Σμύρνη, η Μητρόπολη του Ελληνορθόδοξου Μικρασιατικού Πολιτισμού
Η Μητέρα-Πόλη Σμύρνη, μετά τον γήινο αφανισμό το 1922, εκπέμπει το αναστάσιμο φως της μέσα από προφορικές και άπειρες γραπτές εκτενείς μαρτυρίες ξένων και Ελλήνων εμπειρογνωμόνων και ερευνητών, αλλά και μέσα από έναν ανεπανάληπτο τρόπο ζωής, ηθών και εθίμων μεταλαμπαδευθέντων στον Ελλαδικό χώρο.
Γράφει η Ιστορικός Βιργινία Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου
«Η παιδεία που αγκάλιαζε την πνευματική και ψυχική υπόσταση των Ελληνοπαίδων της Ιωνίας, δεν ήταν απλώς εφόδιο σταδιοδρομίας. Ήταν για τους Σμυρναίους βίωμα και θρησκεία και πάθος… Με την καλλιέργεια του πνεύματος, με την Χριστιανοσύνη στην ψυχή, με την Ελλάδα στην καρδιά –τους τρεις αυτούς χαλύβδινους θώρακες– οι Σμυρναίοι Ελληνόπαιδες ξεκινούσαν για την πραγματοποίηση ενός φωτεινού μέλλοντος και τη δημιουργία μιας μεγάλης Ελλάδος…» (Χρήστου Σ. Σολομωνίδη, Η Παιδεία στη Σμύρνη, Αθήνα 1961, σ. 412).
Μετά τη Σταύρωση, η Ανάσταση. Μετά τη Σταύρωση του φθαρτού στο χώρο του Κτιστού, η Ανάσταση και η αιώνια ζωή στο χώρο του Ακτίστου. Αυτό είναι το μοναδικό στον κόσμο μήνυμα της Χριστιανικής Αλήθειας.
Η Μητέρα-Πόλη Σμύρνη, μετά τον γήινο αφανισμό το 1922, εκπέμπει το αναστάσιμο φως της μέσα από προφορικές και άπειρες γραπτές εκτενείς μαρτυρίες ξένων και Ελλήνων εμπειρογνωμόνων και ερευνητών, αλλά και μέσα από έναν ανεπανάληπτο τρόπο ζωής, ηθών και εθίμων μεταλαμπαδευθέντων στον Ελλαδικό χώρο.
Η Σμύρνη στην “Αποκάλυψη” του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου το 95 μ.Χ. έχει τη δεύτερη θέση μετά την Έφεσο στις επτά κυρίαρχες τότε επισκοπές-εκκλησίες της Μ. Ασίας: Έφεσος, Σμύρνη, Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφεια, Λαοδίκεια (Κεφ. Β´, 8-11).
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι στην “Αποκάλυψη”, απευθυνόμενος ο Ιησούς στον Επίσκοπο Σμύρνης, μέσω του Αγίου Ιωάννη, δεν έχει κάποιο λόγο να τον επιτιμήσει, όπως ελέγχει τους περισσότερους από τους Επισκόπους των άλλων εκκλησιών. Αντίθετα τα λόγια του Σωτήρα προς τον Επίσκοπο Σμύρνης είναι ενθαρρυντικά και παρηγορητικά για τις δύσκολες ώρες που θα περνούσε η Σμύρνη: «…Και τω αγγέλω της εν Σμύρνη εκκλησίας γράψον [προς τον Ιωάννη] τάδε λέγει ο πρώτος και ο έσχατος [δηλ. ο Ιησούς] οςεγένετο νεκρός και έζησεν· οίδα σου τα έργα και την θλίψιν και την πτωχείαν· αλλά πλούσιος ει (= είσαι)· μηδέν φοβού α μέλλεις πάσχειν, ιδού μέλλει βαλείν ο διάβολος εξ υμών εις φυλακήν ίνα πειρασθήτε, και έξετε θλίψιν ημερών δέκα, γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής». Η τελευταία φράση «γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής», ήταν η αγαπημένη φράση του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου.
Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Σμύρνη θεωρήθηκε ως “δευτερεύουσα” μετά την Κωνσταντινούπολη «δια την ευγένειαν και δια της ευσεβείας της την δόξαν» (Κ. Οικονόμου, Τα Σωζόμενα Συγγράμματα, σ. 330).
