Dogma

Τα Χριστούγεννα του στρατιώτη. Ένα διαφορετικό διήγημα

Το βλέμμα του, αστράφτοντας άγρια, ήταν καρφωμένο στην κορφή που ανασκαβόταν αδιάκοπα από τις εκκωφαντικές εκρήξεις. Παγωμένη τανάλια τα δάχτυλά του, κλείδωναν σφιχτά πάνω στο φλογισμένο του όπλο.

Υπό βροχήν ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ βάδισε όλη την ημέρα στα παγωμένα καταράχια. Έφτασε κατάκοπος, νηστικός, μουσκεμένος στη δυσπρόσιτη γραμμή εφόδου. Το άγριο χιονισμένο τοπίο, υπό κανονικές συνθήκες άβατο, δυσκόλεψε την πορεία του, τον εμπόδισε να είναι στον στόχο του την ώρα που πρόβλεπε το επιχειρησιακό σχέδιο. Λίγα μόνο λεπτά τον βρήκαν να ξεκουράζεται ορθός στο γλιστερό βάθος της χαράδρας (πού τόπος να καθίσει στο λασπερό χιόνι;), ίσα-ίσα για να φτάσουν και οι τελευταίοι του λόχου του. 

Χωρίς ανάπαυλα, όσο βαστούσε ακόμα το λιγοστό φως της φθινοπωριάτικης μέρας, εφόρμησε στην απόκρημνη πλαγιά που υψωνόταν μπροστά του. Με το σύνθημα, τα μουσκεμένα του πόδια σάλεψαν βαριά στον ανήφορο. Άγριος βρυχηθμός η κραυγή του αντήχησε βραχνά στα γκρεμνά που μισοσκότεινα έχασκαν κάτω του. Έτρεξε λαχανιασμένος, πήδησε βράχια, έπεσε, σηκώθηκε, σκόνταψε, γλίστρησε, γαντζώθηκε στα χαμόκλαδα, ξανασηκώθηκε, μάτωσε, πόνεσε, βόγγηξε, μα τίποτε δεν στάθηκε δυνατό να τον πισωγυρίσει.

Το βλέμμα του, αστράφτοντας άγρια, ήταν καρφωμένο στην κορφή που ανασκαβόταν αδιάκοπα από τις εκκωφαντικές εκρήξεις. Παγωμένη τανάλια τα δάχτυλά του, κλείδωναν σφιχτά πάνω στο φλογισμένο του όπλο. Με τη στερνή αναλαμπή της φοβερής μέρας ο νεαρός στρατιώτης, αιμόφυρτος, τρομερός, αλλοπαρμένος, πατούσε θριαμβευτής, ίδιος θεός του πολέμου, την κορφή του ματοποτισμένου υψώματος. Ο ασυρματιστής με τα δάχτυλα κοκκαλωμένα βιάστηκε να χτυπήσει στο παγωμένο χειριστήριό του: «Αποστολή εξετελέσθη». Οι εκκωφαντικοί κρότοι αραίωναν, μα τα φαντάσματα του ολέθρου φτεροκοπούσαν ακόμα στον τρελό αέρα, τη βροχή, το μισοσκόταδο.

Η ξέφρενη μάχη κόπασε. Ο βαρύς Νοέμβρης του ’40 σκέπασε με το πηχτό σκοτάδι του τα χιονισμένα βουνά. Ο λόχος, αποδεκατισμένος απ’ τα δεινά του πολέμου, πασχίζει ν’ αγκιστρωθεί στην ανεμοδαρμένη κορφή. Ο νεαρός στρατιώτης, μουσκεμένος, πεινασμένος, παγωμένος, πεθαμένος, ψάχνει στην υγρή λασπωμένη γη απάγκιο για λίγη εναγώνια ανάπαυση μέχρι το επόμενο ματοκύλισμα. Πόσο ζήλευε και καλοτύχιζε, τέτοιες στιγμές, τ΄ άγρια θεριά στις φωλιές τους!

Είχε ξεχάσει πώς είναι να ζεις σαν άνθρωπος. Η όψη του αγρίεψε. Το κορμί του βρώμισε. Τα ρούχα του σκίστηκαν. Τα άρβυλά του τρύπησαν. Η ψυχή του μόνο ήταν ακόμα ζωντανή. Της έδινε πνοή το όραμά τους. Το όραμα της νίκης που, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες του πολέμου και τις απελπιστικά δυσοίωνες προβλέψεις, το αγκάλιαζαν κάθε μέρα χειροπιαστά στα φρικιαστικά πεδία των μαχών. Και που το θέριευε αδιάκοπα και το φούντωνε πιότερο, μυστικά αλλά και φανερά, μια άλλη μορφή, γνωστή, γλυκειά, αγαπημένη κι αυτή απ’ το βρεφικό τους μαξιλάρι, η δεύτερη μάνα τους, η Παναγία. Κι έκανε κουράγιο ο νεαρός στρατιώτης και πολεμούσε αλύγιστος ενάντια σ’ όλα τα θεριά για όλα όσα άφησε πίσω του, για όσα αγαπούσε.

