Dogma

Τα Αγιάσματα στη Λαϊκή Θρησκευτικότητα του Γένους

Του Καθηγητή Μ. Βαρβούνη

Aγιάσματα ονομάζονται από τον ελληνικό λαό πηγές ή πηγάδια και βρύσες, που συνδέονται με την λαϊκή λατρεία ενός αγίου, συνήθως ιαματικού όπως λ.χ. ο άγιος Παντελεήμων, οι άγιοι Ανάργυροι και η αγία Παρασκευή, που βρίσκονται κοντά ή μέσα σε ναούς, ξωκλήσια και παρεκκλήσια, που συνδέονται με παραδόσεις για ιαματική θαυματουργική δράση, ή μέσα στα οποία βρέθηκαν ιερά αντικείμενα, εικόνες ή ιερά σκεύη, τα οποία προφανώς είχαν εναποτεθεί εκεί για να γλιτώσουν την βεβήλωση, σε κάποια εχθρική επιδρομή, από αυτές που συχνότατα ταλαιπωρούσαν και ερήμωναν την ελληνική ενδοχώρα, σε περασμένες ιστορικές περιόδους.

Ως εκ τούτου, αγιάσματα απαντούν κατά κύριο λόγο σε περιοχές με μακρό ιστορικό παρελθόν τέτοιων περιπετειών, ιδίως δε στην Βόρεια Ελλάδα, και κατά κύριο λόγο στην  Θράκη, αλλά και την ίδια την Κωνσταντινούπολη, όπου είναι γνωστά τα αγιάσματα της Ζωοδόχου Πηγής στο Βαλουκλή και της Παναγίας των Βλαχερνών. Κάποτε τα αγιάσματα πιστεύεται ότι ανέβλυσαν θαυματουργικά, λόγω της προσευχής και της θαυματουργικής δύναμης κάποιου αγίου, ενώ από την ύπαρξή τους προέρχονται και διάφορα ελληνικά τοπωνύμια, που δηλώνουν την ύπαρξή τους.

Εδώ μάλιστα θα επικεντρωθούμε στα τέλη του 19ου και στον 20ό αιώνα, οπότε η μορφή και η τελετουργική χρήση των αγιασμάτων παγιώθηκε στη σημερινή της μορφή, με αναγωγές βέβαια στο βυζαντινό και οθωμανικό παρελθόν, όπου αυτό είναι απαραίτητο. Και θα προσπαθήσει να περιγράψει την σημασία και την λειτουργικότητα των αγιασμάτων της Κωνσταντινούπολης, τόσο για την ιστορία της πόλης, όσο και για την καθημερινή ζωή των κατοίκων της.

Ειδικότερα όσον αφορά τα αγιάσματα της Κωνσταντινούπολης, αυτά έχουν γίνει αντικείμενο καταγραφής και μελέτης ήδη από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία. Για να αποκτήσουμε μια πρώτη ποσοτική εντύπωση, να αναφέρουμε ότι στην πλέον πρόσφατη καταγραφή τους, το 1990, στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της υπάρχουν στην εποχή μας 509 αγιάσματα, που κατά κανόνα συνδέονται είτε με ναούς και παρεκκλήσια, είτε με την λατρεία συγκεκριμένων αγίων.

Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά από τα αγιάσματα αυτά έχουν βυζαντινή προέλευση, καθώς μαρτυρούνται σε βυζαντινές αγιολογικές πηγές και χρονογραφίες, όπως για παράδειγμα το αγίασμα μέσα στην Αγία Σοφία και εκείνο της Παναγίας των Βλαχερνών. Τα περισσότερα συνδέονται μάλιστα είτε με βυζαντινά λουτρά, και τα παρεκκλήσια που υπήρχαν σε αυτά, είτε με παλαιά βυζαντινά προσκυνήματα και μεγάλους ναούς της βυζαντινής περιόδου, μετά την καταστροφή των οποίων συνέχισαν να παραμένουν είτε αυτόνομα, είτε στα πλαίσια ιδιωτικών ιδιοκτησιών και μικρών παρεκκλησίων, μέσα στον πολεοδομικό ιστό της Κωνσταντινούπολης. Συνεπώς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα αγιάσματα αυτά λειτουργούν ως πυλώνες για την κατανόηση της θρησκευτικής και προσκυνηματικής τοπογραφίας της βυζαντινής πόλης, αλλά και ως οδοδείκτες για την μελέτη τόσο της τοπογραφίας, όσο και του περιεχομένου της λαϊκής λατρείας των κατοίκων της, στο πέρασμα των αιώνων, και μέχρι τις μέρες μας.

