Dogma

Τα μεγάλα ελληνικά Κέντρα Εκπαίδευσης

Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου-Κωνσταντινίδου, Ιστορικού

Σε μεγάλα ελληνικά Κέντρα μόλις από τις αρχές του 17ου αι. αρχίζουν να αναφαίνονται σχολεία. Στην Αδριανούπολη, στη Φιλιππούπολη, στην Αγχίαλο, στα Ιωάννινα κ.α. Περίφημη αναδείχθηκε η Πατμιάς Σχολή στην Πάτμο. Μόνο στην Κων/πολη συστάθηκε, αμέσως μετά την Άλωση, η Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Στη Σμύρνη το 1689 ο Μητροπολίτης Σμύρνης Γρηγόριος Κονταρής, φιλοπρόοδος και βιβλιόφιλος, κατόρθωσε να συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό βιβλίων και να τα δωρήσει στη Μητρόπολη. Τα βιβλία αυτά αποτέλεσαν αργότερα τον πυρήνα της μεγάλης Βιβλιοθήκης της Ευαγγελικής Σχολής. Το 1707 οι Σμυρναίοι Έλληνες ίδρυσαν το πρώτο συστηματικό σχολείο με το όνομα “Σχολείον του Χριστού”.

Ο συμπολίτης των Σμυρναίων Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ έπεισε τον σοφό και πολυμαθή διδάσκαλο Διαμαντή Ρύσιο, από το Ρύσιον (Αρετσού) της Βιθυνίας, να αναλάβει τη Διεύθυνση του νεοσύστατου αυτού φροντιστηρίου. Ο Ρύσιος είχε σπουδάσει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κων/πόλεως, την οποία διηύθυνε αργότερα (1702-1704). Το 1707 πήγε στη Σμύρνη, νυμφεύθηκε τη Δέσποινα χήρα Αγκουραιήν και έγινε από την κόρη του Θωμαή παππούς του μεγάλου Φιλολόγου Αδαμαντίου Κοραή. Στη Σμύρνη ο Ρύσιος, επί δέκα έτη, εργάστηκε με κάθε μέσο για να απαλλάξει τους ομογενείς του από τους προσηλυτιστικούς σκοπούς των Ιησουϊτών, οι οποίοι «ενόμιζον πολύ πλέον αξιόμισθον έργον την επιστροφήν ενός Γραικού εις την εκκλησίαν των, παρά την κατήχησιν δέκα Τούρκων ή δέκα ειδωλολατρών».

Η πλούσια διδασκαλία του Ρύσιου υπήρξε το πρώτο λαμπρό φως της ελληνοχριστιανικής παιδείας στη Σμύρνη.

Φεύγοντας από τη Διεύθυνση της Σχολής ο Ρύσιος στράφηκε προς το εμπόριο, που προστιθέμενο σε κληροδοτήματα και χορηγίες ευκατάστατων Σμυρναίων αποτελούσε μία εξαιρετικά υπολογίσημη πηγή εσόδων για τη συγκρότηση και τη λειτουργία των σχολείων στη Σμύρνη.

Η ΕυαγγελικήΣχολή: Το 1717 χειροτονήθηκε ως Μητροπολίτης Σμύρνης ο γνωστός για την αγάπη του στην παιδεία Ανανίας, ο οποίος, εκτός των άλλων, ίδρυσε την “Ελληνική Σχολή”. Διευθυντής αυτής της Σχολής έγινε ο ελλόγιμος Μοναχός Ιερόθεος Δενδρινός, ο οποίος είχε μαθητεύσει στη φημισμένη τότε “Πατμιάδα Σχολή”. Ο Ιερόθεος δίδασκε με ενθουσιασμό τους ολίγους τότε μαθητές και για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της Σχολής έπεισε τρεις φιλόμουσους ομογενείς να στηρίξουν οικονομικά τη Σχολή. Ο Παντελής ή Πανταλέων Σεβαστόπουλος, ο Γεώργιος (Τζόγιας) Όμηρος και ο Γεώργιος (Ζωρζής) Βιτάλης υπέγραψαν το 1733 με τον Ιερόθεο συστατικό της Σχολής, δια του οποίου ο Ιερόθεος θα δίδασκε και θα διηύθυνε ισοβίως τη Σχολή. Η Σχολή αυτή ονομάστηκε στα επόμενα χρόνια με διάφορα ονόματα, όπως “Μέγα Σχολείον”, “Ἑλληνικόν Σχολείον”, “Ελληνομουσείον”, “Σχολείον Χριστού” και τελικά το 1808 “ΕυαγγελικήΣχολή”. Το όνομα αυτό της προσέδωσε με σιγίλλιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε´, ο οποίος πριν γίνει Πατριάρχης (1797) είχε χρηματίσει Μητροπολίτης Σμύρνης (1785-1797).