Μα ήρθε η ώρα που τσάκισε και η ψυχή του.

Ήταν τότε που έφτασαν και στην προκεχωρημένη τους γραμμή οι ισχνές εφεδρείες, προσπαθώντας να καλύψουν κάτι απ’ τα δυσαναπλήρωτα κενά που οι αδυσώπητες μάχες άφηναν πίσω τους.

–  Καιρός ήταν! Μας θυμήθηκαν! σκέφτηκε ο νεαρός στρατιώτης και μια μικρή ανακούφιση τρύπωσε στη σκληρυμένη απαράκλητη καρδιά του.

Ο λόχος τους, απ’ την αρχή του πολέμου στην πρώτη γραμμή, δεν ήταν παρά λόχος-φάντασμα. Ούτε σκέψη βέβαια για πλήρη αντικατάσταση των καταπονημένων μαχητών, που φάνταζαν σκέλεθρα από τη φοβερή κακοπάθεια. Έστω και έτσι όμως, η μικρή αναπλήρωση κάποιων κενών έδινε ανάσα ζωής στην αποδεκατισμένη μονάδα. Μα η ευφορία του νεαρού στρατιώτη δεν κράτησε για πολύ. Η άφιξη των νεοφερμένων είχε μια ιδιαίτερη, όσο και αναπάντεχη εξέλιξη για τον ίδιο.

Ανάμεσά τους διέκρινε από τις πρώτες στιγμές και τον άσπονδο «φίλο» του. Ο «ακατονόμαστος» συγχωριανός του ήταν μεταξύ των λιγοστών εφέδρων που έφτασαν ως τη γραμμή του πυρός. Ο σκληροτράχηλος μαχητής χολώθηκε κατάκαρδα.

–  Έλεος! ανέκραξε μέσα του οργισμένος. Κι εδώ ακόμα με έφτασε η χάρη σου;

Ποιος ήταν ο «ακατονόμαστος»;

Μα ο παιδικός του φίλος. Που μεγαλώσανε μαζί στο ξεχασμένο απόμερο χωριό τους. Μαζί στις παιδικές περιπέτειες, στις χαρές και στις λύπες τους μαζί. Ο πιο κοντινός του, ο δικός του άνθρωπος. Πρώτα σ’ αυτόν θα ’λεγε το καθετί, μετά στους δικούς του. Δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους. Τον εμπιστευόταν τυφλά. Μα έλα που όλα τα καλά έχουν και τέλος κάποτε! Και η φιλία τους ήταν τόσο καλή, που το κακό τη ζήλεψε και βάλθηκε να τη χαλάσει.

Στο χωριό είχαν φτώχεια μεγάλη και ο Μανωλάκης, όπως τον φώναζαν από μικρό, μπήκε στη δούλεψη από νωρίς. Να δώσει μιαν ανάσα στο σπίτι τους κι αυτός, καταπώς συνηθιζόταν με τους νέους του χωριού του. Μα οι κόποι και τα βάσανα της δουλειάς τον έκαναν γεροδεμένο παλικάρι. Έριξε μπόι, ψήλωσε. Τα μπράτσα του δυνάμωσαν, έσφιξε το κορμί του, μα πάνω απ’ όλα ομόρφυνε. Και πάνω στον ανθό της νιότης του πρόβαλε στο προσκήνιο και η αγάπη.

