Ὁ Τζώρτζ Ὄργουελ στό πασίγνωστο βιβλίο του 1984 ‒στό καλύτερο ἴσως βιβλίο πού ἔχει γραφεῖ γιά τόν ὁλοκληρωτισμό‒ λέγει ὅτι «Ὁποιοσδήποτε ἐλέγχει τή γλῶσσα ἑνός ἀνθρώπου, ἐλέγχει καί τίς σκέψεις του». Ἡ πολύ σημαντική διαπίστωση αὐτή ἔδωσε ἀφορμή νά ἀναπτυχθεῖ ἕνας ὁλόκληρος κλάδος τῆς προπαγάνδας καί τῶν τεχνικῶν διανοητικῆς χειραγώγησης.Τό χταπόδι, τό πλέγμα δηλαδή τῶν ὀργανώσεων πού συμπλέκονται σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε «Νέα Ἐποχή», γνωρίζουν καί ἐπωφελοῦνται ἀπό τίς διαπιστώσεις αὐτές τῆς προπαγάνδας.
Ἔτσι ἡ γλῶσσα χρησιμοποιεῖται πολλές φορές, ἰδιαίτερα στήν προπαγάνδα, ὄχι γιά νά φανερώσει ἀλλά γιά νά κρύψει καί νά συσκοτίσει. Εἶναι γνωστό τό ρητό ὅτι ἡ μισή ἀλήθεια εἶναι χειρότερη ἀπό τό ψέμα. Πάντως ἡ τεχνική τῆς μισῆς ἀλήθεας πολλές φορές πετυχαίνει αὐτό πού δέν θά πετύχαινε τό ξεκάθαρο ψέμα. Τό ἴδιο πετυχαίνει καί ἡ χρήση μιᾶς ἐπιστημονικοφανοῦς ὁρολογίας, τήν ὁποία τό εὐρύ κοινό δέν ἔχει τίς προϋποθέσεις νά ἀντιληφθεῖ. Ὁπότε τά λεγόμενα χρειάζονται ἀνάλυση καί ἀποκρυπτογράφηση. Ὅταν δέν γίνεται αὐτό ‒καί συνήθως δέν γίνεται‒ ὁ καθένας ἀντιλαμβάνεται αὐτά πού διαβάζει ἤ ἀκούει μέ τόν δικό του τρόπο, ὁ ὁποῖος πολύ συχνά εἶναι ἀντίθετος μέ τό πραγματικό νόημα τῶν λέξεων καί φράσεων.
Γιά νά γίνω πιό σαφής θά θυμίσω λέξεις καί φράσεις πού ἀκοῦμε ἀπό τά ΜΜΕ. Ἀπό τίς «παράπλευρες ἀπώλειες», γιά τίς ὁποῖες μιλοῦσαν οἱ Νατοϊκοί ὅταν βομβάρδιζαν τή Σερβία τό 1999, ἐννοώντας τούς θανάτους ἀμάχων ἀπό τούς βομβαρδισμούς πού ἔκαναν, μέχρι τό «πιστωτικό γεγονός», γιά τό ὁποῖο ἀκούγαμε στίς εἰδήσεις μέχρι πρίν ἀπό δυό-τρεῖς μῆνες. Μέ τόν ὅρο αὐτόν ἐννοοῦσαν τή χρεωκοπία τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας. Τώρα πλέον δέν χρειάζεται νά τό κρύβουν.
Οἱ Ὁμάδες τοῦ μωσαϊκοῦ τῆς «Νέας Ἐποχῆς» χρησιμοποιοῦν πολύ ἀποτελεσματικά ὅρους, οἱ ὁποῖοι στήν τρέχουσα χρήση τους ἀπό τόν μέσο ἄνθρωπο ἔχουν συγκεκριμμένη σημασία, δίνοντάς τους ἕνα διαφορετικό νόημα. Ἔτσι «ψαρεύουν στό θολά νερά» ‒γιά νά χρησιμοποιήσω τήν ἔκφραση τοῦ τίτλου τοῦ θέματος‒ δηλαδή ἐπωφελοῦνται ἀπό τή σύγχυση πού δημιουργοῦν στό μυαλό τῶν ἀνθρώπων στούς ὁποίους ἀπευθύνονται.