Η “Ευαγγελική Σχολή” έως την Επανάσταση του 1821 είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι διδάσκαλοι της Σχολής είχαν αυτοί μόνον το προνόμιο να κηρύττουν από τον άμβωνα τον θείο Λόγο.

Την εποχή εκείνη πολλοί Έλληνες Μικρασιάτες αποκτούσαν ξένη υπηκοότητα για να προστατεύουν όχι μόνον τον εαυτό τους, αλλά και τα συμφέροντα του Γένους.

Ο Π. Σεβαστόπουλος ήταν Άγγλος υπήκοος και διερμηνέας του αγγλικού προξενείου Σμύρνης. Με τη διακριτικότητα και την φιλοπατρία που τον χαρακτήριζαν, έθεσε με διαθήκη του το 1747 την Ευαγγελική Σχολή υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας καθιστώντας την ανεξάρτητη και προστατευμένη από κάθε ελληνική ή οθωμανική επιβουλή. Η πράξη αυτή έγινε δεκτή από τους Άγγλους, αλλά και από τους Τούρκους, επί Μαχμούτ Β´ το 1810. Έκτοτε μέχρι και της καταστροφής του 1922 η Ευαγγελική παρέμεινε υπό την αγγλική προστασία.

Ο Π. Σεβαστόπουλος, θεωρούμενος μέγας ευεργέτης, κοιμήθηκε το 1758. Ο Ματθαίος Παρανίκας, διευθυντής της Ευαγγελικής (1878-1885), στο σύγγραμμά του “Ιστορία της Ευαγγελικής Σχολής”, γράφει ότι το όνομα του Σεβαστόπουλου –ο οποίος είχε κληροδοτήσει στη Σχολή μέγα μέρος της περιουσίας του–, «ευλογείται και θέλει ευλογείσθαιεις γενεάς γενεών, ου μόνον εν Σμύρνη αλλά και ανά πάσαν την Μικράν Ασίαν».

Η Σχολή διευθυνόμενη από τον ισόβιο διευθυντή της Ιερόθεο πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες όχι μόνο στη νεολαία της Σμύρνης αλλά και των γειτονικών περιοχών και κατέστη άσυλο των απόρων μαθητών σχεδόν «απάσης της Ελάσσονος Ασίας».

Το 1778 μεγάλη πυρκαϊά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Σμύρνης και την Ευαγγελική Σχολή.

Ο Ιερόθεος, σε βαθιά γεράματα, κατόρθωσε λίγο πριν κοιμηθεί να πείσει πέντε από τους προύχοντες της πόλεως να αναλάβουν την ανέγερση της Σχολής. Η Σχολή ανεγείρεται και εξακολουθεί το θεάρεστο έργο της. Από τους νέους επιτρόπους ο Ιωάννης Κανάς, όπως άλλοτε ο Π. Σεβαστόπουλος, αναδείχθηκε μέγας ευεργέτης αναλαμβάνοντας την ανέγερσή της στη θέση στην οποία βρισκόταν προ της καταστροφής.

Το 1780 κοιμήθηκε ο Ιερόθεος, τον οποίο διαδέχθηκε ο πρώτος μαθητής του και συνδιδάσκαλός του Ιερομόναχος Χρύσανθος Καραβίας, επί του οποίου η Σχολή συνέχισε να έχει τον θρησκευτικό της χαρακτήρα, παράλληλα με την πάντοτε πολύ προσεγμένη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Ο Καραβίας διηύθυνε τη Σχολή έως τον θάνατό του το 1812. Ωστόσο τη δεκαετία 1809-1819 η Ευαγγελική Σχολή αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα ανταγωνισμού με την ίδρυση του “Φιλολογικού Γυμνασίου”.

Στις αρχές του 19ου αι. στις γειτονικές πόλεις της Σμύρνης Χίο και Κυδωνίες είχαν ιδρυθεί Γυμνάσια, τα οποία λειτουργούσαν με προοδευτικό για την εποχή εκείνη πνεύμα, διαθέτοντας φωτισμένους διδασκάλους, οι οποίοι δίδασκαν σύμφωνα με την επιστημονική και φιλοσοφική πορεία των Ευρωπαίων Διαφωτιστών, φροντίζοντας συγχρόνως να ανυψώσουν το ελληνικό φρόνημα. Ωστόσο προσπαθούσαν να προσαρμόσουν την ταυτότητα του νεοέλληνα στον εξελιγμένο επιστημονικά κόσμο της Ευρώπης: Ο Ν. Βάμβας στη Χίο, ο Θ. Καΐρης και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος στην φημισμένη για τις γνώσεις ανωτέρου επιπέδου “Ακαδημία των Κυδωνιών”, θεωρήθηκαν σοφοί και προοδευτικοί διδάσκαλοι. Ο Βενιαμίν είχε μυηθεί και στη Φιλική Εταιρεία.

