π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Όμως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο μια σκέτη βιολογική ύπαρξη, χωρίς αισθήματα και ψυχικές ανάγκες. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς σχέση, χωρίς επικοινωνία, χωρίς να νοιώθει πως υπάρχει για τους άλλους ως πρόσωπο με μοναδική αξία. Θα πει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «προνοητέον και μεριμνητέον αλλήλων˙ εν γαρ τη ενώσει το είναι έχομε». Δηλαδή: θα πρέπει να προνοούμε και να μεριμνούμε ο ένας για άλλον, γιατί η ύπαρξή μας εξαρτάται από την ενότητά μας.
Τι είδους ζωή μπορεί να βγει μέσα από τη μοναξιά, που ενδεχομένως να βιώνουν οι «ευάλωτες ομάδες» από τα ποικίλα μέτρα που λαμβάνονται «για να μην πεθάνουν»; Ενδιαφερόμαστε για να μην καταλήξουν στον θάνατο, όταν ήδη γεύονται τη «μορφή του θανάτου προ του θανάτου», τη μοναξιά.
Ο Ντήτριχ Μπουχέφερ, Γερμανός πάστορας και θεολόγος, λίγο πριν τον κρεμάσουν οι Ναζί, έγραφε: «Είναι χαμένος χρόνος, ο χρόνος που δεν ζήσαμε μια πλήρως ανθρώπινη ζωή, όπως κανόνισε ο Κύριος του αμπελώνος, δίνοντάς μας χρόνο να την εμπλουτίσουμε με πείρα, δημιουργική προσπάθεια και αρετές, με τη χαρά και τον πόνο».
Την «πλήρη ανθρώπινη ζωή όπως κανόνισε ο Κύριος του αμπελώνος», δεν τη ζούμε χωρίς σχέση μεταξύ μας, απομονωμένοι και μοναξιασμένοι, χωρίς σύναξη στο κοινό μας σπίτι που είναι ο ναός.
Με τα πιο πάνω καθόλου δεν εννοώ να μην προσέχουμε, να συναθροιζόμαστε ως να μη συμβαίνει τίποτε και να περιφρονούμε όσα οι ειδικοί και η κυβέρνηση, με αίσθημα ευθύνης, μας συνιστούν.
Χρειάζεται μια ισορροπία. Η κατάλληλη προστασία, αλλά και η μέριμνα για την ψυχική υγεία του ανθρώπου. Ο Χριστός, στον πειρασμό του διαβόλου να κάνει τις πέτρες ψωμιά για να φάει, απάντησε το καθοριστικό για τις ανάγκες μας το «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματθ. 4,4), δίνοντας το στίγμα της ψυχοσωματικής μας υπόστασης.
Η κάθε κυβέρνηση οφείλει να ενδιαφερθεί και για την υγεία των πολιτών, παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα. Δεν είναι όμως ευθύνη της να μας κάνει να ενδιαφερθούμε ο ένας για τον άλλο, ν’ αγαπήσουμε και να θυσιαστούμε, αν χρειαστεί. Το ερώτημα «τι να κάνω;» τίθεται συνήθως από αυτούς που δεν θέλουν να κάνουν. Γιατί όποιος αγαπά καθώς ο Κύριός του, ενεργεί όπως Εκείνος αυθόρμητα, καρδιακά, ερωτικά.
Υπάρχουν, ίσως, κοντά μας άνθρωποι που φοβούνται για ό,τι συμβαίνει και για ό,τι θα συμβεί, που περιμένουν ένα αληθινό ενδιαφέρον για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον πειρασμό του κορωνοΐου, που δεν τους αρκεί να ζήσουν σωματικά και να πεθάνουν ψυχικά. Σ’ αυτούς δεν μπορεί κανείς να τους πει: «τα μέτρα που πήραμε είναι για να ζήσεις» γιατί θα μπορούσαν να πουν: «τα μέτρα που πήρατε με σκότωσαν».
Δεν θα ήταν σημαντική προσφορά το να υπάρξει μία συνεργασία πολιτείας και εκκλησίας, όπου κάποιοι υπεύθυνοι και φωτισμένοι θα ενδιαφερθούν για τη ζωή και την όντως ζωή των ανθρώπων;