Τα βιώματα του φόβου
Μερικά παιδιά φοβούνται πολύ. Θέλουμε δεν θέλουμε, είτε στο χωριό ζούμε είτε στην πόλη, όπου κι αν ζούμε, έχουμε, π.χ., να αντιμετωπίσουμε τους κεραυνούς. Πόσα παιδιά φοβούνται τους κεραυνούς!
Ο γονέας, κυρίως η μητέρα, που είναι πιο κοντά στο παιδί σ’ αυτή την ηλικία, την ώρα που πέφτει ο κεραυνός, που ακούγεται η βροντή, καθώς είναι μαζί με το παιδί της, εάν δεν πάρει την πρέπουσα στάση απέναντι αυτού του γεγονότος, το παιδί όχι μόνο θα φοβηθεί, αλλά, επειδή συγχρόνως δεν μπορεί να εκδηλώσει ελεύθερα το βίωμα του φόβου που νιώθει, που ζει εκείνη την ώρα, θα καταπιεί αυτό το βίωμα, ας πούμε έτσι. Και αν ένα παιδί καταπιεί το βίωμά του, αν επιτρέπεται να πω, δηλαδή το απωθήσει, όπως λέει η ψυχολογία, αυτό το βίωμα μένει απωθημένο, ατόφιο και ακατέργαστο.
Τέτοια βιώματα αποθηκεύονται μέσα στην ψυχούλα του παιδιού, όταν οι γονείς δεν πάρουν την κατάλληλη στάση. Πρώτα-πρώτα, όταν δεν φροντίζουν να μη δημιουργούν οι ίδιοι άσχημες καταστάσεις μέσα στο σπίτι· αλλά και όταν δημιουργούνται άθελά τους, αν δεν πάρουν την κατάλληλη στάση, όλα αυτά τα βιώματα που δημιουργούνται στο παιδί αποθηκεύονται μέσα στην ψυχή του, και πού να βρει κανείς μετά άκρη.
Ίσως γεννάται η απορία: Τι κάνει το βάπτισμα; Διότι μπορεί να είναι βαπτισμένο το παιδί, και να μένουν ατόφια αυτά τα βιώματα. Μπορεί να κοινωνάει ένα παιδί, μπορεί οι γονείς του να το εκκλησιάζουν και, καθώς μεγαλώνει, να του διδάσκουν τον λόγο του Θεού, ωστόσο όμως αυτά τα βιώματα να μένουν μέσα του ατόφια, ακατέργαστα, και από κει να κάνουν τη δουλειά τους. Και μια μέρα μπορεί να ξεσπάσουν και να ανατινάξουν στον αέρα το παιδί ή, και αν δεν το ανατινάξουν στον αέρα, διαρκώς να το διατηρούν σε μια αγχώδη κατάσταση, σε μια αρρωστημένη κατάσταση.
Έχουμε πει και εδώ και αλλού ότι η χάρη του Θεού, που δίνεται με το βάπτισμα και τα μυστήρια γενικότερα, δεν ενεργεί κατά ένα μαγικό τρόπο. Η χάρη του Θεού ενεργεί τόσο και μέχρις εκεί που, τρόπον τινά, υπάρχει και η συγκατάθεση του ανθρώπου. Βέβαια, όταν βαπτίζεται ο άνθρωπος, αναγεννάται, αλλά για να ολοκληρωθεί αυτό το έργο, χρειάζεται ο άνθρωπος –το λένε οι Πατέρες και το τονίζουν– να δοθεί όλος στη χάρη του Θεού, καθώς μεγαλώνει και αρχίζει να έχει βούληση, να έχει λόγο, να σκέπτεται. Και, καθώς δίνεται ολόκληρος στη χάρη, αυτή επηρεάζει όλη την ύπαρξή του, την αναγεννά και αγιάζει τον άνθρωπο· τον κάνει πραγματικά άγιο.
Όταν όμως υπάρχουν αυτά τα βιώματα, αυτά τα απωθημένα στρώματα, που βρίσκονται σε ασυνείδητη κατάσταση βαθιά στο υπόγειο της υπάρξεως, δεν μπορεί η χάρη του Θεού να επιδράσει σ’ αυτά, διότι αποτελούν, τρόπον τινά, ένα άλλο εγώ. Και όταν ο άνθρωπος δίνεται στη χάρη του Θεού, δεν δίνεται μαζί με αυτά, και, κατά κάποιον τρόπο, δεν μπορεί η χάρη να τα επηρεάσει. Γι’ αυτό φρονούμε καί πιστεύουμε ότι χρειάζεται να βοηθήσουμε τον άλφα, τον βήτα, που έχει διάθεση να σωθεί, που θέλει να πιστέψει στον Θεό πραγματικά, που θέλει να εξαγιασθεί, ώστε να αναταραχθούν όλα αυτά τα στρώματα, και να έλθουν στην επιφάνεια όλα αυτά τα βιώματα, τέτοια ή αλλιώτικα. Η χάρη του Θεού άλλα θα φυγαδεύσει, άλλα θα τα μεταμορφώσει, θα τα αλλάξει.
