«…δώσωμεν πεινώσιν άρτον και πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους, ίνα λάβωμεν παρά Χριστού του Θεού, το μέγα έλεος», ψάλλουμε στα Ιδιόμελα του Εσπερινού, το εσπέρας της Τετάρτης της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών.
Ξεκίνησε η Μεγάλη Τεσσαρακοστή και μαζί η νηστεία, συνοδοιπόρος και βακτηρία των πιστών στον αγώνα τον καλόν.
Και, αυτή η ελαφρά αλλοίωση της καρδιάς που επιφέρει η νηστεία, αν επιφέρει, η ταπείνωση δηλαδή που συμπράττεται μετά της νηστείας, κάμνει τον άνθρωπο περισσότερο άνθρωπο και φιλάρετο και αληθινό, ώστε να μπορεί καλύτερα να ακούσει και να αφουγκραστεί τον ανθρώπινο πόνο γύρω του.
Αν δε μπορούμε να ανοίξουμε τα σπίτια μας, ώστε να υποδεχθούμε τους αστέγους και πεινασμένους, ας ανοίξουμε την καρδιά μας, κάτι που φοβάμαι σήμερα μας έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο.
Πρώτα άνθρωποι και αληθινοί, ώστε να γίνουμε ορθόπρακτοι πνευματικοί αγωνιστές, γιατί, ως συνηθίζω να λέγω, στην προσπάθειά μας, πολλοί από εμάς, να γίνουμε πνευματικοί, χάνουμε την ανθρωπιά μας.