Τα πνευματικά φώτα των Κούμα – Οικονόμου
Της Βιργινίας Χαμουδοπούλου- Κωνσταντινίδου, Ιστορικού
Τα πνευματικά φώτα του Κούμα και του Οικονόμου βρήκαν δυνατή αντανάκλαση στους Ελληνόπαιδες της Σμύρνης. Η πολυμάθεια των νεαρών σοφών μαθητών τους είχε εντυπωσιάσει ακόμα και Τούρκους, όπως και Ευρωπαίους διανοουμένους. Με το πέρασμα των χρόνων η υπεροχή του “Φ. Γ.” συγκριτικά με τα διδασκόμενα στην Ευαγγελική Σχολή ήταν μεγάλη. Μαθητές από τα περίχωρα της Σμύρνης, από το εσωτερικό της Μ. Ασίας και από τα νησιά έσπευδαν να ακούσουν τα μαθήματα.
Στο διδακτικό προσωπικό του “Φ. Γ.” προστέθηκε και ο αδελφός του Κ. Οικονόμου Στέφανος, καθηγητής Φυσικής, Χημείας και Λατινικών.
Στις υποτιμητικές παρατηρήσεις εναντίον της “συντηρητικής” Ευαγγελικής Σχολής αντέδρασαν κόσμια ο Μητροπολίτης Σμύρνης Άνθιμος, ο Επίτροπος Ερυθρών Καλλίνικος και βέβαια οι Επίτροποι της Ευαγγελικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν και αναγνώριζε τη σπουδαιότητα του Φιλολογικού Γυμνασίου, τάχθηκε με το μέρος της Ευαγγελικής και παρέπεμπε στο Πατριαρχικό Συνοδικό σιγίλλιο, που εκδόθηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε´ επικυρώνοντας το αυτόνομο της Ευαγγελικής και επικρίνοντας τους κατηγόρους της.
Ωστόσο ο π. Άνθιμος προσπάθησε να βελτιώσει το διδακτικό επίπεδο της Σχολής καλώντας το 1811 τον καταξιωμένο διδάσκαλο Θ. Καΐρη να διδάξει στην Ευαγγελική. Όμως η προσπάθεια αυτή ακυρώθηκε για λόγους οικονομικούς, αναφορικά με την μισθοδοσία του Καΐρη. Επίσης οι Επίτροποι της Ευαγγελικής κάλεσαν το 1820 τον καταξιωμένο τότε διδάσκαλο Βενιαμίν τον Λέσβιο για να αναλάβει τη διεύθυνση της Σχολής. Ο Βενιαμίν δεν πρόφθασε να εργασθεί παραπάνω από έξη μήνες διότι, όταν εξερράγη η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η Ευαγγελική διαλύθηκε.
Το Φιλολογικό Γυμνάσιο είχε ήδη διαλυθεί τον Ιούνιο του 1819, ύστερα από οχλαγωγικές εκδηλώσεις.
Μετά τη διάλυση του “Φ. Γ.” ο Κούμας πήγε στην Κων/Πολη και στη συνέχεια στην Τεργέστη, όπου κοιμήθηκε το 1836.
Ο Κ. Οικονόμος, αποφεύγοντας τις διώξεις των Τούρκων, ἔμεινε επί πολλά έτη στη Ρωσία (Οδησσό-Πετρούπολη), απ᾽ όπου εμψύχωνε τους Έλληνες αγωνιστές με πλήθος επιστολών και διατηρούσε διπλωματικές επαφές με Ευρωπαίους πολιτικούς και πνευματικούς φορείς, εις όφελος των Ελλήνων ηρώων. Ο μέγας Ιεράρχης ήταν στην Οδησσό όταν έφθασε εκεί το νεκρό σώμα του Εθνομάρτυρα Γρηγορίου Ε´. Ο επιτάφιος λόγος του Οικονόμου στον νεκρό Πατριάρχη συγκλόνισε ομογενείς και ξένους και χαρακτηρίστηκε ως “θούριον άσμα των ελληνικών αγώνων”.
Ο Οικονόμος ήλθε στην Ελλάδα το 1834, όπου επί δέκα επτά έτη αγωνίστηκε να ακυρώσει το βίαιο-πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας (του 1833), το οποίο ήταν έργο της Βαυαροκρατούμενης Ελλάδας και δυστυχώς ορισμένων Ελλήνων κληρικών, όπως ο Θ. Φαρμακίδης, που επεδίωκαν την απόσχιση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Μητέρα Εκκλησία. Η προσπάθεια του Κ. Οικονόμου και άλλων κληρικών είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική επαναπροσέγγιση της Ελλαδικής Εκκλησίας προς το Οικουμ. Πατριαρχείο δια της αποστολής στην Ελλάδα “Κανονικού Τόμου”, το 1850, που σήμαινε νόμιμη, σύμφωνη με τους Ιερούς Κανόνες, Αυτοκεφαλία.
