Σήμερα όχι απλώς δεν σέβονται τα παιδιά τους γονείς, όχι απλώς δεν αναγνωρίζουν ότι ο άλλος είναι γεροντότερος, μεγαλύτερος – όχι μόνο με την έννοια ότι ως μεγαλύτερος μπορεί να ξέρει κάτι παραπάνω, αλλά και με την έννοια ότι αυτός καθ’ εαυτόν ο γεροντότερος είναι σεβαστό πρόσωπο – όχι μόνο, ας πούμε, δεν έχουν σεβασμό, αλλά το θεωρούν έγκλημα το να σέβεται κανείς. Θεωρούν ότι κάνουν κάτι που είναι ανήκουστο. «Τι θα πει να σέβομαι τους γονείς, να σέβομαι τους γεροντοτέρους, να σέβομαι τους μεγαλυτέρους;» Αυτό είναι το πνεύμα. Το θεωρεί υποτιμητικό, το θεωρεί ότι καταργεί την ύπαρξή του, το θεωρεί ότι καταδικάζει τον εαυτό του, εάν τυχόν σέβεται τους γονείς και γενικά τους μεγαλυτέρους.
Πόσο κουράζομαι μερικές φορές προσπαθώντας να δώσω να καταλάβουν μερικά παιδιά ότι κάτι είναι αυτοί οι γονείς που τους γέννησαν, που τους μεγάλωσαν, που τους ανέθρεψαν. Δεν είναι ένα τίποτε. Κάτι είναι. Και σήμερα ακόμη που, όπως έχουμε πει κι άλλη φορά, είσαι 18 χρονών και 20 χρονών και 25 χρονών, ενώ τρως από το φαγητό που σου ετοιμάζουν οι γονείς σου, ντύνεσαι τα ενδύματα που σου ετοιμάζουν οι γονείς σου, ενώ μένεις στο σπίτι που είναι δικό τους, μένεις στο δωμάτιο που αυτοί το ετοιμάζουν και αυτοί το καθαρίζουν, δεν τα λαμβάνεις υπ’ όψιν αυτά, και σαν να είναι ένα τίποτε οι γονείς. Όπως δηλαδή βγαίνει κανείς έξω στον αέρα και αναπνέει το οξυγόνο, έτσι αναπνέουν σήμερα τα παιδιά αυτό το πνεύμα, δηλαδή να μη σέβονται τους γονείς.
«Εγώ δεν είμαι ελεύθερος – λέει ο νέος, η νέα – εγώ δεν είμαι άνθρωπος; Γιατί να μην κάνω το δικό μου;» Σε εμποδίζει κανείς, σε σκλαβώνει κανείς, σε αλυσόδεσε κανείς και δεν σ’ αφήνει να κινηθείς ελεύθερα; Εσύ ο ίδιος με την τακτική σου δηλώνεις ότι εξαρτάσαι ακόμη απ’ αυτούς. Διότι θα πας να φας το φαγητό τους, θα πας στο σπίτι τους, θα δεχθείς όλα εκείνα τα οποία κάνουν για σένα· και τα χρήματα που δίνεις για ν’ αμαρτήσεις δικά τους είναι. Εσύ ο ίδιος λοιπόν με την όλη στάση σου κανονίζεις έτσι τα πράγματα, που εξαρτάσαι ακόμη απ’ αυτούς. Ως προς τα άλλα λοιπόν είναι οι γονείς σου, και ως προς την υπακοή και τον σεβασμό που οφείλεις δεν είναι τίποτε;
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 140.