Με αφορμή τις φιλοτουρκιές δηλώσεις γνωστού Πενεπιστημιακού
Είναι νωπές ακόμη οι εντυπώσεις που μάς προκάλεσαν οι δηλώσεις γνωστού ακαδημαϊκού συναδέλφου, ο οποίος σε συνέντευξή του στο τουρκικό πρακορείο ειδήσεων Anadolu εκλήθη να σχολιάσει το ζήτημα του πολυσυζητημένου, αλλά ουδέποτε προωθούμενου Ελληνο-Τουρκικού διαλόγου. Στην αναζήτηση των αιτίων που προκλούν την στασιμότητα αυτού του διαλόγου ο Πανεπιστημιακός Έλληνας συνομιλητής του Τούρκου δημοσιογράφου, αντί να ξεκινήσει από την σημερινή πραγματικότητα των σχέσεών μας με την Τουρκία, όχι όπως την φαντάζεται ο καθένας, αλλά όπως την έχει διαμορφώσει η τελευταία με τις κατά καιρούς προκλήσεις της, αυτοεγκλωβίσθηκε σε μια εικονική πραγματικότητα, την οποία ενδεχομένως του υπέβαλαν οι Τούρκοι συνομιλητές του και άρχισε να λαλεί άρητα ρήματα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Ενώ θα έπρεπε, με κόσμιο ασφαλώς και πολιτισμένο ύφος, να μεταφέρει την δυσφορία του Ελληνικού Λαού για τις προκλήσεις της Τουρκίας, για να γίνει προφανώς αρεστός στην τουρκική κοινή γνώμη, που παρακολουθούσε την σχετική συνέντευξη, επέρριψε την ευθύνη της μη προώθησης του Ελληνο-Τουρκικού διαλόγου στην πολιτική που ακολουθουθούν οι Ελληνικές Κυβερνήσεις. Έφτασε μάλιστα στο σημείο στις σχετικές δηλώσεις του να υπερβεί σε επιθετική ρητορική εναντίον της Ελλάδος ακόμη και τον εκπρόσωπο της Τουρκικής Κυβερνήσεως κ. Τσελίκ, ο οποίος μονίμως αποδίδει την ευθύνη της μη επιλύσεως των Έλληνο-Τουρκικών διαφορών στην χώρα μας, που τα θέλει, όπως χαρακτηριστικά λέει, όλα δικά της: Το Αιγαίο αποκλειστικά Ελληνική Λίμνη, τον ορυκτό πλούτο, που ενδεχομένως υπάρχει στον βυθό του, αδιαμφισβήτητο ελληνικό οικονομικό κεφάλαιο και όλα τα νησιά του Αιγαίου από τον βορρά μέχρι τον νότο ελληνική ιδιοκτησία, που οριοθετεί προς ανατολάς τα Έλληνο-Τουρκικά σύνορα, μια θωριά απόσταση από τις ακτές της ηπειρωτικής Τουρκίας. Όπως τονίζει ο κ. Τσελίκ, «παρά τις επενειλημμένες προτάσεις του Προέδρου μας, κ. Ερντογάν, για ειρηνική επίλυση των Έλληνο-Τουρκικών διαφορών, αυτές παραμένουν άλυτες εξ αιτίας της αδιαλλαξίας της Ελλάδος»! Οι απόψεις αυτές του κ. Τσελίκ εναρμονίζονται πλήρως με την εικονική πραγματικότητα του Ελληνο-Τουρκικού διαλόγου, όπως την αντιλαμβάνονται οι Τούρκοι, οι οποίοι δεν αναγνωρίζουν το νομικό καθεστώς που έχουν διαμορφώσει στο Αιγαίο οι Διεθνείς Συνθήκες. Και ειδικότερα η Συνθήκη της Λωζάννης (1923) για τα νησιά του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου και η Διεθνής Συμφωνία των Παρισίων (1947) για τα Δώδεκάνησα, καθώς και η Διεθνής Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για ο Δίκαιο της Θάλασσας.