Ἡ σύγχυση ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὁ ἀποδέκτης τοῦ μηνύματος θεωρεῖ ἐσφαλμένα ὅτι δύο πράγματα ἀνόμοια εἶναι δῆθεν ἴδια. Αὐτό ἐντάσσεται στό γενικότερο πλαίσιο τοῦ συγκρητισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ βασικό κεφάλαιο πίστεως τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Γιά νά δώσουμε ἕνα παράδειγμα, ἡ Ν. Ἐ., στό πλαίσιο τοῦ συγκρητιστικοῦ πιστεύω της, λέγει ὅτι δέχεται πώς ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι δρόμοι πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο σκοπό. Ὅποια πίστη, ὅποιο δόγμα καί ἄν δέχεσαι, μπορεῖς νά φθάσεις στήν καταξίωση τοῦ προσώπου σου καί στή σωτηρία.
Καί γιά νά φέρω συγκεκριμμένα παραδείγματα χρήσεως ὅρων μέ ἄλλο νόημα:
1. Ὁ ὅρος «Νέα Ἐποχή».
Πρῶτα-πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ ὅρος, μέ τόν ὁποῖο ἡ κίνηση αὐτοχαρακτηρίζεται, εἶναι ψευδεπίγραφος. Ἡ λεγομένη «Νέα Ἐποχή» δέν εἶναι καθόλου νέα καί τοῦτο ἐπειδή τό βασικό μήνυμά της εἶναι ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἀρχαίου ἐωσφορικοῦ ψέμματος καί δελεάσματος τῆς αὐτο-θεώσεως, δηλαδή τῆς θεώσεως χωρίς Θεό.
2. Ἡ «στροφή πρός τά μέσα».
Ἡ «στροφή πρός τά μέσα», πρός τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο γιά νά ἀντληθεῖ ἀπό ἐκεῖ ἡ ἀποκρυφιστικά νοημένη «γνώση» εἶναι βασικό θέμα στό ὁποῖο ὅλες οἱ νεοεποχίτικες ὁμάδες ἐπανέρχονται. Τό θέμα αὐτό -τήν «στροφή πρός τά μέσα»- ἐκμεταλλεύεται ἡ Ν. Ἐ., καλλιεργώντας σύγχυση, διότι καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, καί ἰδιαίτερα οἱ μυστικοί καί ἀσκητικοί Πατέρες, μιλοῦμε γιά «στροφή πρός τά μέσα», γιά καλλιέργεια τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ ἀναφορά ἔχει ὅμως τελείως ἄλλες προϋποθέσεις καί ἐντελῶς διαφορετική στόχευση. Δηλαδή ἔχει ριζικά διαφορετικό νόημα.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει ἕνα θαυμάσιο χωρίο τό ὁποῖο μᾶς λέγει τί εἶναι αὐτή ἡ στροφή πρός τά μέσα. Λέγει ὁ Ἅγιος:
«Νοῦς μέν γάρ μή σκεδαννύμενος ἐπί τά ἔξω, μηδέ ὑπό τῶν αἰσθητηρίων ἐπί τόν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μέν πρός ἑαυτόν· δι’ ἑαυτοῦ δέ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει· κἀκείνῳ τῷ κάλλει περιλαμπόμενός τε καί ἐλλαμπόμενος καί αὐτῆς τῆς φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε πρός τροφῆς φροντίδα, μήτε πρός περιβολαίων μέριμναν τήν ψυχήν καθελκόμενος, ἀλλά, σχολήν ἀπό τῶν γηΐνων φροντίδων ἄγων, τήν πᾶσαν ἑαυτοῦ σπουδήν ἐπί τήν κτῆσιν τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν μετατίθησι…» (Μ. Βασιλείου, Ἐπιστ. 2, (P. G. 32, 228 Α καί Ε.Π.Ε. τ. 1ος σελ. 64).