Σε κάποιο απ’ τα ταξίδια του για τις δουλειές του γνώρισε την Ανδριανή. Ήταν κορίτσι που ξεχώριζε από μακριά. Με το πρώτο που την αντίκρισε, τον τράβηξε. Ψηλή κι αυτή, στητή, καλοβαλμένη, όμορφη σαν το νερό κρύας πηγής. Σεμνή και μετρημένη, καθώς έμαθε, όπου κι αν ρώτησε γι’ αυτήν. Μα δεν μπορούσε να την πλησιάσει από μόνος του. Μια και μοναδική φορά σε τυχαίο συναπάντημα αντάμωσαν οι ματιές τους. Δεν μπορούσε να ξέρει αν εκείνη τον είχε προσέξει ποτέ, ή αν ένιωθε κάτι γι’ αυτόν. Μα ο Μανωλάκης, αγνός άνθρωπος, άβγαλτο παιδί της αγροτιάς, την ερωτεύθηκε βαθιά, με όλη τη δύναμη της νεανικής του καρδιάς. Με καμμιά δεν μπορούσε να τη συγκρίνει. «Ως κρίνον εν μέσω ακανθών», τόσο διαφορετική τού φαινόταν η αγαπημένη του ανάμεσα στ’ άλλα κορίτσια. Την έκαμε σκοπό της ζωής του και άρχισε να ψάχνει τρόπους και ανθρώπους για να την πλησιάσει.

Και φυσικά εκμυστηρεύτηκε τον έρωτά του πρώτα και καλύτερα, πού αλλού; Στον φίλο του. Εκείνος ενθουσιάστηκε. Και βάλθηκε, σαν φίλος του που ήταν, να συνδράμει στην περίσταση. Θα εύρισκε ανθρώπους κοντινούς της κοπέλας, να μεσολαβήσουν. Να μιλήσουν στους δικούς της, σε κείνη, όπου ήταν χρειαζούμενο, να δέσει το πράγμα, να πάρει σάρκα και οστά το μεγάλο όνειρο του Μανωλάκη. Κι αρχίσανε λοιπόν τα πάρε-δώσε του φίλου για τον μεγάλο σκοπό.

Και πρώτη του κίνηση βέβαια ήταν να τη δει κι ο ίδιος από κοντά, να αποκτήσει ιδία αντίληψη περί του θέματος, όπως έλεγε. Να μην ξέρει ο άνθρωπος για ποιο πράγμα αγωνίζεται; Και φυσικά, θαμπώθηκε από την ομορφιά της κι αυτός. Και εδώ ήταν που άρχισαν τα πράγματα να μετράνε αντίστροφα. Ο σπουδαίος φίλος δεν δίστασε καθόλου να αλλάξει ρόλο παρευθύς. Κι από προξενητής, βρέθηκε να κυκλοφοράει για γαμπρός. Τα ’φερε από δω, τα ’φερε από κει, με το ένα, με το άλλο, κατάφερε στο τέλος ο καλός σου με τη μαεστρία του, βάζοντας τον ερωτευμένο φίλο του να κοιμάται στα χαμομήλια, να φτιάξει τη δουλειά του τέλεια. Και ώσπου να πάρει είδηση ο βαθιά νυχτωμένος, ανίδεος Μανωλάκης, τί παιχνίδια παίχτηκαν πίσω από την πλάτη του, ο καλύτερος φίλος του βρέθηκε παντρεμένος με την όμορφη Ανδριανή.

Το νέο έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία στην ψυχή του φτωχού Μανωλάκη. Αυτός κι αν έπεσε απ’ τα σύννεφα! Νόμισε πως ζει εφιάλτη. Δεν μπορούσε να πιστέψει το τί έγινε. Να τον εκμεταλλευθεί ο έμπιστος φίλος του τόσο αισχρά! Ένιωσε τη ζωή του να γίνεται θρύψαλα στη στιγμή. Είδε τις δυο μεγάλες του αγάπες ξαφνικά να κάνουν φτερά. Ο καλύτερος φίλος του να τον προδίδει θανάσιμα! Η αγαπημένη του να χάνεται οριστικά απ’ τη ζωή του, να ανήκει παντοτινά πλέον σε άλλον! Τα μάτια του θάμπωσαν, το μυαλό του σκοτίστηκε, η καρδιά του σταμάτησε. Η ζωή έφυγε απ’ το κορμί του. Ο Θεός τον φώτισε και δεν άρπαξε την καραμπίνα να σκοτώσει και να σκοτωθεί.

Μα στο εξής τα πάντα μαράθηκαν μέσα του. Το όμορφο παλικάρι μαράζωσε, η νιότη του φυλλορρόησε, μάδησε σαν το κομμένο τριαντάφυλλο. Μια βαθειά δυστυχία θρονιάστηκε στην ψυχή του. Κατάντησε άνθρωπος μισερός. Οι δικοί του φοβήθηκαν πως θα τον χάσουν. Τους αγαπούσε πολύ κι έκανε το παν για να μην υποφέρουν μαζί του. Μα η ζωή του είχε μόνιμα σακατευτεί. Δεν μπόρεσε να συγχωρέσει ποτέ τον ύπουλο φίλο του. Τον μίσησε με όλη τη δύναμή του. Δεν θέλησε ποτέ του να τον ξαναδεί. Και ποτέ ξανά δεν ανάφερε το όνομά του. Ήταν γι’ αυτόν πλέον ο «ακατονόμαστος».