Πρέπει όμως να παρατηρηθεί εδώ ότι, εάν η άρνηση της Τουρκίας να δεχθεί τις δεσμεύσεις της από την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας θα ήταν πειστική ως επιχείρημα, αφού η Τουρκία δεν έχει υπογράψει την Σύμβαση αυτή, δεν ισχύει το ίδιο για τις άλλες Διεθνείς Συνθήκες, της Λωζάννης και των Παρισίων. Την πρώτη την υπέγραψε ως συμβαλλόμενο μέρος και στην δεύτερη εμφανίζεται ως απλά εμπλεκόμενο μέρος, αποξενωμένο όμως πλήρως από δικαιώματα κυριαρχίας επί των Δωδεκανήσων, με σχετική μάλιστα δήλωση της ίδιας της Τουρκίας στην Συνθήκη της Λωζάννης, δια της οποίας ρητώς παραιτείται από τα Δωδεκάνησα υπέρ της Ιταλίας, ύστερα από την ήττα της στον μεταξύ τους πόλεμο του 1911. Όπως και με άλλη ευκαιρία έχουμε σημειώσει, εκείνη την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης (1923) την Τουρκία δεν την ενδιέφερε η Θάλασσα. Γι’ αυτό έσπευσε να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα τον περιορισμό των θαλασσίων συνόρων της στα τρία ναυτικά μίλια από τις ηπειρωτικές της ακτές και συμφώνησε στην παραχώρηση των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Τότε όμως δεν υπήρχαν ούτε το εντασσόμενο στον σημερινό αναθεωρητισμό της Τουρκίας δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» ούτε και οι χρυσοφόρες Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (Α.Ο.Ζ.). Σε μια προσπάθεια να δώσει επίφαση νομιμότητας στις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο η Τουρκία ζητεί επιμόνως την επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάννης! Μάς το είχε πει αυτό ο «Σουλτάνος» και στην προ δεκαετίας επίσκεψή του στη Ελλάδα. Θα πρέπει να το θυμάται αυτό ο συνάδελφος ακαδημαϊκός, μιάς και έχει πεισθεί, από όσα μάς λέει, για την «σοβαρότητα και την ειλικρίνεια» των προτάσεων του κ. Ερντογάν Βλέποντας όμως ο Τούρκος Πρόεδρος ότι αυτό που ζητεί είναι αδύνατο, όχι διότι το λέει η Ελλάδα, αλλά διότι αποτελεί πάγια αντίθετη θέση της διεθνούς νομολογίας, ανέκρουσε πρύμναν και κατέφυγε στις αυθαίρετες ενέργειές του, που συνθέτουν την εικονική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζει και κινείται σήμερα η Τουρκία.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Μέσα σε μια τέτοια ψεύτικη πραγματικότητα είναι φυσικό να μη βλέπει κανείς παραβιάσεις του εναέριου και θαλάσσιου ελληνικού χώρου από τη Τουρκία (τις αντίθετες ρητές ρυθμίσεις της Συνθήκης Λωζάννης είπαμε πού τις γράφει ο «Σουλτάνος»)! Είναι επίσης φυσικό να εμφανίζεται το Αιγαίο δίκαια μοιρασμένο, σύμφωνα με τους σχετικούς αυθαίρετους τουρκικούς χάρτες, που δείχνουν το μισό Αιγαίο Πέλαγος από την μεριά ης Τουρκίας να φθάνει μέχρι την…Σύρο έχοντας ενσωματώσει στο «τουρκικό τμήμα» του όλα τα νησιά του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου, παρά τις αντίθετες ρητές ρυθμίσεις της Συνθήκης Λωζάννης! Και βέβαια αδιαμφισβήτητη προβάλλει μέσα από αυτή την εικονική πραγματικότητα η νομιμότητα του πρίφημου Τουρκο-Λιβυκού Συμφώνου, που έχει μοιράσει την σχετική κοιτασματοφόρο Α.Ο.Ζ της Μεσογείου ανάμεσα στην Τουρκία και στην Λιβύη «βυθίζοντας» όλα τα ελληνικά νησιά που συναντάει η χάραξή της και πρωτίστως την Μεγαλόνησο Κρήτη.
Η προαναφερθείσα εικονική πραγματικότητα των Έλληνο-Τουρκικών διαφορών μπορεί να είναι συμβατή με τις αυθαίρετες απόψεις και τις θέσεις της Τουρκίας για τις σχετικές ενέργειές της, δεν γίνεται όμως αντιληπτό, πώς είναι δυνατόν αυτή η εικονική πραγματικότητα να αποτελεί εφαλτήριο των δηλώσεων του εν λόγω ακαδημαϊκού συναδέλφου, ο οποίος παραβλέποντας την αληθινή και σύμφωνη με την διεθνή νομιμότητα πραγματικότητα των Έλληνο-Τουρκικών διαφορών εκπλήσσει κάθε καλόπιστο συζητητή με τα λεγόμενά του, όταν: Την μια φορά αποδίδει «ελικρίνεια προθέσεων» στις «σοβαρές» προτάσεις της «καλοπροαίρετης», κατ’ αυτόν, Άγκυρας (!), χωρίς όμως να εξηγεί, πώς εναρμονίζεται με την «ελικρίνεια» η δολία συμπεριφορά κάποιου, δια της οποίας ισοπεδώνει την διεθνή νομιμότητα με τις σχετικές προκλήσεις του. Και την άλλη φορά μέμφεται διαχρονικά όλες τις Ελληνικές Κυβερνήσεις, που αρνούνται να συμπράξουν στις «ειλικρινείς» και «σοβαρές» προτάσεις της Τουρκίας, ώστε να επιλυθούν επιτέλους ειρηνικά οι Έλληνο-Τουρκικές διαφορές. Καταλογίζει μάλιστα ο σπουδαίος αυτός ακαδημαϊκός «εθνικισμό» στην σχετική πολτική των Ελληνικών Κυβερνήσεων, που «γυρίζουν την πλάτη» στις «καλοπροαίρετες» προτάσεις της Τουρκίας. Για να αποφύγουμε την μομφή του «εθνικισμού», που μάς απευθύνει ο εν λόγω ακαδημαϊκός, θα έπρεπε να εφαρμόσουμε με συνέπεια την γνωστή ελληνική παροιμία «σφάξε με, Αγά μου, για να αγιάσω», από την οποία εμπνέεται προφανώς ο καλός συνάδελφος. Θα έπρεπε δηλ. να παραιτηθούμε, προς χάριν της Τουρκίας, από όλα τα δικαιώματα που μάς αναγνωρίζουν στο Αιγαίο οι Διεθνείς Συνθήκες:Να δώσουμε στους Τούρκους όλα τα νησιά του Αγαίου που διεκδικούν. Να μοιράσουμε την θάλασσα που μάς χωρίζει σε δύο ίσα κομμάτια. Να τους αφήσουμε να κάνουν όσα Σύμφωνα θέλουν με την Λιβύη ή την Αίγυπτο, για να σφετερισθούν δικές μας Α.Ο.Ζ. Και βέβαια να κλείσουμε τα μάτια στην διχοτόμηση της Κύπρου, προς χάριν της οποίας έγινε η στρατιωτική εισβολή τους στην μαρτυρική Μεγαλόνησο.
