«Στην Αιώνια Βασιλεία δεν υπάρχουν τόποι χωριστοί, αλλά καταστάσεις μετοχής και δεκτικότητας στο Θείο»
Η Κόλαση δεν είναι τιμωρία του Θεού, αλλά είναι κατάσταση δεκτικότητας. Φαίνεται ότι, Κόλαση και Παράδεισος ως «τόποι» δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο ο πανταχού παρόν Θεός, λέει μεταξύ άλλων ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός για την Κόλαση.
Μερικά πολύ χαρακτηριστικά και πολύ σημαντικά αποσπάσματα του Ιωάννη Δαμασκηνού, για το θέμα τής Κόλασης
«Και τούτο δε ειδέναι δει, ότι ο Θεός ού κολάζει τινά εν τω μέλλοντι, αλλ’ έκαστος εαυτόν δεκτικόν ποιεί της μετοχής του Θεού. Έστι μεν η μεν μετοχή του Θεού τρυφή, η δε αμεθεξία αυτού κόλασις» (Ιω. Δαμασκηνός, ‘Κατά Μανιχαίων’, PG 94,1545D-1548A).
Δηλαδή:
«Και τούτο οφείλουμε να ξέρουμε, ότι ο Θεός δεν τιμωρεί κανένα στο μέλλον, αλλά ο καθένας κάνει τον εαυτό του δεκτικό στη μετοχή του Θεού. Όμως η μετοχή του Θεού είναι τρυφή, ενώ η αμεθεξία Του, κόλαση» (Μετάφραση: Ν. Ματσούκα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 105).
Η Κόλαση υπάρχει όχι επειδή οι κολασμένοι είναι… εκπρόθεσμοι, αλλά επειδή ο κολασμένος μένει άτρεπτος στην επιθυμία του για την αμαρτία.
Και πάλι βλέπουμε ότι μόνο ο πανταχού παρών Θεός θα υπάρξει στον μέλλοντα αιώνα διότι όπως λέει το αντικείμενο που ποθούν οι αμαρτωλοί δεν θα υπάρχει. Θα υπάρχει μόνο αυτό που ποθούν οι δίκαιοι, δηλ. ο Θεός:
«… μετά το θάνατο, δεν υπάρχει τροπή μήτε μετάνοια, όχι επειδή ο Θεός δεν δέχεται μετάνοια – ο Ίδιος δεν μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό Του ούτε χάνει τη σπλαχνικότητα -, αλλά η ψυχή δεν αλλάζει πια […] οι άνθρωποι μετά το θάνατο έχουν το άτρεπτο, ώστε από το ένα μέρος οι δίκαιοι ποθώντας το Θεό και έχοντας αυτόν πάντοτε να ευφραίνονται, ενώ οι αμαρτωλοί ποθώντας την αμαρτία και μην έχοντας το υλικό της αμαρτίας … να κολάζονται χωρίς να έχουν καμιά παρηγοριά. Γιατί τι είναι κόλαση παρά η στέρηση εκείνου που σφοδρά επιθυμεί κανείς; Κατά την αναλογία λοιπόν του πόθου, όσοι ποθούν το Θεό ευφραίνονται και όσοι ποθούν την αμαρτία κολάζονται» (Ιω. Δαμασκηνός, ‘Κατά Μανιχαίων’, PG 94,1573ΑΒ. Μετάφραση: Ν. Ματσούκα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 145.147).
Εδώ προσέχουμε το εξής: από τη στιγμή που ο Θεός δέχεται τη μετάνοια, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κολασμένοι, επειδή καμία έκφραση μετάνοιας δεν εκδηλώνει ο αμαρτωλός. Άρα, η ψυχή του ελεύθερα και οριστικά, επιλέγει την αμαρτία.
Χαρακτηριστικό, και επεξηγηματικό στο παραπάνω είναι το εξής:
«Ο Θεός και τω διαβόλω αεί παρέχει τα αγαθά, αλλ’ εκείνος ου θέλει λαβείν» (Ιω. Δαμασκηνός, ‘Κατά Μανιχαίων’, PG 94,1569Β)
Σε μετάφραση το παραπάνω απόσπασμα και η συνέχεια:
«Ο Θεός και στο Διάβολο διαρκώς χορηγεί τα αγαθά, αλλά εκείνος δεν θέλει να τα πάρει. Και στην αιωνιότητα ό Θεός παρέχει σ’ όλους τα αγαθά γιατί είναι πηγή των αγαθών αναβλύζοντας σ’ όλους την αγαθότητα, ενώ ο καθένας καταπώς έκανε δεκτικό τον εαυτό του, μετέχει στο αγαθό […] εκείνοι που δεν έχουν τις συνηθισμένες ηδονές υποφέρουν αθεράπευτα, χωρίς ο Θεός να έχει κάνει κόλαση, αλλά εμείς επειδή στρώσαμε την κόλαση για τους εαυτούς μας, και άλλωστε μήτε το θάνατο τον έκανε ο Θεός, αλλά εμείς οι ίδιοι τον προξενήσαμε για μας» (Μετάφραση: Ν. Ματσούκα, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 139.141).
Άρα, μπορούμε να πούμε ότι η ακριβής Ορθόδοξη Δογματική διδάσκει πως:
Στην Αιώνια Βασιλεία δεν υπάρχουν τόποι χωριστοί, αλλά καταστάσεις μετοχής και δεκτικότητας στο Θείο. Άρα Κόλαση και Παράδεισος είναι ονόματα καταστάσεων που βιώνονται και όχι «χώροι».
Στην Αιώνια Βασιλεία θα υπάρχει μόνο ο Θεός, υπό το φως του Οποίου άλλοι θα βιώνουν Παράδεισο και άλλοι Κόλαση.
Η Κόλαση και ο Παράδεισος θα βιώνονται όχι επειδή ο Θεός καταδίκασε ή αντάμειψε ανθρώπους, αλλά επειδή ελεύθερα επέλεξαν την κατάσταση που θα βρεθούν. Μάλιστα, απόδειξη της Κόλασης ως ελεύθερης επιλογής, είναι το γεγονός ότι ο Θεός δέχεται την μετάνοια, όμως δεν εκφράζεται καμία μετάνοια για να την δεχτεί ο Θεός επειδή ο άνθρωπος «δεν θέλει».