Όταν κοιμήθηκε ο Κ. Οικονόμος συγκλονίστηκαν και τον τίμησαν ακόμη και οι αντίπαλοί του στο θέμα της Αυτοκεφαλίας.
Στη Σμύρνη σύσσωμος ο Σμυρναϊκός λαός παρευρέθηκε στην προς τιμήν του εκδήλωση. Η εφημερίδα “Αμάλθεια” του αφιέρωσε ένα μεγάλο άρθρο, όπου μεταξύ άλλων πολλών γράφει τα εξής: «Ο Οικονόμος δεν ανήκει εις μίαν χώραν, αλλ᾽ εις όλην την ελληνικήν φυλήν, ην ετίμησεν δια της σοφίας του, και [ανήκει] εις την ΑνατολικήνΕκκλησίαν, ης απεδείχθη στρατιώτης γενναίος, χρήσιμος και ένδοξος…».
Τα λόγια αυτά, όπως και ολόκληρο το άρθρo της “Αμάλθειας”, φανερώνει τον σεβασμό, την αγάπη, την εμβάθυνση και την αντικειμενική κρίση των πεπαιδευμένων Σμυρναίων, οι οποίοι ασχέτως τοποθετήσεως υπέρ ή κατά του “Φ. Γ.” ξεχώριζαν τις προσωπικότητες και τιμούσαν με ειλικρίνεια την πνευματική προσφορά τους.
Μετά την Ελληνική Επανάσταση η Ευαγγελική επαναλειτούργησε από το 1824. Από το 1828 άρχισε να αποβάλλει τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Οι διευθυντές της δεν ήταν πλέον μόνον ιερωμένοι, και άρχισε να διδάσκεται η Γαλλική, Αγλλική και Ιταλική γλώσσα.
Το 1842 τεράστια πυρκαϊά κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της Σχολής, η οποία ανοικοδομήθηκε σε δύο χρόνια και με χρήματα ομογενών του Λονδίνου, της Τεργέστης, της Μασσαλίας και της Αλεξάνδρειας.
Το 1861, με διευθυντή τον Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο από την Τραπεζούντα, οι απόφοιτοι της Σχολής μπορούσαν να φοιτήσουν σε Πανεπιστήμιο. Το 1862 το Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπό τον Πρύτανη Κ. Ασώπιον, χορήγησε προνόμιο στην Ευαγγ. Σχολή, σύμφωνα με το οποίο οι απόφοιτοι της Ευαγγελικής μπορούσαν να εγγραφούν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς εξετάσεις.
Η Ευαγγελική στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. δημιούργησε δημοτικά σχολεία, ως παραρτήματά της: Το “Κιουπετζόγλειο” στη συνοικία της Αγ. Αικατερίνης, το “Σοφίειον” προς τιμήν της ευεργέτιδας Σοφίας Κιουπετζόγλου. Επίσης ανέλαβε τη συντήρηση και άλλων δημοτικών σχολείων.
Το 1909 ιδρύθηκε “Εμπορική Σχολή” ως τμήμα της Ευαγγελικής και το 1910 ιδρύθηκε τριτάξιο “Διδασκαλείο” για τη μόρφωση δημοδιδασκάλων, των οποίων η έλλειψη ήταν αισθητή κυρίως στα σχολεία του εσωτερικού της Μικράς Ασίας. Το “Διδασκαλείο” υπαγόταν στην Ευαγγελική Σχολή μέχρι της καταλήψεως της Σμύρνης από τους Έλληνες, οπότε το ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση.
Κατά το διάστημα του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ανακόπηκε η πρόοδος της Ευαγγελικής Σχολής. Θα αναφερθούμε και πάλι στην εξέχουσα αυτή Σχολή όταν μιλήσουμε για την κατοχή της Σμύρνης από τους Έλληνες το 1919-1922. Άλλωστε πρέπει να επισημάνουμε σύντομα ορισμένα στοιχεία και για τα σχολεία θηλέων. Είναι γεγονός ότι η Σμύρνη, με το σύνολο των σχολείων της τον 19ο αι. και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., «…εν τη των γραμμάτων θεραπεία, πρωτεύει απασών των πόλεων της Αυτοκρατορίας»..