Αν αναλύσουμε την σύνδεση των αγιασμάτων με τους αγίους και τις αγίες στο όνομα των οποίων τιμώνται ή αφιερώνονται, θα δούμε ότι αρχικά αυτά καλύπτουν λατρείες σε όλο τον ετήσιο κύκλο των εορτών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οπωσδήποτε η πλειονότητα ανήκει σε δημοφιλείς στο ορθόδοξο εορτολόγιο αγίους, όπως η Παναγία, και οικουμενικής λατρείας άγιοι, σαν τον άγιο Γεώργιο και τον άγιο Δημήτριο. Επίσης πολλά προσκυνήματα συνδέονται με αγίους οι οποίοι σχετίζονται με μια τελετουργική ιαματική παράδοση, όπως οι άγιοι Παντελεήμων, Παρασκευή, Ιωάννης ο πρόδρομος και ο προφήτης Ηλίας, καθώς και στη συνέχεια θα αναφερθεί, άρα συνδέονται άμεσα με ιαματικές τελετουργίες, αφού η ιαματική ίαση, από την αρχαιότητα και ως τους ύστερους μεταβυζαντινούς χρόνους, υπήρξε από τα κύρια ζητούμενα των λαϊκών λατρευτικών τελετουργιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αγιάσματα που συνδέονται με την Παναγία, από τα οποία τα περισσότερα είναι αφιερωμένα στην Θεοτόκο ως πηγή της ζωής (Ζωοδόχο Πηγή), με κυριότερο το αγίασμα στο Μπαλουκλί, το οποίο συνδέεται με τους θρύλους των Ελλήνων για την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι οποίοι γνώρισαν ιδιαίτερη διάδοση τα χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση (1453) ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Γενική είναι πάντως η διαπίστωση ότι συχνά αγιάσματα λησμονημένα υπάρχουν στην δαιδαλώδη πολεοδομία της Κωνσταντινούπολης, είτε σε ναΐσκους, είτε σε παλιές οθωμανικές συνοικίες, καθώς και ότι πολλά ακόμη που μαρτυρούνται από παλαιότερες πηγές έχουν πλέον χαθεί, λόγω των πολλών και συχνά βίαιων μετακινήσεων των κατοίκων της πόλης, στο πέρασμα των αιώνων. Γι’ αυτό και χαρτογραφώντας ή μελετώντας τα αγιάσματα ουσιαστικά πραγματοποιούμε μια αναδίφηση της ιστορίας της Κωνσταντινούπολης, καθώς σε αυτά αποτυπώνεται η ιστορική της στρωματογραφία.

Συνεπώς, τα αγιάσματα της Κωνσταντινούπολης συνδέονται άμεσα με την βυζαντινή και μεταβυζαντινή θρησκευτική τοπογραφία της πόλης, συχνά αποτελούν τους μόνους υλικούς δείκτες παλαιών βυζαντινών ναών και προσκυνημάτων και συνιστούν υλικά ορόσημα της λαϊκής θρησκευτικότητας των κατοίκων της, από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, οπότε και μαρτυρούνται ορισμένα από αυτά, ως και τις μέρες μας. Η διαπίστωση αυτή θέτει άμεσα το ερώτημα για την συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα των κατοίκων της πόλης που εντάσσουν τα αγιάσματα αυτά στην λαϊκή λατρευτική και τελετουργική συμπεριφορά τους, δεδομένου ότι από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης άλλαξε πολλές φορές, όχι μόνο ως προς την καταγωγή, αλλά και ως προς τις θρησκευτικές του πίστεις.

Το ζήτημα όμως είναι μεγάλο, γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε στο επόμενο άρθρο μας.