Όμως ας μη λησμονούμε ότι ηΣμύρνη εκτός της “ευγένειας” και της “ευσέβειάς” της είχε ήδη ιστορία τριών χιλιάδων ετών ξεκινώντας από την εποχή του Θησέα και της Αμαζόνας Σμύρνας, της οποίας έχει το όνομα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει την οίκηση της Σμύρνης από τους Αιολείς της Κύμης την εποχή που οι Ίωνες και οι Αιολείς μετέβαλαν τη Δυτική Μ. Ασία σε χώρα καθαρά Ἑλληνική. Ο “Μελισιγενής” Όμηρος γεννήθηκε στις όχθες του ποταμού Μέλη της Σμύρνης, όταν ως “πρωτεύουσα της Ιωνίας” έγινε η δέκατη τρίτη στην Ιωνική δωδεκάπολη. Μετά την καταστροφή και τη διάλυσή της σε μικρούς οικισμούς από τους Λυδούς (7ο-6ο π.Χ. αι.), η Σμύρνη ξανακτίστηκε, στις υπώρειες του λόφου Πάγου, από τον Μ. Αλέξανδρο. Με την επανίδρυση της Σμύρνης από τον Ἐλληνα στρατηλάτη συνδέεται και η δημιουργία του λιμανιού της, στο οποίο οφειλόταν η μεγάλη οικονομική ακμή της, αλλά και οι σοβαρές ανά τους αιώνες περιπέτειές της.
Από τους αρχαίους χρόνους η Σμύρνη χαρακτηρίσθηκε ως «η καλλίστη πόλεων, οπόσαιυφ᾽ ηλίωεισί». Υπήρξε επίσης ο τόπος συγκεντρώσεως σοφιστών και καλλιτεχνών, αλλά και ο τόπος ιατρικών σχολών με κέντρο το Ασκληπείο της (Χρ. Σολομωνίδη, Η Ιατρική στη Σμύρνη, σ. 14).
Οπωσδήποτε έντονο ελληνικό χαρακτήρα απέκτησε η Δυτική Μ. Ασία, και κυρίως η Σμύρνη, με την εμφάνιση του Μ. Αλεξάνδρου, ο οποίος απελευθέρωσε τις εκεί ελληνικές πόλεις από τους Πέρσες. Τότε, όπως και κατά την εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, η Σμύρνη γίνεται το κέντρο της ελληνικής διανόησης και της Ἑλληνικής τέχνης.
Αυτή τη διαμορφωμένη πνευματική κατάσταση βρίσκει στη Σμύρνη ο Χριστιανισμός τον 1ο αι. μ.Χ., ο οποίος δια της ελληνικής γλώσσας θεμελιώνει στην πρωτεύουσα της Ιωνίας το κήρυγμα ενός Νέου κόσμου, ταυτόσημου, ως προς τον ηθικό και πνευματικό χαρακτήρα, του αρχαίου Ἑλληνικού κόσμου.
Παρατηρούμε ότι από τον 1ο αι. μ.Χ. η χριστιανική Αλήθεια έβγαζε πιο βαθιές και άρρηκτες ρίζες στα πρόσωπα και στις πόλεις, όπου είχε προηγηθεί το φως της αρχαίας Ελληνικής σκέψης. Εκτός των συγγενών προς τον Χριστιανισμό αξιών της κλασικής εποχής, οι κάτοχοι αυτής της παιδείας είχαν βιώσει το ηθικό και υπαρξιακό αδιέξοδο των ανθρωπίνων γνώσεων, με αποτέλεσμα να βρουν στη Θεία Αποκάλυψη τις υπαρξιακές απαντήσεις στις ανησυχίες τους. Ο εβραϊκής καταγωγής Άγιος, Απόστολος Παύλος είχε διδαχθεί τα κλασικά γράμματα στη γενέτειρά του, τη φημισμένη τότε Ταρσό της Κιλικίας. Ακούγοντας όμως και ίσως βλέποντας στο γνωστό προς τη Δαμασκό όραμά του ολοζώντανο και Αναστημένο τον Κύριο Ιησού Χριστό, πείσθηκε για το πεπερασμένο της ανθρώπινης γνώσης και κήρυξε με θέρμη, όπως κανένας άλλος, το Ευαγγέλιο του Χριστού επί 33 χρόνια, θεωρώντας τιμή του να μαρτυρήσει στο όνομα του Αναστημένου Υιού και Λόγου του Θεού για να βρεθεί κοντά Του, όπως ομολογεί στις επιστολές του. Ο Άγιος Παύλος αποκεφαλίστηκε στη Ρώμη το 67 μ.Χ., με λίγες ημέρες διαφορά από το μαρτύριο του Αποστόλου Πέτρου.
Τον 4ο αι. μ.Χ. οι Μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος και Γρηγόριος Νύσσης, μαζί με τον από την Αντιόχεια Ιωάννη Χρυσόστομο, οι οποίοι θεολογήσαντες συγκρότησαν στέρεα το ορθόδοξο δόγμα, τα Μοναστήρια και την ορθόδοξη Εκκλησία, ήσανβαθείς γνώστες της Ελληνικής κλασικής παιδείας.