Και η Ανδριανή; Έμαθε ποτέ για τον μεγάλο του έρωτα; Της μίλησε άραγε ποτέ γι’ αυτό ο «ακατονόμαστος»; Δεν μπορούσε να ξέρει. Ούτε είχε τρόπο να μάθει. Μα δεν είχε και νόημα φυσικά. Ήταν πολύ τίμιος για να αρχίσει να σκαλίζει. Δεν είχε τίποτε να βγάλει.

Αυτός δεν το ήξερε, μα η κοπέλα, μια και ζούσε στο χωριό τους πια, έμαθε κάποτε, σε χρόνια βέβαια, την πικρή αλήθεια. Μια βαθειά συμπάθεια την πλημμύρισε για το πληγωμένο παλικάρι, που, ούτως ή άλλως από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, της είχε μιλήσει έντονα μέσα της. Μα τώρα δεν ωφελούσε τίποτα. Ήταν πολύ αργά για οτιδήποτε. Είχε πια οικογένεια, μικρά παιδιά να μεγαλώσει. Και ήταν κι αυτή πολύ τίμια για να σκαλίσει οτιδήποτε παραπέρα.

Ας όψεται ο «ακατονόμαστος»!

Και να τον έχει τώρα κοντά του στην πιο θανάσιμη πάλη της ζωής του, εδώ που παίζονταν όλα για όλα ανά πάσα στιγμή! Πώς γίνονται τέτοιες απίθανες, τόσο ανεπιθύμητες συμπτώσεις; Ποιο μακάβριο πεπρωμένο εμπαίζει σαδιστικά τον πόνο του; Χάθηκαν οι επιλογές στη σκακιέρα της ιστορίας; Ο νεαρός στρατιώτης ένιωσε την ψυχή του να λυσσομανά. Δεν έφτανε η προσωπική του μέχρι τώρα τραγωδία, η φρίκη του πολέμου, η ανήκουστη κακουχία που τους κατάντησε αγριμικά και θεριά. Θα είχε μπροστά του στο εξής και τον προσωπικό του δήμιο παντού, να τον βασανίζει ανελέητα. Ε, όχι πια! Δεν ήταν δα και υπεράνθρωπος! Πόσο θα κράταγε ακόμα; Η αίσθησή του ήταν πως όλα αυτά ξεπερνούσαν αφάνταστα τις αντοχές του. Η ψυχή του μαύρισε, έσπασε, γονάτισε.

Και ο πόλεμος, που από αισθήματα κι ανθρώπινους καημούς και πόνους δεν ένιωθε, συνεχιζόταν αμείλικτος. Μα ο νεαρός στρατιώτης άρχισε τώρα να τα βλέπει όλα με παγερή απάθεια. Λίγο τον ένοιαζε πια η ζωή του, έχασε το νόημά της γι’ αυτόν. Προκαλούσε ανοιχτά την τύχη του. Περιγελούσε ψυχρά τον θάνατο, γινόταν προκλητικά παράτολμος, έβγαζε το άχτι του βουτώντας απερίσκεπτα στους κινδύνους. Οι ανώτεροί του έτρεμαν στη σκέψη να χάσουν από ανοησίες τον καλύτερο στρατιώτη τους. Προσπαθούσαν μάταια να τον λογικέψουν. Θυμόταν μόνο, πού και πού, τη μάνα του την πονεμένη και τις αδελφές του, που θα μαυροφορούσαν στα νιάτα τους, και μάτωνε η καρδιά του πικρά.

Τα Χριστούγεννα κόντευαν. Μα ποιος τα θυμόταν; Το καθημερινό χαροπάλεμα συνεχιζόταν όλο και πιο άγριο. Οι εξουθενωμένοι μαχητές βρισκόντουσαν σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση. Το σύνταγμά τους είχε αγκιστρωθεί σε απόκρημνο ορεινό όγκο, απ’ τους πολλούς που αφθονούσαν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Σκορπισμένα περιμετρικά τα τρία τάγματά του, παρέμεναν καθηλωμένα για μέρες κάτω απ’ τον καταιγισμό των εχθρικών πυροβόλων. Η προέλασή τους κοβόταν απ’ το απότομο ρεύμα του ποταμού που έγλειφε τη χιονισμένη κατωφέρεια μπροστά τους. Με εντολή του συνταγματάρχη μια διλοχία, επιχειρώντας νυχτερινή παράτολμη έφοδο, κατάφερε να διεισδύσει στην απέναντι όχθη. Σχημάτισε μικρό προγεφύρωμα, μα χωρίς υποστήριξη, αποκομμένη, κινδύνευε να αφανιστεί. Ο νεαρός στρατιώτης ήταν στο προγεφύρωμα.