Καί σέ ἐλεύθερη δική μας ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική: Νοῦς ὁ ὁποῖος δέν διασκορπίζεται πρός τά ἔξω οὔτε διαχέεται διά τῶν αἰσθήσεων πρός τά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπανέρχεται στόν ἑαυτό του. Πραγματοποιώντας αὐτή τήν κίνηση ἐπανόδου στόν ἑαυτό του, ἀνέρχεται συγχρόνως καί πλησιάζει τόν Θεό. Ὁπότε καθώς ἐκεῖνο τό θεϊκό κάλλος φωτίζει τόν νοῦ (ἐλλαμπόμενος) ἀλλά καί ὅλη του τήν ὕπαρξη καί τό σῶμα του ἀκόμη (περιλαμπόμενος), λησμονεῖ ἀκόμη καί τήν ἴδια του τή φύση ὁ ἄνθρωπος καί δέν μεριμνᾶ οὔτε γιά τροφή οὔτε γιά ροῦχα, ἀλλά σχολάζων ἀπό κάθε γήινη φροντίδα, μεταθέτει ὅλη τή μέριμνά του στό πῶς θά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό καί πῶς θά ἀποκτήσει τά αἰώνια ἀγαθά.
Σχολιάζοντας τό κείμενο αὐτό θά μπορούσαμε νά ποῦμε καί τά ἑξῆς: Ὁ Ὀρθόδοξος πιστός πού καλλιεργεῖ τήν προσευχή καί θέλει νά γνωρίσει τόν Θεό δέν κινεῖται ἀπό τόν ἑαυτό του «πρός τά μέσα» γιά νά ἀνακαλύψει δῆθεν ἐκεῖ τόν Ἑαυτό μέ Ε κεφαλαῖο, (αὐτό εἶναι ὁ διαλογισμός), ὅπως ἐπιδιώκουν οἱ νεοεποχίτες. Ἀντίθετα, ὁ Ὀρθόδοξος κινούμενος διά τῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀγαπητική προσωπική κίνηση καί σχέση ἀπό τό ἐγώ τοῦ προσευχομένου πρός τό Ἐσύ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπώντας γνωρίζει τόν Κύριο καί ἀπό ἐκεῖνο τό θεϊκό φῶς φωτιζόμενος γνωρίζει καί τόν ἑαυτό του. Καί πῶς τόν γνωρίζει; Δέν φαντάζεται ‒διότι αὐτό βασικά εἶναι ὁ διαλογισμός, μία κίνηση τῆς φαντασίας‒ δέν φαντάζεται λοιπόν ὅτι ἀνακαλύπτει ἐντός του τόν ἐξαστράποντα δῆθεν θεϊκό Ἑαυτό του, ἀλλά γνωρίζοντας τόν Θεό ‒μᾶλλον δέ, κατά τόν οὐρανοβάμονα Παῦλο, γνωριζόμενος ὑπ’ αὐτοῦ‒ βλέπει τήν ἐντός του ἀμαυρωθεῖσα εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἀντί νά ἐπαίρεται αὐτοθαυμαζόμενος ναρκισσιστικά, μετανοεῖ τελωνικά γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἐντός του διά τῆς θείας χάριτος ‒καί ὄχι μέ τίς δικές του μόνον δυνάμεις, ὅπως πιστεύει ἡ Ν. Ἐ.‒ τό ἀρχαῖον κάλλος τό ἀπωλεσθέν.
3. Ἤδη μέ αὐτά πού εἴπαμε ἐθίξαμε τό θέμα τῆς ἠθελημένης συγχύσεως πού καλλιεργοῦν οἱ νεοεποχίτες δάσκαλοι μεταξύ ὀρθοδόξου προσευχῆς καί νεοεποχίτικου (μέ προέλευση ἀνατολικοθρησκευτική) διαλογισμοῦ. Ἡ σύγχυση εἶναι ἠθελημένη ἀπό τήν πλευρά τῶν δασκάλων, οἱ ὁποῖοι πλανώμενοι πλανοῦν στή συνέχεια καί τούς ταλαίπωρους μαθητές-θύματά τους, τῶν ὁποίων ἡ εὐθύνη φυσικά εἶναι μικρότερη.