Είναι ανάγκη λοιπόν οι γονείς, με βάση πάντοτε την αληθινή αγάπη, την πραγματική αγάπη, να έχουν την υπομονή και το κουράγιο να κάνουν συντροφιά στο παιδί τους σε κάθε περίσταση. Και την ώρα που το παιδί φοβάται, μαζί με το παιδί να αντιμετωπίζουν το άλφα ή το βήτα γεγονός που προκαλεί τον φόβο στο παιδί, και να το αντιμετωπίζουν με τέτοιον τρόπο, ώστε ο φόβος αυτός απλώς να είναι ένα περαστικό γεγονός, και να μην αφήνει ίχνη και τραύματα στο παιδί. Να μην αφήνει επομένως βιώματα τέτοια, τα οποία απωθούνται.
Αλλά αυτό γίνεται, εφόσον το παιδί δεν αισθάνεται ορφανό. Μπορεί δίπλα του να κάθεται ο πατέρας. Τι σημασία έχει όμως; Αν δεν έχει την αίσθηση της προστασίας, αν δεν υπάρχει αυτή η αμοιβαία εμπιστοσύνη και η αμοιβαία κοινωνία, αν δεν αισθάνεται το παιδί ότι ο πατέρας του είναι το παν γι’ αυτό –για το παιδί ο πατέρας του είναι ο Θεός, και δια του πατρός, τρόπον τινά, βρίσκει τον Θεό– αν δεν αισθάνεται έτσι το παιδί, παρά το ότι έχει γονείς, παρά το ότι έχει οικογένεια, θα είναι σαν ορφανό, απροστάτευτο και έρημο, με αποτέλεσμα τα γεγονότα αυτά, τα βιώματα αυτά να πληγώνουν την ψυχούλα του, και να δημιουργείται ανάλογη κατάσταση μέσα του.
Μερικές φορές π.χ. η μητέρα, καθώς θέλει να επιβληθεί στην κόρη της ή στον γιο της, ή ο πατέρας για να πετύχει τούτο ή εκείνο, βγάζουν, ας μου επιτραπεί η λέξη, τσιρίδες τέτοιες, που για το παιδί είναι θάνατος. Τι να σου κάνει μετά αυτό το παιδί; Βέβαια, αν είναι ένα παιδί με πολύ συγκροτημένη, με φυσιολογική ιδιοσυγκρασία, πιθανόν να τα ξεπεράσει όλα αυτά μια μέρα. Πώς; Θα πάρει την απόφαση και θα πει: «Με τους γονείς δεν υπάρχει καμιά συνεννόηση· ό,τι γίνει σ’ εμένα, θα το κάνω μόνος μου». Και μπορεί να τα βγάλει πέρα μέσα στη ζωή.
Αλλά τα πιο πολλά παιδιά, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν ανάγκη από αυτή την προστασία, από αυτή τη στενή σχέση με τους γονείς. Και, όταν αυτό το πράγμα το κόβουν οι ίδιοι οι γονείς, τα παιδιά φυσικά δεν έχουν καλή εξέλιξη και κανονική ανάπτυξη, καμιά φορά και σωματικά και όχι μόνο ψυχικά· αλλά κυρίως ψυχικά.
Γι’ αυτό λοιπόν είναι ανάγκη ο κάθε γονέας καθ’ εαυτόν να είναι τέτοιος που πρέπει να είναι, αλλά και οι μεταξύ των γονέων σχέσεις να είναι τέτοιες, που να μην αφήνουν τραύματα στα παιδιά. Και αν καμιά φορά συμβαίνει κάτι –βέβαια αυτά εσείς τα ξέρετε· δεν είναι ανάγκη να τα πω εγώ– και έχουν οι γονείς να συζητήσουν κάτι, καλό είναι να μη συζητούν μπροστά στα παιδιά. Αλλά γενικότερα πρέπει να κάνουν το παν οι γονείς, ώστε να δημιουργούν κατάλληλη ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι, κατάλληλη οικογενειακή ατμόσφαιρα. Αυτό είναι που, τρόπον τινά, προλαμβάνει τα πάντα και σβήνει ακόμη και μερικά πράγματα που είναι αναπόφευκτα σ’ αυτή τη ζωή. Και η ατμόσφαιρα αυτή δημιουργείται πρώτα από τους γονείς, αλλά και από όλα τα μέλη της οικογενείας.
Αξίζει εδώ να θυμηθούμε εκείνο που είπε κάποιος, όταν τον ρώτησαν από πότε πρέπει οι γονείς να φροντίζουν για την αγωγή των παιδιών. «Όταν είναι πέντε ετών τα παιδιά;» «Πολύ αργά είναι», απάντησε. «Όταν είναι δύο ετών;» «Πάρα πολύ αργά». «Όταν είναι ενός έτους;» «Πάρα πολύ αργά». «Όταν γεννηθούν;» «Πολύ αργά». «Από πότε;» «Είκοσι χρόνια πριν γεννηθούν τα παιδιά τους», απάντησε. Από τότε πρέπει οι γονείς να αρχίζουν να φροντίζουν για την αγωγή των παιδιών. Δηλαδή, οι ίδιοι οι γονείς από την παιδική τους ηλικία πρέπει να ετοιμάζονται, ώστε, όταν βρει ο ένας τον άλλο, να μπορούν να ζουν ως ένας άνθρωπος, να συνεννοούνται και επίσης να μπορούν να δημιουργήσουν τη ζεστή φωλιά που λέγεται οικογένεια, για να βοηθήσουν τα παιδιά που θα φέρουν στον κόσμο να γίνουν σωστοί άνθρωποι, ζωντανά μέλη της Εκκλησίας και άγιοι στον αιώνα τον άπαντα.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Γονείς και παιδιά”, τόμος Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 98 (αποσπάσματα).