Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (Ο διαχρονικὸς Παπαδιαμάντης)
Καργάκος Σαράντος
Πηγή: Ἐφημ. Ἑστία, 24 Δεκεμβρίου 2010
Σὲ δέκα περίπου ἡμέρες ἀπὸ σήμερα, καὶ συγκεκριμένα στὶς 3 Ἰανουαρίου, συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), τοῦ συγγραφέα ποὺ ἔχει συνδεθεῖ ὅσο κανεὶς ἄλλος μὲ τὶς πανέορτες καὶ πανέκλαμπρες ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ Πάσχα. Ἀσφαλῶς, καὶ ἡ πολιτεία καὶ ἡ ἐκκλησία κάτι θὰ κάνουν γιὰ νὰ τιμήσουν τὴν μνήμη του. Ἐπίσης καὶ τὰ λογοτεχνικὰ σωματεῖα. Καὶ πάλι θὰ ξανακούσουμε «τὰ χθεσινὰ ἐκεῖνα» γιὰ τὸν ἀναμφισβήτητο θρησκευτισμό του, τὴν φυσιολατρία, τὸν παγανισμὸ καὶ τὸν ἐρωτισμὸ του.
Τὸν ψάλτη τῆς χαμοζωῆς τὸν κατέταξαν παλαιότεροι κριτικοὶ στοὺς ἠθογράφους. Δὲν εἶδαν τὴ βαθειὰ κοινωνικὴ διάσταση τοῦ ἔργου του. Κι ὅμως, ὅπως ἔδειξα μὲ τὰ ἔργα μου «Ξαναδιαβάζοντας τὴν Φόνισσα» (Gutenberg 1987) καὶ «Πολιτικὸς Παπαδιαμάντης» (Ἁρμὸς 2003), ὁ Σκιαθίτης συγγραφέας παραμένει, σὲ οὐσιαστικὴ καὶ ὄχι σὲ ἐπιδερμική, διάσταση ὁ μεγαλύτερος κοινωνικὸς καὶ πολιτικὸς συγγραφέας τῶν γραμμάτων μας. Τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν σήκωσε καμμιὰ πολιτικὴ παντιέρα, οὔτε κἂν αὐτὴ τῆς Μεγάλης Ἰδέας, δὲν τὸν κάνει ἀπολιτικό. Ὅπως συχνὰ ἔχουμε γράψει, ὁ Παπαδιαμάντης μπορεῖ νὰ ἦταν ἀπολίτευτος, δὲν ἦταν ὅμως ἀπολιτικός. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἄσκησε ἀμείλικτη κριτικὴ στὴν τότε πολιτική, τὸν καθιστᾶ ἀντιπολιτευτικὸ ἀλλὰ ὄχι ἀπολιτικό. Καὶ τὸ σημαντικὸ εἶναι πὼς ὅ,τι ἔγραψε γιὰ τὴν τότε πολιτική, ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν παροῦσα καί, ὅπως βλέπω, καὶ γιὰ τὴν μέλλουσα. «Οἱ Χαλασοχώρηδες» εἶναι τὸ θλιβερὸ πεπρωμένο μας.
Ποιός σήμερα συνετὸς πολίτης μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει τὰ ὅσα γράφει σ᾿ ἕνα μικρὸ κείμενό του ὁ Παπαδιαμάντης ὑπὸ τὸν τίτλο «Οἰωνός», ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν «Ἀκρόπολιν» τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη τὴν 1η Ἰανουαρίου 1896; Ἐκεῖ ὁ Παπαδιαμάντης μιλᾶ γιὰ ἐρείπια οἰκονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά. Ποιός φταίει γι᾿ αὐτά; Ὁ τάχα ἀπόμακρος ἀπὸ τὰ πολιτικὰ συγγραφέας εἶναι ἀμείλικτα καταπελτικός: «Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος»!
Λόγος μὲ ἀπόλυτη ἰσχὺ καὶ γιὰ τὴ δική μας ἐποχή. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ –κατ᾿ ἐμὲ– κάνει τὸν Παπαδιαμάντη διαχρονικὸ εἶναι τοῦτο: περισσότερο σοβαρὸς εἶναι ὁ κοινωνικὸς ἐρειπιών, ἡ φιλοσοφία τῆς τεμπελιᾶς σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν διδάχθηκε ὅτι τὸ πρῶτο κεφάλαιο τῆς προκοπῆς εἶναι ἡ δουλειά· ὄχι ἡ κλεψιὰ καὶ ἡ τεμπελιά. Ἀπὸ τὰ 40 περίπου ἀθηναϊκὰ διηγήματα τὸ πιὸ ἐπίκαιρο εἶναι «Τὰ Χριστούγεννα τοῦ τεμπέλη», ποὺ δημοσιεύθηκε κι αὐτὸ στὴν «Ἀκρόπολιν» τὸ 1896.