Ἡ προσευχή λοιπόν ὄχι μόνο δέν ταυτίζεται μέ τόν διαλογισμό ἀλλ’ εἶναι τό ἀντίθετό του. Ὁ διαλογισμός εἶναι μία κίνηση ἀπό τόν ἑαυτό πρός τόν ἑαυτό γιά νά βρεῖ ὁ διαλογιζόμενος τόν δῆθεν θεϊκό Ἑαυτό του, δηλαδή τήν θεϊκή φύση του, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀγνοοῦσε. Εἶναι δηλαδή ὁ διαλογισμός ἕνα ἐγωκεντρικό βραχυκύκλωμα. Ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη προσευχή εἶναι μία κίνηση ἀγάπης πρός τό Ἐσύ τοῦ Θεοῦ καί τό ἐσύ τῶν ἁγίων, τῶν ὁποίων τίς πρεσβεῖες ζητοῦμε. Θυμηθεῖτε, τό χωρίο τοῦ Μ. Βασιλείου, πού παραθέσαμε («δι’ ἑαυτοῦ δέ πρός τήν περί Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει…»).
4. Ἐδῶ εἶναι ἡ κατάλληλη θέση νά ποῦμε καί γιά μιά ἄλλη νεοεποχίτικη σύγχυση πού καλλιεργεῖται. Χρησιμοποιοῦν τό γραφικό «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστί» (Λουκ. 17, 21), γιά νά ὑποστηρίξουν τήν πλάνη τους ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀπό τήν φύση του Θεός. Ἐμεῖς ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δέν λέμε αὐτό. Τί λέμε; Λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἔχει ἔνοικον μέσα στήν καρδιά του τήν ἄκτιστο θεία χάρη ἤ ἐνέργεια· ΟΧΙ τήν θεία οὐσία.
Χάσμα μέγα λοιπόν μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καί τῆς νεοεποχίτικης ἀπόψεως. Βλέπουμε ὅτι οἱ διακρίσεις εἶναι «λεπτές» ἀλλά ἔχουν τεράστια σημασία. Ἀλλάζει τελείως τό νόημα.
5. Τό θέμα τῆς προσευχῆς καί τῆς διακρίσεώς της ἀπό τόν νεοεποχίτικο διαλογισμό μᾶς φέρνει ὁμαλά σ’ ἕνα ἄλλο πεδίο, ὅπου καλλιεργεῖται σύγχυση. Εἶναι τό θέμα τῆς πίστεως.
Οἱ ὁμάδες τῆς Νέας Ἐποχῆς καί ἰδιαίτερα τό ρεῦμα τῆς λεγομένης «θετικῆς σκέψεως» χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο πίστη μέ ἀντίστροφη ὅμως νοηματοδότηση. Γιά τήν θετική σκέψη, πίστη εἶναι ὄχι αὐτό πού ἐννοοῦμε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, δηλαδή ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό, ἀλλά τί εἶναι;
Εἶναι «νοητική στάση», δηλαδή διαλογιστική τεχνική. Τό βασικό δόγμα πίστεως τῆς θετικῆς σκέψης εἶναι ὅτι ἡ σκέψη ταυτίζεται μέ τήν πράξη. Αὐτό λοιπόν πού χρειάζεται νά κάνει κάποιος γιά νά ἐπιτύχει ὁ,τιδήποτε, εἶναι νά κατέβει στό ἐπίπεδο Α, ὅπως διδάσκει π.χ. τό Σίλβα Μάϊντ Κοντρόλ, καί νά προγραμματίσει κατάλληλα τή νοητική του στάση, δίνοντας ὑπόσταση στήν ἐπιθυμία του μέσῳ μιᾶς σκεπτομορφῆς, ὅπως λέγει καί ὁ ἐσωτερισμός-ἀποκρυφισμός. Θέλετε ἀπό κλητήρας σέ μιά τράπεζα νά γίνετε διευθυντής; Ἀρχίστε νά διαλογίζεστε ἔντονα ὅτι ἤδη εἶστε διευθυντής καί θά γίνει.