Στη Σμύρνη, μετά τη μακροχρόνια ιωνική σοφία, ρίζωσε ο Χριστιανισμός, του οποίου η θεία προέλευση έσωσε κυριολεκτικά αυτήν την πόλη από τις φρικιαστικές δοκιμασίες της κυρίως μετά τον 15ο αι., όταν κατά την κατάληψη της Σμύρνης από τον Ταμερλάνο (1402 μ.Χ.) «το αίμα των Χριστιανών έτρεχε στα ρείθρα της πόλεως». Το 1419 σημειώνονται σφαγές Χριστιανών από τους Τούρκους κατά την κατάληψη της Σμύρνης, όπως και μετά την καταστροφή του Τουρκικού στόλου από τους Ορλώφ το 1770 στον Τσεσμέ σφαγιάσθηκαν χιλιάδες. Με τον ίδιο τρόπο ξέσπασαν οι Τούρκοι τη μανία τους μετά την ήττα τους από τους Ρώσους το 1774. Μυριάδες και πάλι τα θύματα το 1797 εξ αιτίας του φόνου ενός Γενίτσαρου στο “Ρεμπελιό” της Σμύρνης, που προϊδεάζουν τη σφαγή του 1922. Τις σφαγές αυτές συνήθως συνοδεύουν πυρπολήσεις ναών και αγαθοεργών ιδρυμάτων. Διωγμοί, σφαγές και δηώσεις και κατά την Επανάσταση του 1821.
Όμως τίποτα δεν κατόρθωσε να λυγίσει το χριστιανικό αίσθημα των Σμυρναίων. Τίποτα δεν μπόρεσε να καταβάλει την ορθόδοξη Εκκλησία στη Σμύρνη. Η Εκκλησία δεν υποχώρησε ποτέ, ούτε συνθηκολόγησε. Στάθηκε πάντα ο θεματοφύλακας των χριστιανικών παραδόσεων, γιατί –όπως προαναφέραμε–, από τον 1ο αι. μ.Χ. οι ρίζες της ήταν βαθιές και άρρηκτες.
Στην Έφεσο και στη Σμύρνη, τις οποίες λίγα μίλια τις χώριζαν, αντήχησαν από νωρίς τα θεία λόγια του Ευαγγελίου του Χριστού. Οι δύο αυτές πόλεις ονομάστηκαν “οι δύο οφθαλμοί της Ασίας” για την πνευματική τους ανάπτυξη.
Για όσα συνέβησαν στην Έφεσο τον 1ο αι. μ.Χ. και την εκεί δράση του Αποστόλου Παύλου αναφερθήκαμε στο προηγούμενο μελέτημα (Κ.τ.Ορθ., αρ. Φ. 265/30.9.21 έως 273/25.11.21).
Η τακτική επικοινωνία των Εφεσίων με τους Σμυρναίους διευκόλυνε τη διάδοση του θείου λόγου στη Σμύρνη, όπου βλέπουμε να λειτουργεί εκεί, από το 50 μ.Χ., ο πρώτος χριστιανικός ναός, ο “Κυριακός Οίκος”.
Στα τρία χρόνια που είχε παραμείνει στην Έφεσο ο Απόστολος Παύλος (52-55 μ.Χ.) δημιούργησε εκεί την πρώτη εκκλησιαστική σχολή, όπου δεχόταν προσήλυτους από όλη τη Μ. Ασία και φυσικά από τη Σμύρνη. Ο φωτισμένος Άγιος Παύλος επισκεπτόταν και παρέμενε σε πόλεις, όχι μόνο μία φορά, εκεί όπου το χριστιανικό μήνυμα εμποδιζόταν από ειδωλολάτρες ή φανατικούς Ιουδαίους – Οι κάτοικοι της Εφέσου ήσαν προσηλωμένοι στη λατρεία της Αρτέμιδας, έχοντας παράλληλα μυηθεί στη Μαγεία. Η προς Εφεσίους επιστολή του Παύλου είναι μία εγκύκλιος επιστολή που θα μπορούσε να σταλεί σε όλες τις νεοδημιουργημένες Εκκλησίες του 1ου αι. μ.Χ.. Η Κόρινθος επίσης ήταν η “αγαπημένη” του Παύλου με τις δύο πλήρεις σε παραινέσεις και συμβουλές επιστολές του “Προς Κορινθίους” και τις τις δύο επισκέψεις του στην Κόρινθο, όπου είχαν κατοικήσει διεφθαρμένα στοιχεία, διωγμένα από τη Ρώμη. Δεν υπάρχει “Προς Σμυρναίους” επιστολή του Απ. Παύλου, ούτε αναφορά στις “Πράξεις των Αποστόλων” για κάποια επίσκεψή του στη Σμύρνη. Ωστόσο η Εκκλησία της Σμύρνης θεωρείται από την παράδοση ως αποστολική, θεμελιωμένη με τους πνευματικούς αγώνες του Αποστόλου Παύλου και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος επιστρέφοντας από την εξορία του στην Πάτμο επισκέφθηκε τη Σμύρνη κηρύσσοντας, με ιδιαίτερη πνευματικότητα, το θείο Λόγο. Οι μαθητές του Αγίου Ιωάννη είχαν επίσης κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Σμύρνη. Η λατρεία της μεγαλομάρτυρος Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδας στη Σμύρνη πρέπει να έχει συνάφεια με την εκτεταμένη εκεί διδασκαλία του Αγίου Ιωάννη, αφού στο δικό του Ευαγγέλιο διαβάζουμε τη συνάντηση του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα (μετέπειτα Αγία Φωτεινή) (Ιωάν. δ´, 5-42).