διάφορες υποθέσεις, προηγείται δε ο έλεγχος αυτός της εξετάσεως των υπολοίπων στοιχείων της κατηγορίας. Από την άποψη αυτή η καταδίκη των ιερέων που εκρίθησαν ένοχοι για παραβίαση των «λουκέτων», χωρίς να εξετασθεί η συνταγματικότητα του νόμου, με τον οποίο επεβλήθησαν αυτά στις Εκκλησίες, θέτει ζήτημα νομιμότητας της σχετικής καταδικαστικής απόφασης.
Ανάλογα ισχύουν και για την αβασάνιστη απόρριψη από τα δικαστήρια του αυτοτελούς ισχυρισμού της σύγκρουσης καθηκόντων που προέβαλαν οι κατηγορούμενοι ιερείς. Η σύγκρουση ανάμεσα σε ένα νομικό και ένα ηθικό καθήκον είναι ένας εξαιρετικά σπουδαίος θεσμός που αναγνωρίζεται σε όλα τα ποινικά συστήματα των δικαιοκρατούμενων πολιτειών και λειτουργεί ως λόγος που αποκλείει τον καταλογισμό στο ποινικό δίκαιο. Ο θεσμός αυτός έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα, διδάσκει δε τους λαούς διαχρονικά από τότε μέχρι σήμερα, πώς να κρίνουν δίκαια τις περιπτώσεις κάθε φορά που κάποια Αντιγόνη περιφρονεί τους νόμους του εκάστοτε Κρέοντα, ενός πρόσκαιρου δηλ. πολιτειακού άρχοντα, για να συμμορφωθεί με τις προσταγές ενός υπέρτερου νόμου, που διέπει τις σχέσεις των ανθρώπων με αιώνιες και αναπαλλοτρίωτες αξίες που διαμορφώνουν σε άλλη βάση την έννοια του δέοντος. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση προσεγγίζοντας κάποιος από άλλη άποψη την παραβίαση των «λουκέτων» θα μιλούσε ακριβέστερα όχι για σύγκρουση ενός νομικού και ενός ηθικού καθήκοντος, αλλά για σύγκρουση δύο νομικών καθηκόντων, τα οποία απολαμβάνουν μάλιστα συνταγματικής προστασίας, όπως συμβαίνει με την δημόσια υγεία και την θρησκευτική ελευθερία. Η προτίμηση του ενός συνταγματικώς προστατευομένου αγαθού σε βάρος κάποιου άλλου ομοίας προστασίας αγαθού στο ίδιο αποτέλεσμα θα οδηγούσε, θα απέκλειε δηλ. τον καταλογισμό της πράξης στον δράστη μέσα από την κατασκευή της συγγνώμης αυτού πέρα του τεθειμένου δικαίου.
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, ένας ιερέας, ο οποίος μέσα σε τέτοιες συνθήκες ευρισκόμενος παραβιάζει τα «λουκέτα» της Πολιτείας, δεν είναι άξιος της μομφής, με την οποία είναι συνυφασμένος ο τελικός καταλογισμός της πράξης σε αυτόν. Και είναι αποκαρδιωτικό να διαβάζει κάποιος σήμερα καταδικαστικές αποφάσεις, που θεμελιώνονται έξω από τους προαναφερθέντας αξιολογικούς άξονες.