Η προωθημένη μονάδα, οχυρωμένη πρόχειρα, βρισκόταν τώρα στο μάτι του κυκλώνα. Ο ταγματάρχης-διοικητής της, ψάχνοντας απεγνωσμένα για προκάλυψη, έβγαλε βιαστικά αναγνωριστική περίπολο. Γλιστρώντας αθόρυβα οι πέντε οπλίτες της, προσπάθησαν να ψηλαφήσουν στα σκοτάδια της νύχτας το ανάγλυφο της περιοχής. Κόντευαν να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους, όταν σε κοντινή απόσταση αντιλήφθηκαν ύποπτη κίνηση. Εχθρικό απόσπασμα, δυο διμοιρίες τουλάχιστον, κατευθυνόταν προσεκτικά προς τη θέση της διλοχίας για αιφνιδιαστική προσβολή.

Οι άντρες της περιπόλου ακροβολίστηκαν στη στιγμή και κινήθηκαν προς τα πίσω, μα η απόσταση που τους χώριζε από την εχθρική ομάδα ήταν πολύ μικρή. Δεν μπορούσαν να τρέξουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Οι δυο παρέμειναν επί τόπου. Με τα φορητά τους αυτόματα άνοιξαν ομαδικό ξαφνικό πυκνό πυρ καταπάνω στον εχθρό, για να καλύψουν τη διαφυγή των υπολοίπων. Στη συνέχεια οι τρεις από ασφαλέστερη θέση κάλυψαν την υποχώρηση των δύο. Ο εχθρός αλαφιάστηκε, πισωγύρισε, αναδιπλώθηκε σαν ερπετό, ρίχτηκε με λύσσα στην αντεπίθεση. Η διλοχία βρέθηκε ακαριαία στο πόδι, εφόρμησε, κατάφερε να σπάσει την ορμή του, καθήλωσε προσωρινά το θεριό.

Μα απ’ την περίπολο γύρισαν μόνο οι τέσσερις. Ο πέμπτος δεν τα κατάφερε. Μέσα στη σύγχυση των διασταυρούμενων πυρών, μια ριπή τον πρόλαβε στα πόδια, ενώ έτρεχε να καλυφθεί στο κοίλωμα ενός βράχου. Η αριστερή του κνήμη έσπασε. Ο δεξιός μηρός γαζώθηκε, μα δεν πειράχτηκε το κόκκαλο. Σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στη βάση της πέτρας. Αδύνατον να κάνει βήμα. Η μάχη γύρω του μαινόταν. Η κρυάδα του θανάτου τον περόνιασε από πάνω ως κάτω μονομιάς. Είτε από σφαίρες, είτε από αιμορραγία, κατάλαβε πως ήταν λίγα τα ψωμιά του.

Το πρωί βρήκε τους αντιπάλους στις πρόχειρες οχυρώσεις τους. Ο αγνοούμενος στρατιώτης θεωρήθηκε νεκρός. Ο διοικητής σκεφτόταν με πρώτη ευκαιρία να τον περιμαζέψει για ταφή. Με τα κιάλια του χτένιζε το πεδίο της νυχτερινής μάχης. Δεν άργησε να τον εντοπίσει, καθώς βρισκόταν σε σημείο υπερυψωμένο, καθαρό από βλάστηση, αλλά και εμφανές εκατέρωθεν των αντιμαχομένων. Ο πεσμένος στρατιώτης προστατευόταν προσωρινά από τα εχθρικά βλέμματα από μικρό πέτρινο κοίλωμα, αλλά κάθε πρόσβαση σ’ αυτό ήταν απόλυτα εκτεθειμένη, χωρίς την παραμικρή κάλυψη. Ο ταγματάρχης εκτίμησε την κατάσταση στα γρήγορα. Ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να ρισκάρει τίποτε στο φως της μέρας, καθώς η περιοχή βρισκόταν μέσα στο δραστικό βεληνεκές των εχθρικών όπλων. Δίσταζε να διακινδυνεύσει άλλες ζωές. Θα περίμενε τη νύχτα.

Και ενώ ετοιμαζόταν να κατεβάσει τα κιάλια του, ο πεσμένος κουνήθηκε. Ο ταγματάρχης αναπήδησε.

