Η μακρά περίοδος του Τριωδίου, που άρχισε πριν από τέσσερις εβδομάδες, είναι συνυφασμένη με ορισμένα έθιμα, τα οποία εδημιουργήθησαν από την συνήθεια των προγόνων μας σε άλλες εποχές, πολύ μακρυνές από την δική μας, να εορτάζουν κάποια γεγονότα, θρησκευτικού ιδίως χαρακτήρα, με ένα ξεχωριστό τρόπο, που ήταν επηρεασμένος από το εορταζόμενο γεγονός.
Το έθιμο π.χ. της Τσικνοπέμπτης, όπως και τα άλλα έθιμα που ακολουθούσαν μετά από αυτήν και είχαν σχέση με τις Απόκριες και την Καθαρά Δευτέρα, ήσαν έθιμα που απέρρεαν κατά βάση από το θρησκευτικό βίωμα των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Ο «γενετικός» δηλ. πυρήνας τους ήταν η βαθειά θρησκευτική πίστη των ανθρώπων στον Θεό, στην Ορθοδοξία. Επειδή όμως τα έθιμα αυτά, παρά τον θρησκευτικό πυρήνα τους, δεν αποτελούσαν εκκλησιαστικά συμβάντα, αλλά κοινωνικά δρώμενα, φυσικό ήταν να εορτάζονται κοσμικά εκτός των Ναών. Συνηθέστερα με συγκεντρώσεις συγγενών και φίλων σε διάφορα σπίτια ή με αναζήτηση φιλοξενίας στα εστιατόρια ή στις ταβέρνες από εκείνους, οι οποίοι είτε ήσαν μόνοι είτε ήθελαν να εορτάσουν έτσι τις ημέρες αυτές.
Στον κοσμικό αυτό τρόπο βίωσης των σχετικών εθίμων δεν έλειπαν ποτέ τα γλέντια και οι διασκεδάσεις από τις συνάξεις των ανθρώπων, χωρίς όμως αυτά να υποκαθιστούν ή να εκτοπίζουν από την ζωή τους το θρησκευτικό στοιχείο που θεμελίωσε τα έθιμα αυτά. Το κρέας δηλ. που έψηναν και έτρωγαν οι προπάτορές μας την Τσικνοπέμπτη με χορούς και με τραγούδια ήταν η προετοιμασία για την μετάβασή τους στην Κυριακή των Απόκρεω, κατά την οποία το κρέας μαγειρεύονταν στα σπίτια για τελευταία φορά μέχρι το Πάσχα. Ακολουθούσε η τυρινή εβδομάδα και την επομένη της σχετικής Κυριακής άνοιγε την Καθαρά Δευτέρα η «αυλαία» της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής με την αυστηρή νηστεία της σε όλη την διαδρομή της. Από την πρώτη μέχρι της τελευταία ημέρα της.
Είναι άγνωστο, πότε ακριβώς εμφανίσθηκαν τα σχετικά έθιμα στην ελληνική κοινωνία, καθώς επίσης, ποιά ήταν η αρχική εμβέλειά τους, αν δηλ. ίσχυαν σε όλη την επικράτεια ή μόνο σε ορισμένες περιοχές αυτής, που επεκτάθηκαν στην συνέχεια και στις υπόλοιπες περιοχές, με τα άλλα τοπικά έθιμα των οποίων συνδέθηκαν στενά και συνεορτάζονται έκτοτε από κοινού. Εάν ληφθεί υπ’ όψη ο θρησκευτικός πυρήνας όλων αυτών των εθίμων, ο οποίος αποτυπώνεται μάλιστα εντονότερα στο έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, πιθανότερη είναι η εκδοχή της εμφάνισής τους στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Οι λεπτομέρειες όμως αυτές δεν ενδιαφέρουν την προβληματική του συζητούμενου θέματος. Τα σχετικά με αυτές ζητήματα ανήκουν στα γνωστικά