Ποιές, τώρα, εἶναι οἱ συνέπειες π.χ. γιά τίς θεραπεῖες ἀσθενῶν ἀπό τόν Κύριο καί τούς Ἀποστόλους, πού διαβάζουμε στό Εὐαγγέλιο; Ἡ θεραπεία, τό θαῦμα, δέν ὀφείλεται στόν Χριστό, ὀφείλεται στόν ἐσωτερικό Χριστό ‒κατά τήν πίστη τῆς Ν. Ἐ.‒ δηλαδή στήν ἐνεργοποίηση τοῦ ἀνεξάντλητου δυναμικοῦ, τῆς «δύναμης» πού ἔχουμε μέσα μας. Ὅλη ἡ ὑπόθεση εἶναι πῶς θά ἐνεργοποιήσουμε καί πῶς θά «ξυπνήσουμε» (ἀγαπημένη ἔκφραση τῆς Ν. Ἐ.) καί πῶς θά χρησιμοποιήσουμε αὐτή τή δύναμη ἤ ἐνέργεια. Νά θυμίσω ὅτι ἡ ἐνέργεια, (πράνα στά ἰνδικά, τσί στά κινέζικα, παγκόσμια ἐνέργεια ἤ συμπαντική ἐνέργεια) εἶναι ἡ σημαντικότερη λέξη-κλειδί τῆς κοσμοθεωρίας τῆς Ν. Ἐ.
Ἔτσι, α) Ὁ διαλογισμός καί ἡ αὐτοεξέλιξη ἤ αὐτοπραγμάτωση (δηλ. αὐτοθέωση) δέν εἶναι παρά ξύπνημα καί χειρισμός αὐτῆς τῆς ἐνέργειας (ξύπνημα τῆς κουνταλίνι καί «ἄνοιγμα τῶν τσάκρας» κατά τήν νεοεποχίτικη ὁρολογία).
β) Οἱ λεγόμενες ἐναλλακτικές θεραπεῖες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τεχνικές ξεμπλοκαρίσματος αὐτῆς τῆς ἐνέργειας μιά καί ἡ ἀρρώστια ὀφείλεται ‒λένε‒ σέ μπλοκάρισμα αὐτῆς τῆς ἐνέργειας.
γ) Οἱ λεγόμενες πολεμικές τέχνες τῆς Ἀνατολῆς δέν εἶναι παρά χειρισμός αὐτῆς τῆς ἐνέργειας γιά ἐκγύμναση, ἄμυνα καί ἐπίθεση.
Μιά καί ἀναφέραμε ἀρκετά γιά τήν θετική λεγομένη σκέψη (νά θυμίσω ἐδῶ τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου «Αὐτογνωσία, αὐτοπραγμάτωση, σωτηρία», πού εἶναι τό καλύτερο βιβλίο γιά τό θέμα μας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη σκοπιά), νά ποῦμε καί γιά τή σύγχυση ὅτι:
6. «θετική σκέψη» καί καλός λογισμός ταυτίζονται. Μέ βάση ὅσα εἴπαμε παραπάνω, νομίζω ὅτι δέν χρειάζεται νά ἐπιμείνουμε ἰδιαίτερα. Εἶναι σαφές ὅτι θετική σκέψη εἶναι στό βάθος μαγεία. Διότι, τί ἄλλο ἀπό μαγεία εἶναι τό νά πιστεύει ὁ ὀπαδός τῆς θετικῆς σκέψης ὅτι μπορεῖ π.χ. νά διαλύσει τήν ὀμίχλη γιά νά πραγματοποιηθεῖ ματαιωθεῖσα ἀεροπορική πτήση ἤ νά σταματήσει ἕνα τρένο πού ἔρχεται κατ’ ἐπάνω του ἐπιστρατεύοντας τή «δύναμη», πού ἔχει μέσα του; Ἐνῷ ὁ καλός λογισμός, ὅπως ἔλεγε καί ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος, εἶναι ἄλλο πράγμα. Εἶναι νά μπεῖς στή θέση τοῦ ἄλλου καί νά δεῖς τά πράγματα καί τίς καταστάσεις ὑπό τό πρίσμα τίς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσης, προσπαθώντας νά βρεῖς δικαιολογία γιά ἐλλείψεις καί σφάλματα τῶν ἄλλων. Ἄς θυμηθοῦμε τή διήγηση ἀπό τό «Γεροντικόν», ὅπου μπαίνει ἕνας ἀδελφός στό κελλί ἑνός ἄλλου. Τό κελλί εἶναι πολύ νοικοκυρεμένο. Ὁ εἰσελθών ἀδελφός κάνει τόν καλό λογισμό: Ὅπως εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀδελφοῦ εἶναι καί τό κελλί του. Ὁ ἴδιος ἀδελφός μπαίνει σ’ ἕνα ἄλλο κελλί πολύ ἀκατάστατο. Πάλι ὅμως κάνει καλό λογισμό. Λέγει: Ὁ ἀδελφός ἀσχολεῖται μέ τά πνευματικά καί δέν ἔχει χρόνο νά τακτοποιήσει τό κελλί του!