–  Μα είναι ζωντανός! ανέκραξε κατάπληκτος.

Τα δεδομένα τώρα άλλαζαν άρδην. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τραυματία στο έλεος του εχθρού. Ούτε μπορούσε να ξέρει σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο πληγωμένος. Ίσως να είχε χάσει πολύ αίμα. Θα άντεχε μες στην παγωνιά ως τη νύχτα; Μια ομάδα διάσωσης οργανώθηκε στο λεπτό. Ο εμπειρότατος νεαρός στρατιώτης Μανουήλ επιλέχθηκε από τους πρώτους.

Με μεγάλη προσοχή και σχεδόν έρποντας, έφτασαν μέχρι το τελευταίο σημείο που τους παρείχε κάλυψη. Και τώρα; Μπροστά τους απλωνόταν το γυμνό ξέφωτο. Αδύνατο να προχωρήσουν αθέατοι. Θα πλήρωναν ακριβά την τόλμη τους. Τα πολυβόλα θα τους θέριζαν στο λεπτό. Βρέθηκαν σε μεγάλη αμηχανία.

Ο νεαρός στρατιώτης, εξασκημένος στον ανορθόδοξο πόλεμο, ανέλαβε πρωτοβουλία. Με παράτολμο θάρρος αναρριχήθηκε απ’ την αθέατη κρημνώδη πλευρά και έφτασε στο χείλος του βράχου που προστάτευε τον τραυματία. Μα πόση ήταν η έκπληξή του και η ψυχρολουσία που δέχτηκε, όταν είδε μπροστά του, ποιον άλλον; Τον «ακατονόμαστο»! Δεν είχε μάθει από πριν το όνομα του τραυματία, ή μπορεί και σκόπιμα να του το κρύψανε. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

–  Ώστε για σένα, βρε σκυλί, ξεσκίστηκα να φτάσω ως εδώ στα βράχια και τους γκρεμούς; Όχι, βρε αναίσχυντε, χίλιες φορές όχι! Δεν θα σου την κάνω τη χάρη! Εδώ θα μείνεις, να πεθάνεις! Να σε ρημάξουν ζωντανό, να σε φάνε τ’ αγρίμια!

Ήταν τόση η φούρκα του, που κάθισε κάτω τρέμοντας. Ένιωσε το κορόιδο της υπόθεσης, όπως ξανά και ξανά στο παρελθόν. Μα να, που τώρα είναι στο χέρι του να βγάλει μια και καλή το άχτι του. Η αγανάκτηση ορθώθηκε πελώριο κύμα μέσα του. Καιρός να πληρωθούν εδώ και τώρα όλοι οι παλιοί λογαριασμοί. Έχει ο καιρός γυρίσματα, δεν λένε;

Σκυφτός ο τραυματίας, ξεματωμένος, παγωμένος, χλωμός, ίσα που ανάσαινε. Δεν σάλεψε καθόλου. Δεν άνοιξε το στόμα μου να πει ούτε λέξη. Δεν σήκωσε μάτια να τον κοιτάξει.

–  Δεν μιλάς τώρα, παλιόπραμα, δεν σε παίρνει, ε;

–  Δεν έχω τίποτα να πω, μουρμούρισε τελικά ξεψυχισμένος ο άλλος. Δεν είμαι παρά ένας θεομπαίχτης. Αν θέλεις, συχώρεσέ με!

–  Τί να συχωρέσω, βρέ, αθεόφοβε; ούρλιαξε ο νεαρός στρατιώτης ξέφρενος. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Καταραμένος να ’σαι, που θέλεις και συγχώρεση!

–  Εγώ πεθαίνω, μου αξίζει, μα έχω μικρά παιδιά! ψιθύρισε με κόπο ο τραυματίας. Μην πάρουν την κατάρα μου πάνω τους. Κάν’ το για κείνα! Κάν’ το για κείνη!

Και έγειρε στο υγρό χώμα αποκαμωμένος.