Έτσι γεννήθηκε το “Φιλολογικόν Γυμνάσιον” με διευθυντές, δύο από τους πιο γνωστούς ως Διδασκάλους του Γένους: τον Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων και τον Κωνσταντίνο Κούμα. Αμφότεροι κατάγονταν από τη Θεσσαλία. Ο Κ. Κούμας(Λάρισα 1777-Τεργέστη 1836) υπήρξε πρωτεργάτης μιας νέας πολιτισμικής ταυτότητας, δια της εφαρμογής στα ελληνικά σχολεία των ιδεών των μεγάλων θεωρητικών της Δύσεως: Κοντιγιάκ, Καντ, Ρουσό κ.ά. Ο Κούμας έδωσε έμφαση στη διδασκαλία των Μαθηματικών και των Φυσικών Επιστημών εξοπλίζοντας τη νέα Σχολή με τα κατάλληλα βιβλία και τα απαραίτητα για τα θετικά μαθήματα όργανα. Κατά την άποψή του οι Σμυρναίοι έπρεπε να «ξυπνήσουν από της απαιδευσίας τον ύπνον». Ο σοφός δάσκαλος έλεγε χαρακτηριστικά: «…Είσαι λογιώτατος πλην δεν ηξεύρης να λογαριάσης και να γράψης. Είναι ανάγκη να διδαχθώσιν [οι νέοι] την τέχνην της επιστολογραφίας, την αριθμητικήν και άλλα χρειώδη μαθήματα, δια να εμβώσιν ούτοι εις γραμματείον εμπόρου…».

Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος (Τσαριτσάνη 1780-Αθήνα 1857) είναι μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του 19ου αι. Ο Μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός τον χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο Έλληνα Θεολόγο του 19ου αιώνα.

Χωρίς πανεπιστημιακές περγαμηνές ο Οικονόμος ξεχώρισε ως Ιερέας, ως συγγραφέας, ως διδάσκαλος του Γένους και ως πιστός τηρητής των Ιερών Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως. Ως διευθυντής του “Φ. Γ.” θεωρήθηκε ως μοναδικός διαμορφωτής ψυχών, ως υποδειγματικός πατριώτης και ως ο πλέον δημοφιλής ιεροκήρυκας εκτός του χώρου του Σχολείου. Εκήρυττε τον Θείο Λόγο και εκτός της Σχολής.

Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε´ ανακήρυξε το 1819 τον Κ. Οικονόμο “Γενικό Ιεροκήρυκα της Μεγάλης Εκκλησίας”.

Τόσο ο Κ. Κούμας όσο και ο Κ. Οικονόμος προσπάθησαν να ενισχύσουν τα πατριωτικά συναισθήματα των Σμυρναίων, υπενθυμίζοντάς τους την αίγλη της αρχαίας Σμύρνης. Ο εγκατεστημένος στο Παρίσι Αδαμάντιος Κοραής ενίσχυε με επιστολές του τη θέση και των δύο αυτών σοφών Ελλήνων πατριωτών.

Ο Κούμας δίδασκε, εκτός από τα στοιχειώδη μαθήματα, Φιλοσοφία, Αστρονομία, Γεωγραφία, Μαθηματικά, και Φυσική Ιστορία βοηθούμενος από τα αναγκαία όργανα για τη διδασκαλία αυτών των μαθημάτων.

Ο Κ. Οικονόμος δίδασκε Γραμματική, Θρησκευτικά, Ρητορική, Ποιητική, Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, αλλά και ξένη λογοτεχνία στην οποία είχε επίσης εξειδικευθεί. Είναι γνωστό ότι το οικουμενικό πνεύμα του Οικονόμου τον βοήθησε να είναι απόλυτα προσαρμοσμένος στην εποχή του, γνωστός και αγαπητός στους πολιτικούς και πνευματικούς φορείς της Ευρώπης, στους οποίους δεν παρέλειπε να στέλνει συγγράμματά του, αναφορικά με την αλήθεια της Ορθοδοξίας, σεβόμενος συγχρόνως τις πνευματικές επιδόσεις τους.