Για όλα όσα πράττει η Τουρκία φταίει ο εθνικισμός της ελληνικής πολιτικής. Όχι ο αναθεωρητισμός της Άγκυράς, η οποία διαπνέεται από την νοσταλγία της επιστροφής στις ημέρες της ένδοξης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή είναι η «πατρίδα της καρδιάς τους», όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει ο Τούρκος πρόεδρος. Το φαινόμενο αυτό για όλα τα αγρίμια λέγεται «έξη της υποστροφής» και υποδηλώνει την τάση που έχουν, μόλις τους δοθεί η ευκαιρία, να επιστρέψουν στην φύση τους. Νοσταλγώντας λοιπόν οι Τούρκοι να επιστρέψουν στην εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ομολογούν ότι θέλουν να γυρίσουν στην εποχή της βαρβαρότητας, που χαρακτήριζε τα έργα και τις ημέρες της «πατρίδας της Καρδιάς τους». Αυτά, κατά τον προαναφερθέντα τουρκόφιλο Πανεπιστημιακό, αφήνουν ανεπηρέαστο το κλίμα του Έλληνο-Τουρκικού. Για όλα λοιπόν φταίει ο εθνικισμός της ελλη νικής πολιτικής. Όχι ο ισλαμο-φασισμός της Τουρκίας, που τον είδαμε να εκδηλώνεται σε όλο το μεγαλείο του στην μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε μουσουλμανικά τεμένη, καθώς και στην απαγόρευση της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην έντυπη εφημερίδα «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Είναι δικαίωμα του καθενός να μοιράζεται τα συναισθήματά του με τους εχθρούς ή τους φίλους που επιλέγει και να εμπνέεται από την κοινωνία με τα σαρίκια και τα τουρμπάνια, προς την οποία δείχνει να είναι πιο οκείος. Οφείλει όμως να σέβεται την αντικειμενική πραγματικότητα και να μη την παραποιεί. Κυρίως όμως οφείλει να είναι προσεκτικός στις δηλώσεις του, ώστε να προφυλλάσσεται από τα αναπόφευκτα «πιτσιλίσματα» της «λάσπης» που «πετάει» στους άλλους. Θυμίζω, διότι φαίνεται ότι το λησμονεί ο καλός συνάδελφος: Η μομφή του «εθνικισμού», που αποδίδει διαχρονικά στην ελληνική πολιτική και την θεωρεί υπεύθυνη για την μη προώθηση του Ελληνο-Τουρκικού διαλόγου, εγγίζει πρωτίστως και τον πολιτικό, που είναι το τιμώμενο πρόσωπο στο Ίδρυμα, του οποίου αποτελεί μέλος και ο καλός συνάδελφος. Ο τιμώμενος πολιτικός, όταν ασκούσε εξουσία και είχε γίνει δέκτης και αυτός αντιστοίχων «ειλικρινών» προτάσεων της Τουρκίας, που συνόδευαν την «ειλικρίνειά» της με την προκλητική έξοδο του ερευνητικού σκάφους «Hora» στο Αιγαίο, αντί άλλη απαντήσεως είχε δηλώσει τότε : «Βυθίσατε το «Ηοra»! Τούτων ούτως εχόντων ευρίσκομαι σε απορία, πόσοι από εμάς είμαστε αποστασιοποιημένοι από τον εθνικισμό, που επισημαίνει ο εν λόγω συνάδελφος, και πόσοι τον υπηρετούμε ασυναίσθητα, όπως και ο ίδιος. Και κάτι άλλο: Μήπως τελικά η δαιμονοποίηση, στην οποία εντελώς απερίσκεπτα προβαίνει ο πιο πάνω συνάδελφος, μάς εμποδίζει να δούμε με καθαρό μάτι εκείνον, ο οποίος «τορπιλλίζει» καθημερινά τον Έλληνο-Τουρκικό διάλογο; Και αυτός δεν είναι άλλος από την «καλοπροαίρετη», κατά τον εν λόγω Πανεπιστημιακό, Τουρκία.