Ο νεαρός στρατιώτης χτυπιόταν απ’ τον θυμό του. Μα βλέποντάς τον πεσμένο κάτω, σχεδόν νεκρό, άρχισε να καταλαγιάζει το πρώτο του φούντωμα. Δεν ήταν κακός, αντίθετα! Μα ξέσπαγε τώρα η πίκρα μιας ολάκερης ζωής. Στη σκέψη του ήρθε όντως εκείνη (μα μήπως είχε φύγει και ποτέ;) και τα παιδιά της. Ποιος ήταν στ’ αλήθεια αυτός που θ’ αποφάσιζε για την τύχη τους; Έγινε μήπως «ο και νεκρών και ζώντων την εξουσίαν έχων»; Αυτός θα κανόνιζε τώρα ποιος είναι να ζήσει και ποιος να πεθάνει; Και ποιον σταυρό θα κουβαλήσει ο καθένας; Θα βύθιζε στη δυστυχία της ορφάνιας αθώα μικρά παιδιά και στη χηρεία την αγαπημένη του ψυχή;

Κατάλαβε πως η εκδίκησή του θα ’σπερνε πίσω της καταστροφή. Όχι! Ποτέ του δεν ήθελε το κακό των ανθρώπων. Δεν θα το ’κανε λοιπόν ούτε τώρα. Αλλά καιρός τότε να βιαστεί. Δεν είχε τη μέρα ολόκληρη δική του. Άδραξε παρευθύς τον πληγωμένο στα στιβαρά του μπράτσα, όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Δεν μπορούσε να ξαναπεράσει φορτωμένος τους απότομους γκρεμούς από όπου σκαρφάλωσε νωρίτερα. Η μόνη διέξοδος ήταν το γυμνό ξέφωτο. Θανάσιμο ρίσκο, μα δεν είχε επιλογή.

Έκανε σινιάλο στην ομάδα του για κάλυψη και με τον τραυματία στους ώμους έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένας πυκνός φραγμός πυρός με συνεχείς βολές κατά ριπάς υψώθηκε πάραυτα για να τον προστατέψει. Μα κι ο εχθρός δεν αδρανούσε. Τα πολυβόλα του απάντησαν αμέσως. Στην κόλαση της φωτιάς, μ’ ένα τρελό ζικ-ζακ ο νεαρός στρατιώτης κόντεψε ν’ αγγίξει το θαύμα, μα η σφαίρα που τον έψαχνε επίμονα δεν είχε την ίδια γνώμη. Ένιωσε το φλογισμένο χάδι της στα σωθικά του, μα έσφιξε τα δόντια του για ένα τελευταίο σάλτο, που τον έφερε σχεδόν στην αγκαλιά της ομάδας του.

Με το που εντόπισε τις θέσεις του εχθρού από το πρόχειρο παρατηρητήριο ο διοικητής, πρόσταξε αμέσως βολές όλμου πάνω στα πολυβολεία του. Έτσι η ομάδα διάσωσης με τους δυο βαριά πληγωμένους κατάφερε να φτάσει ασφαλής στη βάση της.

Στο αντίσκηνο-χειρουργείο με ανύπαρκτα μέσα δόθηκε η κρίσιμη μάχη για τη ζωή τους. Εξαντλημένος απ’ την αιμορραγία και την παγωνιά ο «ακατονόμαστος», πήρε με τη φροντίδα λίγο-λίγο να συνέρχεται. Τα τραύματα στα πόδια του ήταν θεραπεύσιμα. Μα ο νεαρός στρατιώτης την είχε άσχημα. Η σφαίρα που τον τρύπησε απ’ το πλευρό, θέρισε ζωτικά του όργανα. Δυο μέρες χαροπάλευε. Ξημέρωναν Χριστούγεννα, χωρίς να πάρει ακόμα το καλύτερο.

Δεν είχε καλοφέξει καν, όταν απ’ το κοντινό αντίσκηνο ακούστηκαν μουρμουρητά, κουβέντες, σούσουρο, ώσπου τελικά ξεκαθάρισαν στ’ αυτιά του ψαλμωδίες. Ξαφνιάστηκε. Πώς έφτασε ως εκεί παπάς; Ο συνταγματάρχης είχε στείλει τον στρατιωτικό ιερέα του συντάγματος για να λειτουργηθούν τα παιδιά, να μεταλάβουν, μέρα που ξημέρωνε. Κανα-δυό φαντάροι πάλευαν να ψαλμωδήσουν τις χριστουγεννιάτικες υμνωδίες. «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί…», «Η Παρθένος σήμερον…» και άλλα. Του φάνηκε τόσο παράξενο μέσα στη φρίκη του πολέμου, στην άγρια ερημιά και στους φρικτούς του πόνους να ακούει λόγια ιερά, γιορτινά, που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια του. Βαθειά συγκίνηση και γαλήνη απλώθηκαν στην ψυχή του. Ο τραχύς στρατιώτης αναλύθηκε σε κλάμα. Μα το ίδιο συνέβαινε και με τον άλλο τραυματία δίπλα του.

