Χρόνος είναι ο τόπος της συνάντησής μας με το Θεό. Αυτό σημαίνει πως μπορώ να συναντηθώ με τον Θεό της αγάπης όσο βρίσκομαι μέσα στα όρια του χρόνου. Πώς όμως θα γίνει αυτό, δεδομένου ότι ο Θεός μου βρίσκεται έξω από τα ασφυκτικά όρια του χωροχρόνου;
Πολλές θρησκείες και πολλά φιλοσοφικά συστήματα, ανάμεσά τους και οι Αρχαίοι μας πρόγονοι, υποστήριξαν πως η συνάντηση με τον Θεό πραγματοποιείται στον «χώρο» του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος λένε ότι οφείλει να εκστασιαστεί από την πραγματικότητά του, να ανέλθει νοερά στον χώρο εκείνο που υπάρχει ο Θεός. Βεβαίως ο άνθρωπος δεν θα πραγματοποιήσει αυτή την «ανάβαση» με όλο τον εαυτό του. Δεν μπορεί να ακολουθήσει το σώμα και η ύλη αυτή την «ανοδική» πορεία ούτε βέβαια και τα συναισθήματα, τα όνειρα και άλλα παρόμοια «ευτελή» σκιρτήματα της καρδιάς. Κατά συνέπεια η συνάντηση Θεού και Ανθρώπου σε αυτή την προοπτική δεν είναι συνάντηση Θεού και Ανθρώπου αλλά μυστικιστική και εσωτεριστική επαφή Θεού και κάποιου τμήματός του Ανθρώπου.
Στην Ορθόδοξη Παράδοση και Πρακτική αυτή η μέθοδος είναι ανεφάρμοστη. Ο Άνθρωπος αδυνατεί να συναντήσει τον Θεό με αυτό τον τρόπο. Ο Θεός όμως, διαπιστώνοντας την αδυναμία του Ανθρώπου για ανάβαση, αναλαμβάνει προσωπική κατάβαση μέχρι την εσχατιά των ανθρωπίνων συνθηκών. Με άλλα λόγια η συνάντηση Θεού και Ανθρώπου πραγματοποιείται όχι επειδή ο Άνθρωπος ανεβαίνει αλλά επειδή ο Θεός κατεβαίνει και γίνεται όμοιος με τον Άνθρωπο.
Αφού η κίνηση του Θεού για την πραγματοποίηση της συνάντησης είναι καθοδική και η κίνηση του ανθρώπου για να συναντήσει τον Θεό οφείλει να είναι κίνηση προς τα κάτω. Όσο ο άνθρωπος ταπεινώνει τον εαυτό του και αναγνωρίζει την αμαρτία του, τόσο πιο αισθητά και δυναμικά συναντιέται με τον Θεό που κατεβαίνει προς τα κάτω για να συναντήσει τον άνθρωπο. Όχι λοιπόν εγωιστική δήθεν ανάβαση προς τον τόπο του Θεού αλλά ταπεινή και ρεαλιστική κατάβαση προς την μεταπτωτική κατάσταση του ανθρώπου με ταυτόχρονη αναγνώριση της αμαρτολότητας μας. Αυτή η κίνηση του πνεύματος και του σώματος μας ικανώνει για πραγματική και ολοκληρωτική συνάντηση με τον Θεό της αγάπης.
Μένει τώρα εν ολίγοις να εξετάσουμε το σκοπό και τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης. Η συνάντηση με τον Θεό σώζει τον Άνθρωπο από την φθορά και τον θάνατο και του μεταδίδει ζωή άλλης τάξεως, αληθινή και μέννουσα εις τον αιώνα. Αυτό όμως δεν πραγματοποιείται στα ασφυκτικά όρια του χωροχρόνου αλλά σε εκείνο το επίπεδο ύπαρξης που ζει ο Θεός. Είπαμε όμως ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανέβει στο επίπεδο του Θεού γι’ αυτό και ο Θεός κατεβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο, σαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος όμοιος κατά πάντα με εμάς εκτός αμαρτίας.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Άνθρωπος ανεβαίνει στο επίπεδο του Θεού επειδή ο Θεός τον συναντά πεσμένο κάτω και στοργικά τον ανεβάζει, σηκώνοντάς τον στους ώμους Του. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία δυνατότητα και ικανότητα αυτοθέωσης, αυτοεξέλιξης αυτοπραγμάτωσης και αυτοσωτηρίας. Τα πάντα τα πραγματοποιεί η αγάπη του Θεού στους ανθρώπους που Τον εμπιστεύονται και Τον αφήνουν να διαφεντεύει στη ζωή τους.
Αυτές οι σκέψεις δεν αποτελούν θεωρίες και ευσεβείς πόθους αλλά ζωντανή εμπειρία που πηγάζει από την λειτουργική ζωή και την μετοχή στα Άγια Μυστήρια της Εκκλησίας μας. Μέσα στην ατμόσφαιρα των Ιερών Μυστηρίων ο Άνθρωπος βιώνει υπαρκτικά την ζωή του σε δύο επίπεδα, στο επίπεδο της γης και στο επίπεδο του ουρανού, στο επίπεδο του χρόνου και στο επίπεδο της αιωνιότητας της ταυτόχρονα.
Εν κατακλείδι η συνάντηση με τον Θεό πραγματοποιείται με την μετοχή μας στα Μυστήρια της Εκκλησίας και ασκητικά με την ταπεινή κατάβαση του φρονήματος σε αντίθεση με την αλαζονική περιρέουσα ατμόσφαιρα των ανθρώπων του αιώνος τούτου του απατεώνος.
π. Ανδρέα Γκαζέλη