Dogma

Σχόλια στην Ακολουθία της παρακλήσεως προς την Υπεραγία Θεοτόκο

Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης

Διανύουμε την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου που έχει ως επιστέγασμα την μεγάλη Θεομητορική Εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου. Καθ’  όλην την διάρκεια του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου και συγκεκριμένα από την 1η μέχρι της 13ης Αυγούστου έχει καθιερωθεί από την Εκκλησίαν μας να ψάλλεται κάθε εσπέραν σε όλους τους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία της Παρακλήσεως προς την Παναγία Μητέρα όλων μας. Η Ακολουθία αυτή συντελείται με τους δύο σχετικούς Παρακλητικούς Κανόνες, τον Μικρό Παρακλητικό Κανόνα και τον Μέγα Παρακλητικό Κανόνα, που ψάλλονται εναλλάξ. Την μια δηλ. ημέρα τελείται ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας και την άλλη ο Μέγας. Τα σπάνιας υμνογραφικής αξίας τροπάρια των δύο Παρακλητικών Κανόνων είναι κατά βάση διαφορετικά, μολονότι ψάλλονται αντιστοίχως στους σχετικούς Παρακλητικούς Κανόνες στους ιδίους ήχους. Κατ’ εξαίρεση ψάλλονται από κοινού και στους δύο Παρακλητικούς Κανόνες, όπως είναι φυσικό, τα μεγαλυνάρια («Άξιον εστίν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον… » κλπ ), καθώς και τα εξαποστειλάρια («Απόστολοι εκ περάτων, κηδεύσατέ μου το σώμα» κλπ.) μαζί με ορισμένους άλλους ύμνους, χαρακτηριστικούς της Ακολουθίας της Παρακλήσεως, όπως είναι π.χ. το «Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου, Θεοτόκε…» και το «Επίβλεψον εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε…), που παρεμβάλλονται σε αρκετά σημεία της σχετικής Ακολουθίας μεταξύ των άλλων τροπαρίων αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τα τροπάρια, που προηγούνται αμέσως της αναγνώσεως του Ιερού Ευαγγελίου ή έπονται αυτού, όπως είναι π.χ. τα τροπάρια «Προστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε…», «Πάτερ, Λόγε, Πνεύμα, Τριάς η εν Μονάδι…», «Ταις της Θεοτόκου πρεσβείαις…», «Μη καταπιστεύσης με ανθρωπίνη προστασία…» κλπ. Κοινές είναι εξ άλλου και οι ευχές που διαβάζει ο Ιερέας και στους δύο Παρακλητικούς Κανόνες. Τα Ευαγγελικά Αναγνώσματα της Ακολουθίας της Παρακλήσεως προέρχονται μεν και τα δύο εκ του κατά Λουκάν Ευαγγελίου, έχουν όμως διαφορετικό πειεχόμενο. Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος μάς περιγράφει την επίσκεψη «μετα σπουδής εις την ορεινήν» της εγκυμονούσης Αειπαρθένου Μαρίας στην επίσης εγκυμονούσα εξαδέλφη της Ελισάβετ και στα συμβάντα κατά την συνάντησή τους. Αντιθέτως το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος μάς μεταφέρει τον διάλογο της Μάρθας με τον Χριστό, όταν ο Ιησούς αποδεχόμενος σχετική πρόσκληση που Του απηύθυνε η Μάρθα μετέβη εις τον οίκον αυτής.