αντικείμενα άλλων επιστημόνων, όπως είναι κατ’ εξοχήν οι λαογράφοι, την αρμοδιότητα των οποίων δεν έχω πρόθεση να σφετερισθώ εδώ. Αντικείμενο συζήτησης στο άρθρο αυτό είναι η «γενετική μετάλλαξη» των εν λόγω εθίμων. Και αυτήν θέλουμε να αναδείξουμε εδώ μέσα από την σχετική επιχειρηματολογία. Ο όρος «γενετική μετάλλαξη» παραπέμπει σε μια έννοια ευρείας χρήσεως στην εποχή μας, η οποία ταιριάζει σε όλες τις ουσιώδεις μεταβολές του τρόπου της ζωής μας σε σχέση με τον αντίστοιχο τρόπο ζωής άλλων παλαιοτέρων εποχών. Μιλάμε σήμερα για τα έθιμα της Τσικνοπέμπτης, των Απόκρεω, της Καθαράς Δευτέρας και άλλα συναφή. Πώς τα εορτάζουμε σήμερα τα έθιμα αυτά; Δεν τα εορτάζουμε «γενετικά μεταλλαγμένα», αφού έχουμε αφαιρέσει από αυτά τον «γενετικό» πυρήνα που τα εδημιούργησε. Και όλοι γνωίζουμε βέβαια ότι ο «γενετικός» αυτός πυρήνας δεν ήταν άλλος από την θρησκευτική πίστη, όπως ελέχθη και πιο πάνω;
Ας έλθουμε όμως πιο κοντά στα κατ’ ιδίαν έθιμα, για να ψηλαφήσουμε την σχετική «γενετική» τους μετάλλαξη. Το έθιμο της Τσικνοπέμπτης, για να ξεκινήσουμε με αυτό, ήταν δημιούργημα μιας κοινωνίας, της οποίας οι άνθρωποι νήστευαν, κατά κανόνα. Ήταν ένα είδος προεισαγωγής των προγόνων μας στην Κυριακή που ακολουθούσε, δηλ. στην Κυριακή των Απόκρεω, η οποία σηματοδοτούσε την αποχή από το κρέας μέχρι το Πάσχα. Τί νόημα όμως έχει η Τσικνοπέμπτη στην σημερινή κατ’ εξοχήν κρεοφάγο κοινωνία, που δεν νηστεύει ποτέ και καταναλώνει σχεδόν καθημερινά κρέας στα εδέσματά της; Οφείλω να διευκρινίσω εδώ ότι οι αναφορές μου στην κρεοφαγία και στην νηστεία δεν συνδέονται αντιστοίχως με την αμαρτία και την αναμαρτησία.
Αποτελούν απλώς καταγραφή του διαφορετικού κοινωνικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εορτάζετο τότε και εορτάζεται σήμερα το έθιμο της Τσικνοπέμπτης. Τότε με τον γνήσιο «γενετικό» του πυρήνα και σήμερα χωρίς αυτόν. Πετάξαμε από την Τσικνοπέμπτη την «ψίχα» της και κρατήσαμε το «κέλυφός» της. Αυτό είναι σήμερα η Τσικνοπέμπτη: το «κέλυφος» που έχει απομείνει από το σχετικό εθίμο. Ανάλογη είναι και η διαπίστωση από την παρατήρηση του τρόπου, με τον οποίο βιώνουμε το έθιμο των Απόκρεω. Και στο έθιμο αυτό κάναμε την ίδια ακριβώς «γενετική» μετάλλαξη. Αφαιρέσαμε και εδώ τον γνήσιο «γενετικό» του πυρήνα και τον αντικαταστήσαμε με ένα ψεύτικο υλικό που αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις και τις ανάγκες της σημερινής κοινωνίας. Η σημερινή κοινωνία της χαλαρής θρησκευτικής πίστης και της αυξανόμενης ροπής της στην αθεΐα άφησε στην άκρη την θρησκευτική πλευρά του εθίμου και κράτησε από αυτό τα ειδωλολατρικής-βακχικής προέλευσης μασκαρέματα, την κραιπάλη και τα γλέντια.