Το πρώτο σχολείο θηλέων ιδρύθηκε στη Σμύρνη το 1830 σε δωμάτιο του “Γραικικού Νοσοκομείου” και στεγάστηκε από το 1837 μέσα στον περίβολο του Ιερού Ναού της Αγίας Φωτεινής. Ονομάστηκε Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής και αργότερα “Κεντρικό Παρθεναγωγείο”. Το 1881 ιδρύθηκε το “ΟμήρειοΠαρθεναγωγείο” με δύο τάξεις νηπιαγωγείων, πέντε τάξεις ελληνικού σχολείου (στοιχειώδους εκπαιδεύσεως) και πλήρες κλασικό γυμνάσιο με πέντε τάξεις. Το “Ομήρειο” δημιούργησε και Διδασκαλείο για τους διδάσκοντες, με υποτροφίες για κορίτσια από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας.
Άλλωστε υπήρχαν περίπου είκοσι ιδιωτικά παρθεναγωγεία, ελληνικά και ξένα, προκειμένου να εξυπηρετούνται στη Σμύρνη τόσο τα κορίτσια της Ελληνικής Κοινότητας, όσο και των ξένων Κοινοτήτων (Άγγλων, Γάλλων, Ολλανδών, Ιταλών). Τα ιδρύματα αυτά αποσκοπούσαν όχι μόνον στις θεωρητικές γνώσεις, αλλά και στην ένταξη των κοριτσιών στην Κοινότητα, όπως και σε γνώσεις αγωγής των παιδιών τους, σε γνώσεις υγιεινής, καθαριότητος, μαγειρικής, ραπτικής, κεντήματος κ.ά. («ΣΜΥΡΝΗ», Χαμένες Πατρίδες, Παιδεία και Πολιτισμός, 2002, σ. 95).
Ο πολιτικός Δημήτριος Ράλλης (1844-1921), πρώην Πρωθυπουργός και Υπουργός Παιδείας της Ελλάδας, όταν επισκέφθηκε τη Σμύρνη το 1907, έμεινε κατάπληκτος από την άρτια λειτουργία των εκεί σχολείων και είπε χαρακτηριστικά: «Ήθελον οι σοφοί μας των Αθηνών να ίδουν και να θαυμάσουν πώς λειτουργούν τα ελληνικά εκπαιδευτήρια της ιωνικής πρωτευούσης» (“Αμάλθεια”, φύλλο 7 Ιουλίου 1907).
Άλλωστε υπήρξαν ενθουσιώδη σχόλια και από ξένους για την ελληνική εκπαίδευση στη Σμύρνη. Ενδεικτικά: Ο πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στη Σμύρνη Charles de Scherzer στο βιβλίο του “Περί Σμύρνης” (1873) γράφει: «Οι Έλληνες έχουν άριστα εκπαιδευτήρια και ξέρουν όλοι γραφή και ανάγνωση… Ξοδεύουν μεγάλα χρηματικά ποσά για τα σχολεία τους και τα άλλα αγαθοεργά τους ιδρύματα… Στην Ευαγγελική Σχολή με τα παραρτήματά της φοιτούν 2.500 μαθητές. Επίσης η Σχολή συντηρεί και ενοριακά Παρθεναγωγεία, όπου φοιτούν 600 μαθήτριες. Στη Σμύρνη υπάρχουν 79 ελληνικά εκπαιδευτήρια με 460 καθηγητές και καθηγήτριες και 19.915 μαθητές… Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είναι πάντοτε πρόθυμοι να θυσιάσουν τους γλίσχρους πόρους τους για την εκπαίδευση των παιδιών τους… Η παιδεία των Τούρκων είναι σχεδόν ανύπαρκτη και υποτυπώδης… Όλα τα σχολεία των μειονεκτούν στην οργάνωση και το σύστημα διδασκαλίας…».
Ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος EliséeReclusγράφει το 1844: «Κανένας λαός, όσο ο Ελληνικός, δεν καταβάλλει τόσες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών του… Τα Ελληνόπουλα προπαρασκευάζονται από τα θρανία για την ώρα που θα μπορέσουν να απαλλαγούν από τον κυρίαρχό τους… Συντελείται έτσι μία ειρηνική Επανάσταση. Οι Έλληνες της Σμύρνης είναι έτοιμοι για κάθε θυσία για την ίδρυση και τη λειτουργία των Σχολείων τους… Πολλοί πλούσιοι κτίζουν σχολεία και άλλοι αφήνουν, μετά θάνατον, την περιουσία τους για την εκπαίδευση…».
Άλλες παρόμοιες μαρτυρίες στο “Η Παιδεία στη Σμύρνη”, από τον Χρήστο Σολομωνίδη (Αθήναι 1961, σσ. 365-368).