7. Ἕνα θέμα γιά ξεχωριστή ἀνάπτυξη εἶναι ἡ σύγχυση γύρω ἀπό τό ζήτημα τῆς ἀσκήσεως καί τοῦτο γιατί καί πολλές νεοεποχίτικες ὁμάδες, ἰδιαίτερα αὐτές μέ ἰνδουϊστική ἤ βουδδιστική ἀφετηρία δίνουν μεγάλη σημασία στήν «ἄσκηση», στή μόνωση κ.ἄ. Π.χ. ξυπνοῦν στίς 4 τά ξημερώματα, χορτοφαγοῦν κ.λπ. Πῶς ὅμως ἐννοοῦν τήν ἄσκηση; Ὅλη ἡ διαφορά προκύπτει ἀπό τήν διαφορετική ἀφετηρία, τίς διαφορετικές προϋποθέσεις καί τόν διαφορετικό σκοπό πού ἐξυπηρετεῖ ἡ ἄσκηση. Χαρακτηριστικό εἶναι αὐτό πού διαβάζουμε στό «Γεροντικόν», στά ἀποσπάσματα τοῦ ἁγίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου: «Παρερχόμενός ποτε ἀπό τοῦ ἕλους εἰς τό κελλίον ἑαυτοῦ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, ἐβάσταζε θαλλία καί ἰδού ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ διάβολος κατά τήν ὁδόν, μετά δρεπάνου· καί ὡς ἠθέλησεν αὐτόν κροῦσαι, οὐκ ἴσχυσε· καί λέγει αὐτῷ· πολλή βία ἀπό σοῦ Μακάριε, ὅτι οὐ δύναμαι πρός σέ· ἰδού γάρ εἴ τι ποιεῖς, κἀγώ ποιῶ· σύ νηστεύεις· ἐγώ οὐδέ ὅλως τρώγω· ἀγρυπνεῖς· κἀγώ ὅλως οὐ κοιμῶμαι· ἕν ἐστι μόνον ἐν ᾧ νικᾷς με· λέγει αὐτῷ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος· ποῖον τοῦτο; ὁ δέ ἔφη· ἡ ταπείνωσίς σου· καί διά τοῦτο οὐ δύναμαι πρός σέ. (Γεροντικόν, ἐκδ. «Ἀστέρος» 1961, σ. 66).
8. Συναφής εἶναι καί ἡ διαφορετική νοηματοδότηση τῆς «νέκρωσης τοῦ ἐγώ» καί τοῦ πολέμου κατά τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Τό τί σημαίνει αὐτό στήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι λίγο-πολύ γνωστό. Εἶναι ὅμως ἄγνωστο στόν ἀνύποπτο ἀκροατή πῶς ἐννοεῖ αὐτό τό θέμα ἕνας βουδδιστής λάμα (τά ἀντίστοιχο τοῦ γκουρού στόν ἰνδουϊσμό), ὁ ὁποῖος μιλάει γιά «σβήσιμο τοῦ ἐγώ». Τό βουδδιστικό λοιπόν «σβήσιμο τοῦ ἐγώ» σημαίνει νά ἀποβάλει ὁ μαθητής τήν ψευδαίσθηση ὅτι ὑπάρχει ἕνα ξεχωριστό ἐγώ, ὅτι ὑπάρχει δηλαδή ἡ δυαδικότητα.
9. Ἀναφέραμε πρό ὀλίγου τόν ὅρο πνευματικότητα. Τόν χρησιμοποιοῦμε ἐμεῖς, συνοδευόμενο συνήθως ἀπό τό ἐπίθετο ὀρθόδοξη (ὀρθόδοξη πνευματικότητα). Εἶναι ὅμως ἀγαπημένος ὅρος καί ἀπό τούς δασκάλους καί ὀπαδούς τῆς Ν. Ἐ.
τοῦ Μοναχοῦ π. Ἀρσενιου Βλιαγκόφτη
Δρ. Θεολογίας ‒ Πτ. Φιλοσοφίας.