Από το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος αξίζει να υπογραμμίσουμε τα λόγια της Θεοτόκου, η οποία στον διάλογό της με την Ελισάβετ είπε δοξολογώντας τον Θεό: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ, τω Σωτήρι μου. Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γαρ από του νυν μαμακριούσι με πάσαι αι γενεαί». Πρέπει να σημειωθεί ότι τα λόγια αυτά της Θεοτόκου αποτελούν περιεχόμενο των σχετικών «Μεγαλυναρίων», τα οποία  ψάλλονται εις τον όρθρο κάθε Θείας Λειτουργίας. Αντιστοίχως από το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ την αντίστιξη, στην οποία προβαίνει ο Χριστός ανάμεσα στην διακονίαν των βιοτικών φροντίδων, στην οποία επιδίδονται οι πολλοί, και στην παραμέληση της «αγαθής μερίδος», που χαρακτηρίζει τους λίγους, οι οποίοι φροντίζουν περισσότερο την σχέση τους με τον Θεό. Αφορμή, για να διατυπώσει ο Χριστός αυτή την αντίστιξη  ανάμεσα στην «διακονίαν των πολλών» και σε εκείνους, οι οποίοι επιλέγουν την «αγαθήν μερίδα», έλαβεν ο Ιησούς από δύο πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην σχετική Ευαγγελική Περικοπή του Λουκά: Την Μάρθα, που προσεκάλεσε τον Χριστό στο σπίτι της. Και την αδελφή της, Μαρία, η οποία την άφησε μόνη της, για να προβεί στις σχετικές ετοιμασίες, που κάνουμε συνήθως όλοι, όταν έχουμε κάποιον καλεσμένο. Φαίνεται από την διήγηση του συμβάντος εκ μέρους του Ευαγγελιστού Λουκά ότι η Μάρθα είχε και άλλους καλεσμένους στο σπίτι της με την ευκαιρία της προσκλήσεως του Ιησού. Αυτό προκύπτει από την παρέμβαση κάποιας γυναίκας από τους καλεσμένους  της Μάρθας, όταν άκουσε τον Χριστό να σχολιάζει τα σχετικά παράπονά της. Η χαρακτηριστική φράση της Ευαγγελικής Περικοπής, που προδίδει  την παρουσία της στο σπίτι της Μάρθας, είναι εκείνη στην οποία ο Ευαγγελιστής Λουκάς μάς μιλάει για κάποια γυναίκα από τους καλεσμένους, που επικρότησε όσα έλεγε ο Χριστός στην Μάρθα: «Επάρασα δε τις γυνή φωνήν εκ του όχλου και είπεν».  Τί είχε συμβεί λοιπόν που ανάγκασε τον Χριστό να σχολιάσει τα λεγόμενα της Μάρθας; Η Μάρθα βλέποντας ότι η αδελφή της, Μαρία, αντί να την βοηθήσει στις σχετικές ετοιμασίες,  την άφησε μόνη της και αυτή καθόταν δίπλα στον Ιησού, «παρακαθήσασα παρά τους πόδας του Ιησού, ήκουε τον λόγον Αυτού», μάς λέει ο Λουκάς. Η Μάρθα δεν αρκέστηκε στην απλή διαπίστωση της αδιαφορίας της αδελφής της προς τις σχετικές ετοιμασίες, αλλά θεωρώντας ότι ο Ιησούς θα συμφωνούσε μαζί της στραφείσα προς τον Διδάσκαλο του είπε: «Κύριε ου μέλλει σοι ότι η αδελφή μου μόνη με κατέλιπεν διακονείν»: Και, για να Του δώσει την ευκαιρία να ξεχωρίσει την στάση Του από την στάση της Μαρίας, Τον προέτρεψε να τής μιλήσει «Ειπέ ουν αυτή, ίνα μη συνατιλάβητε»! Μίλησέ της, Κύριε, για να μη θεωρηθεί ότι συμφωνείς και Εσύ μαζί της.

Η απάντηση του Χριστού προς την Μάρθα έμεινε παροιμιώδης, αφού την χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα, όχι μόνο στις εκκλησιαστικές μας ενασχολήσεις, αλλά και στις καθημερινές μας βιοτικές πρακτικές, που επηρεάζουν τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους του κοινωνικού μας περίγυρου και μάς υποδεικνύουν να προσπερνούμε κάθε φορά τα επουσιώδη και να στεκόμαστε στα ουσιώδη: «Μάρθα, Μάρθα», της είπε ο Ιησούς, «μεριμνάς και τυρβάζει περί πολλά, ενός δε εστίν χρεία. Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής. Ποιά είναι εδώ η  «χρεία του ενός», η ανάγκη δηλ. της ικανοποίησης ενός μόνον πράγματος, για την οποία μάς ομιλεί ο Χριστός και μάς υποδεικνύει την παραμέληση όλων των άλλων πραγμάτων, για να μπορέσουμε να την ικανοποιήσουμε; Και ποιά είναι η «αγαθή μερίδα», που διάλεξε η Μαρία και δεν μπορεί να τής την πάρει κανένας, κατά την ρήση του Κυρίου; Είναι, νομίζω, προφανές από το στενό πλαίσιο, στο οποίο έλαβε χώρα η επίσκεψη του Χριστού στον οίκο της Μάρθας ότι η Παρουσία του Θεανθρώπου στην ζωή της έθετε στην Μάρθα  ένα δίλημμα, που την καλούσε να διαλέξει, πώς θα υποδεχόταν τον Ιησού στο σπίτι της: Με περισσή φροντίδα των υλικών αγαθών ή με πνευματική ετοιμότητα να ακούσει αυτά που θα τής έλεγε ο Διδάσκαλος; Η Μάρθα διάλεξε την φροντίδα των υλικών αγαθών παραβλέποντας ότι ο Χριστός δεν ήταν κάποιος κοσμικός ή θρησκευτικός άρχοντας των Ιουδαίων, που ευαρεστείτο με την επάρκεια εξαιρετικών τυπικών ετοιμασιών, που θα τού περιποιούσαν ιδιαίτερη τιμή, αλλά το πρότυπο της λιτότητας. Αντιθέτως η Μαρία  συνειδητοποίησε την μοναδική ευκαιρία, που τής δινόταν να βρεθεί για λίγο κοντά στον Θεάνθρωπο και προσπάθησε να «ρουφήξει» πνευματικά κάθε στιγμή της παρουσίας του γλυκύτατου Ναζωραίου δίπλα της, τόσο κοντά στην ζωή  της. Και ήταν λογικό να αδιαφορήσει για όλα τα άλλα, στα οποία έδινε ιδιαίτερη σημασία η Μάρθα. Γι’ αυτό, η «γυνή εκ του όχλου», όταν άκουσε τον Χριστό να ομιλεί για την «χρεία του ενός» και για την «αγαθή μερίδα» μακάρισε την γυναίκα που Τον γέννησε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσα σε και μαστοί ους εθήλασας. Για να παρατηρήσει ο Κύριος ότι μακάριοι είναι οι «ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλασσοντες αυτόν».