Ὁ μαστρο-Παῦλος Πιστολέτος, διωγμένος ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του, ἐπειδὴ δὲν προσεπόριζε τίποτε σ᾿ αὐτή, σὰν κυνηγημένο σκυλί, περιφερόταν ἀπὸ ταβέρνα σὲ ταβέρνα, ἀποζώντας ἀπὸ κάποια κεράσματα καὶ ἀναπτύσσοντας τὴν θεωρία τῆς ραστώνης, «τὸ ντόλτσε φὰρ νιέντε τῶν ἀδελφῶν Ἰταλῶν». Χωρὶς νὰ ἔχει διαβάσει τὴν «Φιλοσοφία τῆς Τεμπελιᾶς» τοῦ Πὼλ Λαφὰργκ ἔχει φιλοδοξίες κοινωνικοῦ ἀναμορφωτῆ:
«Ἂν εἰς αὐτὸν ἀνετίθετο νὰ συντάξῃ τὸν κανονισμὸν τῆς ἑβδομάδος, θὰ ὥριζε τὴν Κυριακὴν διὰ σχόλην (=ἀργία), τὴν Δευτέρα διὰ χουζούρι, τὴν Τρίτη διὰ σουλάτσο, τὴν Τετάρτην, Πέμπτην, Παρασκευὴν δι᾿ ἐργασίαν καὶ τὸ Σάββατον διὰ ξεκούρασμα».
Τὸν κανονισμὸ αὐτὸν ἐφάρμοσαν στὸν παρόντα καιρὸ τὰ πολιτικά μας κόμματα. Καὶ προκόψαμε! Καὶ ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, ποὺ ἔστειλε χριστουγεννιάτικα ξένο γαλόπουλο κι ἄλλα ἐδέσματα στὴν οἰκογένειά του, γιὰ νὰ δείξει ὅτι νοιάζεται γι᾿ αὐτή, ὅμοια καὶ οἱ κυβερνῆτες μας, μὲ τὶς περίφημες ἐπιδοτήσεις, ἔκαναν τὴν κηδεία τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας μὲ ξένα κόλλυβα. Καὶ τώρα, ὅπως ὁ μαστρο-Παῦλος, εἰσπράττουμε τὴ χλεύη τῶν πάντων. Ὁ ἀνεπρόκοπος πατέρας, μὴν ξέροντας πὼς ἡ ἀπάτη του εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, κτύπησε βράδυ τῶν Χριστουγέννων τὴν πόρτα τῆς οἰκίας του ἀλλ᾿ ἄκουσε μέσα ἀπὸ ἐκεῖ νὰ βγαίνει «βραχνὸς μορμορισμὸς» τοῦ τριετοῦς βλαστοῦ του:
– Τὴν ὑγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμπελόσκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸν λάλο (=γαλοπούλα). Νὰ πάλε κι ἐσὺ πέντε, κι ἄλλα πέντε, δέκα!
Δηλαδή, ὅ,τι εἰσπράττουμε κι ἐμεῖς. Φεύγοντας κατισχυμένος ὁ μαστρο-Παῦλος, ἄκουσε τὴν σπιτονοικοκυρά του νὰ τοῦ λέει σὰν τὴν κ. Μέρκελ:
– Τὸ καλὸ ποὺ σοῦ θέλω! Δρόμο τώρα, καὶ μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Κι ὁ μαστρο-Παῦλος συγκατένευσε: «Δρόμο …δρόμο γιὰ δουλειά!».
Ἄραγε, τώρα ποὺ ἡ φτώχεια μᾶς κοιτάζει κατάμουτρα, θὰ συμμορφωθοῦμε; Θὰ πάρουμε τὸ δρόμο τῆς δουλειᾶς ἢ θ᾿ ἀφήσουμε τὸ μάζεμα τῆς ἐλιᾶς στοὺς Μαροκινοὺς ποὺ ἐσχάτως πλημμύρισαν τὴν Λακωνία;