Εάν ρωτήσει κάποιος σήμερα στην τύχη ένα περαστικό να του πει, τί καταλαβαίνει στο άκουσμα της λέξης «απόκριες», εκεί θα τον παραπέμψει: στα μασκαρέματα, στα γλέντια και στα καρναβάλια. Δεν έχει μείνει τίποτε άλλο σήμερα από το έθιμο των Απόκρεω. Πρέπει να υπογραμμισθεί και εδώ ότι τα γλέντια κατά την περίοδο των Απόκρεω δεν συνιστούν ασφαλώς αμαρτία. Η κοινωνία δεν είναι μοναστικό κοινόβιο, στο οποίο είνα αδιανόητα τα γλέντια. Τα έχει ανάγκη και αυτά η κοινωνία μας, όπως τα είχε και η κοινωνία των προγόνων μας. Αυτή όμως εβίωνε το έθιμο των Απόκρεω με το πλήρες περιεχόμενό του, το θρησκευτικό και το κοσμικό. Όχι, όπως συμβαίνει σήμερα που η αλλοτρίωση του εθίμου των Απόκρεω είναι τέτοια, ώστε δεν περνάει καν από το μυαλό των συγχρόνων ιδίως νέων ότι το έθιμο αυτό μπορεί να παραπέμπει πρωτίστως και κάπου αλλού.
Εμφανέστερη είναι η «γενετική» μετάλλαξη που έχουμε επιφέρει σήμερα στο έθιμο της Καθαράς Δευτέρας. Το έθιμο αυτό, όταν πρωτοεμφανίσθηκε, είχε – και εξακολουθεί βέβαια να έχει – αποκλειστικά θρησκευτικό χαρακτήρα, αφού είναι συνδεδεμένο με τα εδέσματα της πρώτης ημέρας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που λέγεται «καθαρά», διότι αποβλέπει στον σωματικό και πνευματικό «καθαρισμό» των πιστών δια της νηστείας. Το έργο αυτό έχει ανατεθεί από την εκκλησιαστική παράδοση στα λεγόμενα «σαρακοστιανά» της Καθαράς Δευτέρας, δηλ. στον χαλβά, στα λαχανικά, στις ελιές, στα αλάδωτα φασόλια, στον ταραμά και στα θαλασσινά. που τρώγονται απαραιτήτως με την συνοδεία της παραδοσιακής λαγάνας, η οποία είναι άζυμος άρτος, άρτος δηλ. χωρίς προζύμι και παρασκευάζεται μόνο κατά ημέρα της Καθαράς Δευτέρας.
Η λαγάνα, μολονότι ήταν γνωστή και στην αρχαιότητα ως άζυμος άρτος, όπως μας βεβαιώνουν πολλά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, συνδέθηκε στενά με το εβραϊκό πάσχα, κατά το οποίο εορτάζετο η έξοδος τον Εβραίων από την Αίγυπτο και η διάβαση από αυτούς της ερυθράς θαλάσσης, σε ανάμνηση δε του γεγονότος αυτού είχε καθιερωθεί η «εορτή των αζύμων». Από την εορτή αυτή πέρασε προφανώς η λαγάνα, ο άζυμος άρτος, στον Χριστιανισμό και έλαβε ένα άλλο συναφές νόημα σχετικό με το δικό μας Πάσχα. Όλα αυτά μας δείχνουν πάντως την αφετηρία του εθίμου της Καθαρά Δευτέρας και το τέρμα, στο οποίο αποβλέπει το έθιμο αυτό μετά από μια νηστεία τεσαρακονθήμερη. Οι πρόγονοί μας, όπως άρχιζαν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, έτσι και την τελείωναν. Με νηστεία. Σήμερα εορτάζουμε μόνο την αφετηρία του εθίμου. Και αυτήν όχι με τ αυστηρό εδεσματολόγιο της ημέρας, αφού δίπλα στα πιάτα με τα σαρακοστιανά σερβίρονται παϊδάκια, μπιφτέκια και ψάρια! Την επομένη της Καθαράς Δευτέρας επανερχόμαστε στο συνηθισμένο, «ακάθαρτο», εδεσματολόγιό μας υπογραμμίζοντας έτσι εντονότερα την «γενετική» μετάλλαξη και αυτού του εθίμου.