–  Δεν ξέρω αν θα ξανάχω την ευκαιρία, μα θα ’θελα να σου πω το μεγάλο μου ευχαριστώ, που θυσιάστηκες για μένα, τον εχθρό σου! είπε με τρεμάμενη φωνή εκείνος. Μακάρι να μπορέσω κάποτε να στο ανταποδώσω.

–  Δεν βλέπω εχθρό μου πουθενά! Ούτε σε σένα, Χρήστο! (για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πρόφερε ξανά το όνομα του φίλου του). Άλλωστε φεύγω πια! Το ’πε η μάνα μου η μεγάλη, η Παναγιά, στη μάνα μου απόψε, στο όνειρό μου. Την είδα στο φτωχικό μας απαρηγόρητη να κλαίει, να χτυπιέται. Μα ήρθε αντίκρυ της και εστάθη η Παναγιά, μαυροφορούσα και σεμνή, με μάτια φωτεινά και πρόσωπο γλυκό, καλοσυνάτο.

–  Φτάνουν τα δάκρυα και οι καημοί σου, κόρη μου! της είπε. Το παιδί σου θα το πάρω εγώ κοντά μου πια. Μην κλαις και μην ανησυχείς άλλο γι’ αυτό. Τέλειωσαν οι πίκρες και τα βάσανά του. Τώρα θα είναι και δικός μου γιος. Σήμερα κιόλας θα ’ναι μαζί μου στον Παράδεισο.

Κι ακούμπησε την άχραντη παλάμη της η Παναγιά στ’ αυλακωμένο πρόσωπο της μάνας μου. Πήρε τα δάκρυά της, το γαλήνεψε. Κι έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο ν’ ανθίσει στα πικραμένα χείλη της.

Κι ενώ απόσωνε ο στρατιώτης την κουβέντα του, πρόβαλε στην πόρτα της σκηνής χρυσοντυμένος ο παπάς με τ’ άγιο Δισκοπότηρο. Σαν να ’ταν μιλημένος, προχώρησε και στάθηκε στο μαξιλάρι του. Άπλωσε το ιερό μάκτρο πάνω του και πρόφερε σιγανά και ιερόπρεπα:

–  «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μανουήλ Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον»!

Ο στρατιώτης ένιωσε πως είχε κιόλας αναλάβει τη φροντίδα του η μάνα του η Παναγιά. Κοινώνησε ευλαβικά. Έκανε τον σταυρό του και είπε ψιθυριστά:

–  «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου»!

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, έγειρε ελαφρά το κεφάλι στο πλάι και παρέδωσε ειρηνικά και γαλήνια το πνεύμα του.

Απλά και αθόρυβα, μέσα απ’ τις βροντές του πολέμου, ο νεαρός στρατιώτης Μανουήλ αναχώρησε. Την ώρα που το θείο Βρέφος, ο Εμμανουήλ, κατέβαινε από τον ουρανό για το σπήλαιο της Βηθλεέμ, ένα άλλο βρέφος λευκοφορεμένο -η ψυχή του νεαρού στρατιώτη Μανουήλ- ανέβαινε από τη γη στα ουράνια, για το βασίλειο της Εδέμ. Δορυφορούμενα από αγγέλους τα δυο βρέφη, συναπαντήθηκαν στον αέρα και, κατά τρόπο ανερμήνευτο για μας, παρέμειναν έκτοτε για πάντοτε μαζί.

Δυο γράμματα έφτασαν στο μικρό χωριό.

Το ένα για την οικογένεια του στρατιώτη από τον διοικητή του, που με το γνωστό στερεότυπο ύφος γνωστοποιούσε ότι ο γιός τους, «διά υποδειγματικήν εκτέλεσιν του καθήκοντος και επιδειχθείσαν αυτοθυσίαν» κ.λ.π. κ.λ.π., «κατετάγη εις το πάνθεον των ηρώων» κ.λ.π.

Το άλλο για την Ανδριανή από τον άντρα της, που την πληροφορούσε για τα καθέκαστα. Διαβάζοντάς το εκείνη, έτρεξε βιαστικά στην κάμαρά της, καθώς δυο δάκρυα καυτά κυλούσαν στα μάγουλά της. Ύψωσε μάτια και χέρια προς τα εικονίσματα και άφησε ελεύθερη την καρδιά της, για πρώτη και τελευταία φορά, να απευθυνθεί μυστικά στον νεαρό στρατιώτη:

–  Σ’ ευχαριστώ, αγαπημένη μου ψυχή, σ’ ευχαριστώ! Πορεύου εν ειρήνη, ζήσε εκεί παντοτινά τη χαρά που δεν γεύτηκες ποτέ στη ζωή σου εδώ!